Γλυκός και δίκαιος θάνατος*

Κυρτωμένες δυάδες, σαν αρχαίοι ζητιάνοι κάτω από σακιά,

Στραβοπόδηδες, βήχουμε όπως οι παλιόγριες, καταραμένοι εμείς

μέσα στη λάσπη

Κι όσο για τις φωτοβολίδες που μας κυνηγούν, τους γυρίσαμε την πλάτη

Μέχρι ν’ απομακρυνθούμε οι περισσότεροι βαδίζουμε με κόπο.

Οι άνδρες προχωρούν άυπνοι. Πολλοί έχασαν τις μπότες τους,

Κινούνται αργά, αίμα παπουτσωμένο ! Όλοι σχεδόν κουτσοί ! Όλοι τυφλοί !

Μεθυσμένοι από την κούραση. Κωφοί ακόμα και στα σφυρίγματα,

Εξαντλημένοι, ξεπεράσαμε κατά πολύ το ωράριο 5-9 παραπεταμένο κι αυτό.

Αέριο ! Αέριο ! Γρήγορα, αγόρια ! – Η έκσταση της αφής

Να τοποθετήσεις τα αστεία κράνη ακριβώς στην ώρα.

Ένας μόνο φώναζε ακόμα τόσο δυνατά και σκόνταφτε

Και παράδερνε σα να βρισκόταν σε φωτιά ή ασβέστη

Σκοτεινός μέσα σε ομιχλώδεις υαλοπίνακες και λεπτά πράσινα φώτα

Σαν κάτω από μια πράσινη θάλασσα, τον είδα να πνίγεται.

Σε όλα μου τα όνειρα πριν από την ανήμπορη όραση,

Αυτός καταδύεται μέσα μου, καίγεται, στραγγαλίζεται, πνίγεται.

Αν σε κάποιο από τα πνιγμένα όνειρα, μπορέσεις να βρεις ρυθμό,

Πίσω από το βαγόνι που τον πετάξαμε

Κοιτώντας τα λευκά του μάτια να σφαδάζουν μες το πρόσωπο,

Το πρόσωπο να κρέμεται όπως ο διάβολος άρρωστος από αμαρτία,

Αν μπορείς ν’ ακούσεις σε κάθε τράνταγμα το αίμα

Να έρχεται γάργαρο προς τα πάνω αφού κατέστρεψε τους πνεύμονες

Αισχρό σαν καρκίνος, πικρό σαν τροφή,

Χυδαία, ανίατη πληγή σε αθώες γλώσσες,

Φίλε μου, δεν θα πεις με τόση ζέση

Σε ενθουσιώδη παιδιά κάποιας απελπισμένης δόξας

Το παλαιό Ψέμα : Γλυκός και δίκαιος ο θάνατος*

Για την πατρίδα.

Η παραβολή του γέρου και του νέου

Έτσι ο Αβραάμ σηκώθηκε, έσκισε το ξύλο και πήγε,

Και πήρε μαζί του τη φωτιά, κι ένα μαχαίρι.

Μόλις έμειναν οι δύο τους,

Ο Ισαάκ ο πρωτότοκος πήρε το λόγο και είπε, Πατέρα μου,

Ιδού οι προετοιμασίες, φωτιά και σίδερο,

Όμως πού βρίσκεται το αρνί του ολοκαυτώματος-θυσίας;

Τότε ο Αβραάμ έδεσε τον νεαρό με ζώνες και ιμάντες

Και έκτισε παραπετάσματα και τάφρους εκεί,

Και άπλωσε το μαχαίρι να φονεύσει τον γιο του.

Τι στο καλό ! Άγγελος έξω από τον ουρανό του φώναξε,

Λέγοντας, Δεν θ’ απλώσεις χέρι στο παιδί,

Ούτε θα κάνεις κάτι άλλο. Ιδού,

Ένα κριάρι, πιάστηκε στο δάσος από τα κέρατά του.

Θυσίασε το Κριάρι της Περηφάνιας αντί γι’ αυτόν.

Αλλά ο γέρος δεν έπραξε κατ’ αυτό τον τρόπο, κατέσφαξε τον γιο του,

Και τον μισό από τον σπόρο της Ευρώπης, έναν προς έναν. 

 ***

Dulce et decorum est *

Bent double, like old beggars under sacks,

Knock-kneed, coughing like hags, we cursed through sludge,

Till on the haunting flares we turned our backs

And towards our distant rest began to trudge.

Men marched asleep. Many had lost their boots

But limped on, blood-shod. All went lame; all blind;

Drunk with fatigue; deaf even to the hoots

Of tired, outstripped Five-Nines that dropped behind.

Gas! Gas! Quick, boys! – An ecstasy of fumbling,

Fitting the clumsy helmets just in time;

But someone still was yelling out and stumbling,

And flound’ring like a man in fire or lime …

Dim, through the misty panes and thick green light,

As under a green sea, I saw him drowning.

In all my dreams, before my helpless sight,

He plunges at me, guttering, choking, drowning.

If in some smothering dreams you too could pace

Behind the wagon that we flung him in,

And watch the white eyes writhing in his face,

His hanging face, like a devil’s sick of sin;

If you could hear, at every jolt, the blood

Come gargling from the froth-corrupted lungs,

Obscene as cancer, bitter as the cud

Of vile, incurable sores on innocent tongues,

My friend, you would not tell with such high zest

To children ardent for some desperate glory,

The old Lie: Dulce et Decorum est

Pro patria mori.

*η πλήρης φράση είναι παρμένη από τις Ωδές του Οράτιου (III.2.13) και είναι αυτή που ολοκληρώνει και το ποίημα (Dulce et decorum est pro patria mori = Γλυκός και δίκαιος ο θάνατος για την πατρίδα)
 

Parable of the old man and the young

So Abram rose, and clave the wood, and went,

And took the fire with him, and a knife.

And as they sojourned both of them together,

Isaac the first-born spake and said, My Father,

Behold the preparations, fire and iron,

But where the lamb for this burnt-offering?

Then Abram bound the youth with belts and straps,

And builded parapets and trenches there,

And stretched forth the knife to slay his son.

When lo! An angel called him out of heaven,

Saying, Lay not thy hand upon the lad,

Neither do anything to him. Behold,

A ram, caught in a thicket by its horns;

Offer the Ram of Pride instead of him.

But the old man would not so, but slew his son,

And half the seed of Europe, one by one.

***

Ο Βίλφρεντ Όουεν υπήρξε Βρετανός ποιητής και στρατιώτης. Πρόκειται για
έναν από τους πιο εμβληματικούς ποιητές του Α΄ Παγκοσμίου. Σκοτώθηκε στο
πεδίο στις 4 Νοεμβρίου του 1918, μια εβδομάδα πριν να υπογραφεί η
Ανακωχή (Συνθήκη) με την οποία τερματίστηκε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.