Στο περβάζι του μπαλκονιού περιπολούν
περιστέρια. Κρυφοκοιτάζουν πλάγια την καλαμωτή μήπως δουν τον Ποιητή τη στιγμή
του άλματος. Κι εκείνος κρυφοκοιτάζει πίσω απ’ τις κουρτίνες, τα περιστέρια που
καιροφυλακτούν για το άλμα του. Τα πουλιά δεν σκέφτονται. Εκείνος σκέφτεται.
Και θα ήθελε να μην. Αλλά.
Τότε που τον αγάπησε, της διάβαζε τις
πρώτες σελίδες απ’ τη Γένεση. Παρηγοριά της το άγνωστο κείμενο που με τον καιρό
ήταν τόσο οικείο, όσο και ο έρωτάς τους. Του έφερνε γλυκό μυγδαλάκι με τον
καφέ. Άνοιγε ένα πτυσσόμενο τραπέζι μπροστά στην πολυθρόνα του, άφηνε το δίσκο
πάνω του, καθόταν απέναντί του, σιωπηλή, χωρίς να περιμένει τίποτα. Της αρκούσε
η παρουσία του. Ο Ποιητής το ήξερε. Ρουφούσε τον καφέ του, έτρωγε το μυγδαλάκι,
αναστέναζε. Έπειτα έβγαζε απ’ τη σάκα του τη Βίβλο και της διάβαζε.
«Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ
τὴν γῆν. 2 ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς
ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. 3 καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς. 4 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι
καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον
τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. 5 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν
καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία».
Σταματούσε την ανάγνωση για να διαβάσει
στα μάτια της τη λατρεία της. Υποψιαζόταν ότι δεν αγαπούσε για τον ίδιο, αλλά
τα λόγια του, τα ποιήματά του, μόνο που δεν της το ομολόγησε ποτέ γιατί τότε θα
αναγκαζόταν να παραδεχτεί ότι εκείνος δεν την αγαπούσε καθόλου. Ήταν η
παρηγοριά του από μια άλλη γυναίκα που τον εγκατέλειψε.
‘Γέφυρα είμαι, να περάσεις απέναντι’ του
έλεγαν τα μάτια της. ‘Πάτα με να μην πέσεις στο ποτάμι της μοναξιάς’.
Κι ο Ποιητής έκανε τα πρώτα του βήματα
πάνω της, ξέροντας ότι μόλις περάσει απέναντι εκείνη που τον λάτρευε θα έφευγε.
Όχι, δεν θα τον εγκατέλειπε. Εκείνος θα την άφηνε πίσω.
Χρόνια αργότερα όντως πέρασε απέναντι
και γκρέμισε τη γέφυρα. Κι αναρωτιόταν αν το έκανε για να μην την πατήσει κι
άλλος ή για να μη θυμάται ότι η γέφυρα ήταν μια γυναίκα. Και δεν έβρισκε
απάντηση. Ούτε το δίσκο με τον καφέ και το αμυγδαλάκι μπροστά του. Και δεν
άνοιξε ξανά τη σάκα του να βγάλει τη Βίβλο, να διαβάσει σε κάποια τη Γένεση.
Σήμερα, Κυριακή του Πάσχα, μόνο τα
περιστέρια περιπολούν πίσω απ’ την καλαμωτή που προστατεύει τα λουλούδια που
έβαλε εκείνη της Γένεσης στη βεράντα του. Μόλις τα πότισε. Η μόνη υπόσχεση που
κράτησε ήταν αυτή: να τα ποτίζει.
Κάθεται στο παγκάκι που εκείνη έφερε,
τραβάει κοντά του το τραπεζάκι με το τασάκι. Δεν καπνίζει πια, όμως σήμερα δεν
το θυμάται και παίζει με το τσιγάρο στα δάχτυλά του. Θα ήθελε να είχε το
κουράγιο να της τηλεφωνήσει, να την ευχαριστήσει που στάθηκε δίπλα του εκείνα
τα αβάσταχτα χρόνια. Δεν θα το κάνει. Ξέρει ότι θα πληγώσει την περηφάνια της.
Δεν ευχαριστείς την ερωμένη – μόνο τους φίλους.
Πιάνει τη Βίβλο και διαβάζει δυνατά στα
περιστέρια τη Γένεση.