Μια σακούλα καραμέλες

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

εκδόσεις μελάνι

Βρήκα κάτι αυθόρμητο και μεταεφηβικό στους στίχους της πρώτης ποιητικής συλλογής “Μια σακούλα καραμέλες” της νεαρής Κατερίνας Ασημακοπούλου από τις εκδόσεις Μελάνι. Τρυφερά αδιέξοδα, μερικώς διαπραγματεύσιμους έρωτες, νεανική σκληρότητα∙ περισσότερο σαν αμηχανία ή νευρικότητα απέναντι σε όσα έζησε ή πρόκειται να ζήσει, παρά σαν κάτι κυριολεκτικό κι αδιαπραγμάτευτο. Το ‘χει φαίνεται το νεαρό της ηλικίας, κορίτσι βλέπεις του ’90.

Βρήκα στίχους γλαφυρού έρωτα: Να μας γλείφουν οι ενοχές, όπως οι θάλασσες τα βράχια – κι εκείνο το έμμετρο 14σύλλαβο στιχάκι σαν απομεινάρι λαϊκού άσματος: Τα μάτια σου μου λύγισαν για πάντα τη ζωή. Βρήκα ενθουσιώδη στοχασμό: …και το σκοτάδι μια συνήθεια είναι ή το Θα ξαπλώσουμε μ’ εκείνους που τους νίκησε η ζωή. Για να αναπνεύσω ήρεμα λίγο παρακάτω, διαβάζοντας: Δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα. Ακριβώς γιατί δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα.

Χαμογέλασα μαζί της γιατί αυτό ξέρω να κάνω καλύτερα λίγο / πριν γονατίσω – και ντράπηκα που Ντρεπόμαστε ήδη να πενθήσουμε, περιφρονούμε το λίγο σαν να ‘ταν μίασμα. Ακόμα κι αυτό της το «θέλω» στο Ξωτικό που έγινε άνθρωπος: Θα ήθελα η σιωπή μας να μην είναι σιωπή, δείχνει ότι επιζητά ζωτικές νομοτέλειες, διαυγείς συνθήκες πορείας.

Μύρισα όμως και πληγές που αφήνει στη σάρκα η πατρίδα, με καταληκτικούς στίχους σαν αποδοκιμασία: Πόσο λίγα ήξερες για την Ελλάδα – στο μυαλό μου ο Ρένος Αποστολίδης και το τελευταίο του πόνημα. Και έπειτα το ακέραιο: Ο τόπος μου βουβάθηκε. Για ν’ ακολουθήσει ο στίχος: Ο τόπος βουλιάζει μα τα παιδιά παραμένουν αμετανόητα όμορφα. Σκεφτόμουν τις προάλλες ότι πράγματι αυτός ο τόπος γεννά ακόμα θεούς. Αυτό είναι το ριζικό του. Αυτό και το βάσανο.

Εγώ καπνίζω γιατί δεν ξέρω τι να κάνω με τα δάχτυλά μου, θα πει. Χρόνια πριν γεννηθούμε κι οι δυο, στα 1983, ο Αργύρης Χιόνης στα “Λεκτικά τοπία” καταθέτει 8στιχο με τίτλο “Χέρια”. Παραθέτω:

Οι άνθρωποι το πιο συχνά

δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους

Τα δίνουν -τάχα χαιρετώντας- σ’ άλλους

Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες

Ή το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους

και τα ξεχνούνε

Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα

Ένα σωρό ποιήματα άγραφα

Στην ποίηση της Κατερίνας Ασημακοπούλου βρήκα μικρές εξομολογητικές αφορμές, σα ν’ άδραξε την ευκαιρία να φανερωθεί, έστω κρυμμένη πίσω από ευφάνταστα σχήματα λόγου: Ζω με τις ενοχές μου, όπως κάποιοι ζουν με τα σκυλιά τους. Άλλωστε, πού πάω χωρίς τις πληγές μου ολόγιομες;

Λέω συχνά ότι οι πληγές είναι πηγές. Μας ξεδιψούν. Μέχρι να μείνουμε μια μπλε σταγόνα. Μέχρι να έρθει η ώρα του δείπνου, όπου ο ένας θα φάει αναπόφευκτα τον άλλον. Το απόλυτο του τέλους. Το αδιαπραγμάτευτο κάθε φαινομένου. Ό,τι γεννιέται, απαραιτήτως κάποτε πεθαίνει:

Όλα εκφυλίστηκαν τόσο τέλεια, σαν να ήταν αυτός ο τελικός τους / προορισμός.

Μόνο σιωπή θ’ ανθίσει από το αίμα μου, ακούς; / Μου πιάνεις το χέρι –

υπήρξαμε και δεν θα υπάρξουμε πια.

Αισθάνθηκα, ωστόσο, μια καλοπροαίρετη φλυαρία στη συσκευασία της σακούλας, όχι πάντως από ‘κείνες τις ενοχλητικές – κι ίσως κάποια κείμενα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Αλλά πάντα υπάρχει δρόμος. Διέκρινα ακόμα μια ανομοιογένεια, κάτι που κάνει τις σελίδες να μετεωρίζονται μεταξύ ποιητικής απόπειρας, στοχασμού και πεζογραφικής περιγραφής. Ποιος ξέρει, ίσως αν ορισμένες περιγραφές τύχαιναν περισσότερης προσοχής, έρεαν ευκολότερα κάποιοι στίχοι.

Τουλάχιστον, ας μη θεωρήσω παιχνίδι της τύχης τους τελευταίους στίχους του τελευταίου ποιήματος. Ο Επίκουρος σα να μου γνέφει: οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται να ζήσουν / μα να πεθάνουν ευτυχισμένοι. Αναζητώντας ο καθένας από ‘μας τρόπο να πετάξει πάνω από τους φόβους του.

Όπως και να ‘χει, κάτι σημαντικό φαίνεται να συντελείται στους κύκλους των νέων σήμερα, παρά το σκληρό της εποχής. Ας στήσουμε καλά το αυτί μας. Έχουμε πολλά ν’ αφουγκραστούμε.

Θεσσαλονίκη,

Σεπτέμβρης 2016