Νέος ακόμη στα λογοτεχνικά άκουγα με θαυμασμό και περισσή
απορία το Μιχάλη Γκανά να μου λέει πως αρνήθηκε, είπε ΟΧΙ, στον καθηγητή Δ. Ν.
Μαρωνίτη. Η πρόταση του καθηγητή, που τότε μεσουρανούσε στα ΜΜΕ και ασκούσε
τεράστια εξουσία στην αξιολόγηση των Ελλήνων λογοτεχνών (ή τουλάχιστον έτσι
νόμιζε εκείνος κι ατυχώς πολλοί από τους ευνοϊκά κρινόμενους…),
ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ να προλογίσει τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, τα
«Μαύρα Λιθάρια». Ο φίλος μου ο Γκανάς δεν δέχτηκε και δεν μπορούσα τότε, να
καταλάβω το γιατί. Σκεφτόμουν από μέσα μου, πως εγώ θα δεχόμουν πολύ ευχαρίστως
το στραπόν από τον αξιότιμο καθηγητή.

Θυμάμαι την ιστορία κάθε φορά που ανοίγω ένα βιβλίο νέου
συγγραφέα και βλέπω να τον προλογίζουν συνήθως οι…φίλοι του, ή κάποιος
φιλόλογος μεγαλοφροντιστηράς ή ακόμη πιο διακριτικά τάχα μου, να γράφουν
τιμητικά λόγια στον επίλογο… Καμία αξία δεν προσθέτει «η παρουσίαση» στο
κείμενο. Το κείμενο πρέπει να μπορεί να σταθεί μόνο του στα πόδια χωρίς τα
δεκανίκια τρίτων. Να μιλάει από μόνο του και να παίρνει κεφάλια, χωρίς την
επεξήγηση κανενός, ούτε καν του ίδιου του συγγραφέα.

Με τον καιρό αρνήθηκα πολλές φορές να γράψω τέτοιου είδους
σημειώματα, αν κι απ’ ότι βλέπω οι πρόθυμοι να υποβληθούν σε στραπόν αυξάνονται
με γεωμετρική μέθοδο.

Έφτασα μάλιστα στο άλλο άκρο: να μην θέλω πια ούτε
οπισθόφυλλα (αυτή η συγκαλυμμένη επιβολή κύρους έξωθεν του κειμένου) στα βιβλία
μου.