ΑΔΕΣΠΟΤΑ
ΣΤΟΥΣ ΩΚΕΑΝΟΥΣ
Μέσα
στο μάτι μου έχω ένα ψάρι.
Κάθε
πρωί γλιστρά απ’ τα βλέφαρα
και
τρέχει αδέσποτο τις θάλασσες.
Οι
ανάσες του χορεύουν
την
επιφάνεια του νερού
και
τα παιδιά γελάνε
πως
κάποιος δύτης τρελός
κυνηγά
θησαυρούς σε ρηχές καλντέρες.
Τη
νύχτα γυρνά στην καλύβη του
πάνω
στην ίριδα απλώνει τα στρωσίδια
κι
έτσι τα χρώματα κολυμπούν
σε
σκοτεινούς υφάλους.
Αν
βλέπω δάκρυ πια σε πρόσωπο
τραβώ
κατά το κύμα:
κάποιο
ψαράκι σκέφτομαι
σκαρώνει
ζαβολιά
στο
μάτι που το γέννησε.
Γι’
αυτό και του αλυχτώ
και
σαν χοή τού κράζω
πως
είχε προγόνους σε νησιά
κι
αγγέλους σε ξερόνησα
ας
έρθει πια να μπει στον τόπο του
μες
στις καρδιές ας αλητέψει
μήπως
στεγνώσει κάποτε
του
ανθρώπου ο πόνος.