«Άντε χάσου ρε αποτυχημένε σε βαρέθηκα , βαρέθηκα τη μιζέρια σου, είχε δίκιο ο πατέρας μου, δεν έπρεπε ποτέ να σε παντρευτώ» — «Σε παρακαλώ μη φεύγεις, μη με αφήνεις σε έχω ανάγκη, μείνε, κράτα με κοντά σου» — «Ναι αλλά εγώ δε σε έχω καμία ανάγκη και σε βαρέθηκα παλιομεθύστακα, μαζεύω τα πράγματα μου και αντίο»Το φερμουάρ της βαλίτσας, ο επαναλαμβανόμενος ήχος από τα τακούνια της καθώς και το δυνατό κλείσιμο της πόρτας συνόδευσαν τη φυγή της.

Ήταν μήνες που ο πάλε διάσημος γλύπτης δεν είχε φτιάξει κανένα καλό έργο και δε μπορούσε να αντεπεξέλθει στα έξοδα του σπιτιού. Τα βράδια δεν είχε ύπνο διανυκτερεύανε — βλέπεις — οι τύψεις που σαν κάμπιες από πεύκο πέφτανε στο διάβα του θυμίζοντας τις λάθος επιλογές του. Μόνος εχθρός η πέτρα και τα χέρια του που τόσο σωτήρια φάνηκαν στην ανθρωπότητα, πάνω του φάνταζαν σπασμένα κλαριά.  

Κατέβηκε στο κελάρι να βάλει κρασί. Όλο το βράδυ έπινε και κάπνιζε. Κοίταζε το φεγγάρι που ήτανε θολό και λαβωμένο, έμοιαζε τόσο με της ψυχής του τα πυογόνα ηφαίστεια. Τα μάτια του κλείσανε βαριά, κλειδώνοντας τις άσχημες μνήμες της μέρας ΄κείνης στου ύπνου το δώμα.

Οι ηλιαχτίδες ή αλλιώς οι λεγόμενες και ιππόκαμποι του ουρανού, αγκιστρωμένες στη γη σέρνανε το άρμα του ήλιου, αποθεώνοντας τον ανατολικά. Με στωικότητα δέχθηκε το γεγονός και άρχισε το μέλλον του να πλάθει. Έβαλε κρασί να πιει παρόλη τη σκοτεινάγρα που τύλιγε σα πάχνη το κεφάλι του. Κοίταζε την πέτρα σα να τη μισούσε, ήθελε να της ρίξει μια γροθιά μα φοβόταν τη μνήμη της και το κακό που θα έκανε στο χέρι του. Το πρόβλημα όλο ήταν ο εαυτός του, οι σκέψεις του σύννεφα που είχανε χάσει την πυξίδα και περιφέρονταν τρελλά, παραδομένα στου Αιόλου τους ασκούς. Τόσες πέτρες γύρω του μα καμιά της Λυδίας. Ήθελε να αφήσει ένα έργο πίσω του ικανό ώστε να μπολιάσει τη ζωή του με αθανασία.

Ήταν στο μπάνιο και ξυριζότανε μπροστά στο είδωλο του όταν του ήρθε μια ιδέα. Ναι! Είχε βρει τι να κάνει, θα έφτιαχνε την προτομή του. Πήρε ένα καθρέπτη τον έβαλε δίπλα στην πέτρα και άρχισε με σύμμαχο μια μποτίλια με κόκκινο μεθυστικό υγρό να σμιλεύει την πέτρα.

Τα πρωινά ξυπνούσε δίπλα στην πέτρα απορώντας αν ήταν τα δικά του χέρια που ιδρώνανε πάνω της. Δε θυμόταν τίποτα, με ρίγος στο στομάχι και μια αλκοολική ανάσα σερνότανε ψάχνοντας για την επόμενη κόκκινη μποτίλια που θα του χάριζε απλόχερα — νόμιζε —  τη λησμονιά.

Όσο περισσότερο πλησίαζε στο τέλος του έργου, τόσο το είδωλο του θάμπωνε και με δυσκολία πια μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο του, τα χείλη σπαρτάρισαν μια φράση αγανάκτησης«Αϊ στα κομμάτια», έδωσε μια σπρωξιά στο κάτοπτρο κι αυτό πιστό υπάκουσε. Η προτομή του ήτανε έτοιμη, ένα ακριβές αντίγραφο και κάτι παραπάνω. Έπεσε άδειος και εξαντλημένος από του πιοτού τη ζάλη, μα ευχαριστημένος για το έργο που μόλις είχε αποτελειώσει.

Το επόμενο πρωινό ξύπνησε βίαια από πόνους στο στομάχι του. Με στεναγμό πλημμύρισαν τα χείλη του, οι πύλες της μνήμης άνοιξαν χύνοντας ορδές κοράκων με ματωμένα ράμφη. Οι κόκκοι στην κλεψύδρα του τελείωναν, σίμωνε η ώρα η στερνή, του λυτρωμού η φέξη. Τα τύμπανα χωρίς αχό, φυρό το σώμα, χρόνος νωθρός.      

Άκουσε χτύπους στην πόρτα και πήγε να ανοίξει. Αυτό που αντίκρισε τον άφησε με το σαγόνι κρεμασμένο, ένας κλόουν, τι δουλειά είχε ένας κλόουν με άσπρη φάτσα, παρδαλά ρούχα και κόκκινη μύτη στο σπίτι του. Ο παλιάτσος τον κοίταζε ακίνητος και τρομαγμένος. Από πίσω ακουγότανε ένας άλλος κλόουν που έψαχνε τον πρώτο«Πάμπλο Πάμπλο που έμπλεξες πάλι;». Ο δεύτερος παλιάτσος πήρε μια βαθιά ανάσα τρομαγμένος.«Δεν έχει… » —  «Πρόσωπο» — «Φίλε είσαι σε άσχημη θέση έλα να σε βάψουμε λίγο, να σου φτιάξουμε ένα πρόσωπο βρε αδερφέ και να έρθεις μαζί μας»     

Πριν καλά καλά προλάβει να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς γινότανε του είχανε ήδη φορέσει μεγάλα παπούτσια και παλιά ρούχα με μπαλώματα. Του δώσανε μια σπρωξιά φιλικά στον ώμο, του πατήσανε καλά τον πίλο στο κεφάλι μην τον πάρει ο αέρας και του είπανε«Εμπρός παλιάτσο για την τελευταία σου παράσταση», «Αβάντι μαέστρο»είπε ο ένας στον άλλο. Ένα ντέφι και ένα φλάουτο ακομπανιάρισαν το φευγιό τους.   

Έπαψε να ορίζει ο ίδιος τις κινήσεις του και σπάγκοι κρεμασμένοι από του ουρανού τα τούλια, καθοδηγούσανε τα βήματα τους. Ένας μικρός θίασος μέσα στην πόλη, που κατευθυνότανε προς τη γέφυρα. Ποια γέφυρα είναι αυτή που πρέπει να περάσει; Ποιο όνειρο είναι αυτό και θέλει να ξυπνήσει;

Φθάνοντας εκεί τους περίμενε ένας άλλος κλόουν με βλέμμα αυστηρό και ένα φρύδι σαν κεραυνός που εκτεινόταν από το μάτι μέχρι τους κροτάφους. Χωρίς να βγάλει μιλιά του δείχνει με το χέρι τεντωμένο το δρόμο, που μόνος πρέπει να βαδίσει. Από μια πολεμίστρα του κάστρου πρόβαλλε μια σάλπιγγα — η πέμπτη στη σειρά  — και ακούστηκε ένας ήχος αλγεινός. Οι παλιάτσοι τον κοιτούν με βλέμματα άδεια.

Πάνω στο γιοφύρι λοιπόν. Περπατάει λες και είναι σχοινοβάτης. Γυρίζει τους κοιτάει, το βλέμμα του γίνεται πράσινο, μυρμηγκιάζει, κονιορτοποιείται. Ένα σμήνος από ακρίδες βγαίνει από τα ρούχα του που πέφτουν κάτω άψυχα. Ένα τρένο έφθασε στο σταθμό στολισμένο με λουλούδια…

Ο«Εραστής του Ευρίπου»είδε το πράσινο νεφούρι που έσβηνε μακριά στον ουρανό, έτρεξε πήρε τα ρούχα, τα δίπλωσε ευλαβικά και έκανε να φύγει. Ένας άντρας, άρτι αφιχθείς από την«Παράδοξη κόρη του Βορρά»με μάτια αιχμάλωτα σε πλάνες, αντίποινα της προδοσίας, τον παρακολουθεί και του λέει ψιθυρίζοντας — τάχα μου κάποιος τους ακούει —  «Δε θα είχε τη σφραγίδα»— «Μπα πως κι έτσι;» — «Απώλεια Προσώπου»