ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ
ΠΑΠΑΜΑΡΚΟΣ, “ΓΚΙΑΚ”, εκδ. “αντίποδες”

Το
σημερινό άρθρο γράφεται με αφορμή την
δέκατη χιλιάδα εκδοθέντων αντιτύπων
του “ΓΚΙΑΚ” του Δημοσθένη Παπαμάρκου.
Έχουνε γραφτεί ήδη πολλά επαινετικά,
τιμητικά και ακέραια σωστά γι’ αυτή την
συλλογή διηγημάτων, όμως ο ειλικρινής
ενθουσιασμός μου για το εξαίρετο αυτό
βιβλίο μου δίνει την ευκαιρία να το
παρουσιάσω απ’ αυτό το εβδομαδιαίο
μονόστηλο. Πρόκειται για μία ενιαία
ιδέα και σκηνοθεσία του συγγραφέα. Με
φόντο τον πόλεμο στα παράλια της Μικράς
Ασίας και στα ενδότερα της Τουρκίας,
και με τόπο δράσης την Μαλεσίνα, οι ήρωες
αφηγούνται γεγονότα που συμβαίνουν
στην διάρκεια του πολέμου παράλληλα με
αυτόν και εξίσου συνένοχα. Θέλω να πω
ότι με αφορμή ή με ενδιαίτημα την ίδια
την σκληράδα του πολέμου παρακολουθούμε
την αγριάδα της ανθρώπινης φύσης να
βρίσκει άνετο και δικαιολογημένο χώρο
εξύφανσης. Έτσι εξ’ αντιστρόφως θα
μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι ο πόλεμος
δεν διατρανώνει τίποτα, παρά αποτελεί
την αναγκαία, ενίοτε, κορύφωση της εν
δυνάμει πάντα ίδιας και απαράλλαχτης
φύσης του ανθρώπου. Η αφηγηματική τέχνη
του Παπαμάρκου συνίσταται (σωστή επιλογή
και απόλυτα δικαιολογημένη) στην,
καταγεγραμμένη σε βιβλίο, προφορικότητα,
και μάλιστα στην τότε δημώδη γλώσσα,
που δίνει την απαιτούμενη ζέση και
ζωντάνια στα γεγονότα. Ο Παπαμάρκος μ’
αυτή την συλλογή εντάσσεται σ’ εκείνο
το “συγγραφικό νήμα” που μας έχει
δώσει, κυρίως, διηγήματα όπως αυτά του
Βαλτινού, του Νόλλα, και του Δημητρίου.
Το βιβλίο (που μέρος του είχα την τύχη
και την τιμή να διαβάσω προ του πιεστηρίου)
περιέχει οκτώ διηγήματα και μία έμμετρη
αφήγηση. Όλα πάρα πολύ καλά. Εγώ όμως
θα ήθελα λίγο να σταθώ στο τελευταίο,
το “Νόκερ”. Δεν είναι τυχαίο που μπαίνει
τελευταίο στη σειρά του βιβλίου, αφού
εκτυλίσσεται τρεις δεκαετίες μετά το
Μικρασιατικό. Το διήγημα αναφέρεται σε
μία συνάντηση που συμβαίνει στην
τραγικότερη (σε καιρό ειρήνης) δεκαετία
της Ελλάδας, στην δεκαετία του πενήντα
με το μαζικό κύμα της μετανάστευσης.
Τότε η μετανάστευση δεν ήταν όπως τώρα,
μ’ ένα αεροπλάνο κι ένα φτηνό εισητήριο
αγορασμένο δύο ή τρεις μήνες πριν την
πτήση να βρίσκεσαι άνετα σε δύο ώρες
στο Μόναχο, σε οκτώ στην Νέα Υόρκη. Τότε
μετανάστευση σήμαινε ολοκληρωτική
αποκοπή κάτι σαν θάνατος ίσως και
χειρότερο από θάνατος. Τότε στα χωριά
όποιος έφευγε γύριζε στα σπίτια να
χαιρετήσει τους συγχωριανούς του σαν
να μην πρόκειται να τους δει ποτέ ξανά.
Γράφει στο “Νόκερ” για έναν μετανάστη
πως τον αποχαιρετά ένας χωρικός :“
στεναχωριέμαι δυο που δεν θα σε ματαϊδώ”.
Και όντως κάποια γράμματ, κάποια
τηλεωνήματα, αυτά ήταν για την αρχή,
μετά μην τον είδατε μην τον απαντήσατε.
Στο “Νόκερ” συναντιούνται δυο γενιές,
ένας εξηντάρης που έλαβε μέρος στον
Μικρασιατικό κι ένας νεαρός που φτάνει
στην Αμερική το 1951 για να βρει δουλειά.
Η ιστορία που τους συνδέει είναι ιστορία
ματαιωθέντος αρραβώνος και ο εξηντάρης
συνομιλητής αφού εξομολογείται στον
μικρότερό του την ιστορία αποφασίζει
πάλι για τους λόγους του να εξαφανιστεί.
Είναι μια αρκετά βαριά μα και συγκινητική
ιστορία, στην οποία ο Παπαμάρκος
καταφέρνει ουσιαστικά να περιγράψει
τρεις γενιές και όλα τα δεινά των Ελλήνων
μεταναστών εκείνης της εποχής. Σας
προτείνω, λοιπόν, το “ΓΚΙΑΚ” με κάθε
σιγουριά που με διέπει και ανεπιφύλακτα.