Μία από τις πιο διαδεδομένες παιδικές ασθένειες μεταξύ
λογοτεχνών, είναι η αποτύπωση της ημερομηνίας στο τέλος κάθε πονήματος, ως
σφραγιδόλιθο της γραφής τους. Γράφοντας όμως «Τετάρτη 26/7/2010» π.χ., εγώ ο αναγνώστης
το λαμβάνω ως συστατικό στοιχείο του ποιήματος το οποίο παραμένει αδρανές στα
χέρια μου γιατί τίποτα δεν παραπέμπει σε «Τετάρτη» και η «Τετάρτη» δεν
προκύπτει από τους στίχους του ποιήματος. Λίγα τα ποιήματα για Τετάρτες,
ρωτήστε και τον Έλιοτ.

Κανένας δεν νοιάζεται πότε γράψατε το ποίημα ή το πεζό. Αν
ήταν Τετάρτη ή Σάββατο. Αν ήταν μεσημέρι ή απόβραδο. Αν χιόνιζε ή αν είχε
λιακάδα. Στο ποίημα ειδικά που είναι έκφραση απόλυτης οικονομίας των λέξεων
οποιοδήποτε στοιχείο που δεν στοχεύει στην έκπληξη και το θαυμασμό απορρίπτεται
παρευθύς. Ούτε υπάρχουν φιλόλογοι που θα σκύψουν πάνω από το έργο σας να
επισημάνουν τις διαφορετικές γραφές των ποιημάτων σας, τις προσθήκες, τα
σβησίματα και τις διαγραφές. Έχουμε ήδη τα αυτόγραφα του Σολωμού και γνωρίζουμε
πως γράφεται το ποίημα.

Όλοι κάπως έτσι ξεκινήσαμε να γράφουμε: αποτυπώνοντας την ώρα
και τη στιγμή που νοιώσαμε αυτή την ιδιαίτερη διαδικασία διέγερσης του νευρικού
μας συστήματος, προϊόν της ευαίσθητης ιδιοσυγκρασίας μας. Κι αν θέλετε, μόνο
και μόνο για να ξανανιώσετε αυτή την ανατριχίλα στον αυχένα γράφετε και
ξαναγράφετε απελπισμένα. Δεν χρειάζεται λοιπόν να κοινοποιείτε την στιγμή και
την ώρα. Είναι γελοίο όπως ένα ενήλικας που αρρωσταίνει από ιλαρά.