Η Ελευθερία
Κυρίτση γεννήθηκε το 1979 στον Παλαμά
Θεσσαλίας. Σπούδασε Ψυχολογία στο
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές
στη Σχολική και Εξελικτική Ψυχολογία
στο ΑΠΘ. Στη συνέχεια αποφοίτησε από το
Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου
Θράκης. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται
στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Ποιήματά
της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά
περιοδικά και ανθολογίες και έχουν
μεταφραστεί στα ισπανικά και στα
γερμανικά. Έχει εκδώσει το βιβλίο ποίησης
«Χειρόγραφη πόλη» (Μανδραγόρας,
2013) το οποίο ήταν υποψήφιο για το «Βραβείο
Γιάννη Βαρβέρη» της Εταιρείας Συγγραφέων
και τιμήθηκε μετο
Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο
Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα


*


ΠΕΡΙΟΔΕΥΩΝ
ΘΙΑΣΟΣ

Από
καιρό κυκλοφορούσε η είδηση στο Αθηναϊκό
Πρακτορείο
Ο θίασος θα έφτανε ανάμεσα
σε σπασμένα πεζοδρόμια
Σε μαύρα
μάγουλα, άδειες βιτρίνες
Θα ερχόταν
απ’ τα βροχερά σοκάκια στο νυχτερινό
Δουβλίνο
Είχε μάθει την παράσταση σε
πολλές παραλλαγές
Μια για κάθε χώρα
Μια
και για τη δική μου
Εκεί που χώριζαν
αδέλφια το αίμα και τραγουδούσαν
Άλλοι
στα δάση άλλοι στα σπίτια κι άλλοι
σιγομουρμούριζαν
Ο θίασος τα ήξερε
καλά όλα αυτά, είχε καταγωγή
Ήταν από
πάντα έτοιμος για τέτοια
Σήκωσε τις
μπάρες στις συνοριακές γραμμές
Ξαναμπήκε
στο λεωφορείο, ακολούθησε τις αρτηρίες
του χάρτη
Κι έφτασε εκεί όπου τα
τελειωμένα έπρεπε να τελειώσουν
οριστικά
Φόρεσε τα κοστούμια και
σήκωσε αυλαία

ΤΟΠΙΟ ΠΡΟΣ ΕΚΜΑΘΗΣΗ

Με αυτό το αρραγές τοπίο
παραμάσχαλα
Υπερασπιζόσουν στην
πόρτα
Την απόμακρη ζέστη σου –
Καλοκαίρι
για έναν.

Την άνοιγες σαν να επέμενες
Πως το
κενό είναι κάτι που επινοείται
Κι
αλλάζει συνθήματα και γίνεται
Χώρος
κατοικήσιμος.
Στεκόμουν ακίνητη στην
πιο ώρα της ώρας
Κάτω απ’ τις τέντες
της λεωφόρου
Έπιανα απ’ τις ορθές
γωνίες της μπλούζας την αναμέτρηση
Ανασκούμπωνα
τα μανίκια (σα λιλά ρεματιές)
Ανακύκλωνα
τον ψίθυρο των παλμών
Στις υπεκφυγές
της ελπίδας –
Όλο κυρτά κοιλώματα.

Θυμάσαι το περσινό πεζούλι;
Τ’ οδόφραγμα
να παλιώνει στο χάρτη;
Υπήρξε μια λίγη
αλλά
Άλλη εποχή.
Είχαμε γνωριστεί
από τόσο νωρίς
Για να νομίζουμε ακόμα
πως
Μετά τη χρυσαλίδα ακολουθούν
Πλουμιστά
φτερά και πτήσεις.

Δεν ήξερα πώς να κουνήσω το βασιλιά
Στις
τρυφερές ορτανσίες
(Ίσως παράπλευρα;)
Είχες
πει θα μου μάθαινες
Όλη την τέχνη
Το
λέμε σκάκι μεταξύ μας
Και παρηγοριόμαστε
Που
δε χορτάσαμε ανταλλαγές κι υπονοούμενα
Δε
μιλήσαμε (έστω σπαστά)
Με παθητικά
ρήματα
Πεταμένα σαν σκουπίδια
Που
ξαναφουσκώνουν το βράδυ
Στην πλατεία.

LULLABY

Σε διηγούμαι
για να σ’ αρχίσω απ’ την αρχή
απ’
την ευκτική της γέννησης
κι αρχίζει
η κλωστή να στάζει ιστορίες

από τις μέρες
που με θυμάται

το παιδί μέσα
μου∙

από κείνη
την αποθήκη

της εποχής
της πρώτης

τη μικρή
γεωγραφία

του μυστικού
μας
τότε

που μαζεύαμε
τα ξύλινα

αλογάκια

για να ’χουν
στρατό

τα όνειρά
μας

να κυνηγούν
το υλικό της αυγής
πέρα απ’ τις πόρτες.

Σε διηγούμαι
από κείνο το γιατί

που εξερευνούσε
τον κόσμο

τον έσκαβε
τον πλάταινε

τον φύτευε
μέσα μας
σύρριζα στην ευαισθησία μας.

Σε διηγούμαι
απ’ το τρέξιμόσου

στις κατηφόρες
του Μάρτη

εκεί που
βοηθούσε ο άνεμος
το
ποδηλατάκι
κι ανυψωνόταν πάνω στο
χαρμόσυνο
έξω απ’ την περίμετρο του
χρόνου

(όμορφο που
κάνει τον κόσμο

τώρα που το
θυμάμαι).

Σε διηγούμαι
απ’ τη νιότη της ανάγκης

απ’ το «όταν
μεγαλώσω εγώ θα γίνω…»

και πριν
κοιμηθώ σκύβω πάνω
στο σώμα του ύπνου
σου
στην αφρούρητη ανάσα του στήθους

για να ξαγρυπνήσω τη φλόγα
και ψάχνω
να σε βρω

στο ψηλό μπλε
πανί
(μες στα βουνά της νύστας ωκεάνιο
το δείλι)

κι είσαι εκεί
για να δίνεις

μια κλοτσιά
φως
στη χρωματομόνωση

και να λες

«άντε πάμε
να παίξουμε, σήκω…»

Απάντηση
της ανατολής
η ευωδιά του ήλιου