Ο
Αγαθοκλής Αζέλης γεννήθηκε το 1963 στη
Μηλιά Μετσόβου. Σπούδασε αρχικά στην
Αθήνα, στη Φιλοσοφική Σχολή. Παρακολούθησε
ως υπότροφος μεταπτυχιακές σπουδές στη
Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της
Βιέννης, όπου εκπόνησε διδακτορική
διατριβή στο αντικείμενο της Ιστορίας,
έλαβε δε τον τίτλο του διδάκτορα.
Εργάστηκε ως έμμισθος ερευνητής στην
Ακαδημία Επιστημών της Αυστρίας, ως
Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης,
όπου δίδαξε ελληνική γλώσσα, λογοτεχνία
και ιστορία των ιδεών, και ως καθηγητής
στο αγγλόφωνο «Vienna
International
School».
Από το 1997 διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση
στην Ελλάδα ως φιλόλογος, ενώ κατά τα
έτη 1999-2003 οργάνωσε τα Γενικά Αρχεία του
Κράτους-Αρχεία Νομού Τρικάλων διατελώντας
προϊστάμενος της υπηρεσίας. Εκ των
συγγραφέων του σχολικού εγχειριδίου
Ιστορίας Γ΄ Λυκείου θεωρητικής
κατεύθυνσης, έχει συγγράψει εξωσχολικά
εκπαιδευτικά βοηθήματα, ενώ βραβεύτηκε
από το αυστριακό κράτος για τη μετάφραση
γερμανόφωνης λογοτεχνίας στα ελληνικά.
Έχει συμμετάσχει με ανακοινώσεις σε
ελληνικά και διεθνή συνέδρια με
επιστημονικό ή εκπαιδευτικό περιεχόμενο
και έχει δημοσιεύσει μελέτες σε ελληνικές
και αυστριακές επιστημονικές επετηρίδες
και συλλογικά έργα, στα ελληνικά και
στα γερμανικά αντιστοίχως. Διετέλεσε
μέλος του «1. Wiener
Lesetheater»
(«Πρώτο Θεατρικό Αναλόγιο της Βιέννης»).
Συνεργάστηκε με ελληνικά λογοτεχνικά
περιοδικά και έχει δημοσιεύσει δύο
ποιητικές συλλογές, με τίτλο «Νύχτες
στο θρυμματισμένο ενυδρείο» (Μεταίχμιο
2008) και «Εωθινές Επιγνώσεις» (Πλανόδιον
2011). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα
γερμανικά. Τα τελευταία εννέα χρόνια
εργάζεται ως καθηγητής φιλόλογος στο
Μουσικό Σχολείο Τρικάλων.
*
SCHÄLEN*
Απολεπίζονται
οι λέξεις σαν το χιόνι
Και
ξεπροβάλλουν από κάτω πάλι λέξεις
Φθίνει
το κρεμμύδι στο ξεφλούδισμα
Όμως
πυρήνας πουθενά
Μόνο
σωρός τα τσόφλια ένα γύρο
Στο
χέρι σπαρταράει το κενό
*
(= ξεφλουδίζοντας)
Από:
«Νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο»
(Μεταίχμιο 2008)
Μετρώντας
Πάσχα(τα)
Στις κόρες μου
Μαρία και Μιχαέλα
Ο
χρόνος πορεύεται με μικρές παύσεις
Σε
πλατύσκαλα εορτών επετείων
Το
σπίτι μικραίνει οι άνθρωποι κονταίνουν
Η
εξώθυρα κρεμιέται αλλού
Φυτρώνουν
δρόμοι μες στους δρόμους
Ξανοίγονται
στο φαινομενικώς ατέρμονο
Ασθμαίνοντας
εστιάζω στον ορίζοντα
Πλάγια
να βλέπω δεν προκάνω
Το
δέος ξεραίνεται πιστεύω σε μένα
Οικεία
όλα δεν με ξαφνιάζουν
Προσφάτως
μόνο
Του
πατέρα μου τα μάτια
Με
κοίταξαν με νοσταλγία
Στον
καθρέφτη
Από:
«Σκιές ασωμάτων» (Λογείον 2016)