Τη βλέπει να ζει. Πειραματίζεται,
διασκεδάζει, φοβάται, δυναμώνει, προσπερνάει, αναλύει, συνθέτει, μαθαίνει.
Μεγαλώνει, ωριμάζει. Τη βλέπει τέσσερις ώρες την εβδομάδα, όσο κρατάει το
μάθημα. Τη βλέπει ένα χρόνο τώρα.
Στην αρχή αρνιόταν τις αγκαλιές και τα φιλιά.
Ύστερα τα επιζητούσε. Στην αρχή δεν μιλούσε, μα σε τρεις μήνες λύθηκε και
τόλμησε να πει, ήπια ευγενικά, την άποψή της στους συμμαθητές της. Ήταν η μόνη
στην ομάδα που πέταξε δύο ολόκληρα μυθιστορήματα χωρίς να της το ζητήσει
κανείς.
Την βλέπει να αλλάζει. Εμφανίστηκε με
στιλ Μπάρμπι που σύντομα εξαφανίστηκε κι έγινε αυτή που πραγματικά της αξίζει:
Μια πανέμορφη σγουρομάλλα αναγεννησιακή γυναίκα. Μια γυναίκα που δεν τρόμαξε
στα απρόοπτα, που είπε αλήθειες για το παρελθόν της, που πιάνει το χέρι του συμμαθητή
της, τον κοιτάζει λέγοντάς του «σ’ αγαπώ» κι αυτός λιώνει, μπερδεύεται, ξεχνάει
ότι κάνουν άσκηση, το βλέμμα του ερωτηματικό, γοητευμένο απ’ αυτό το πλάσμα που
και στα ψέματα, λέει την αλήθεια.
Τη βλέπει να πασχίζει να βρει αυτό που
ψάχνει μόνο για τον εαυτό της, να εξελίσσεται σ’ αυτό που η δασκάλα της ξέρει
ότι θα γίνει, το βλέπει να γίνεται ήδη. Μια νύμφη που πολεμάει να σπάσει το
κουκούλι της, ν’ αποφασίσει αν είναι Ψυχή ή κατσαρίδα.
Τη βλέπει να χτυπιέται άλλοτε γελώντας
κι άλλοτε κλαίγοντας ώσπου να τεντώσει τα φτερά της, να πετάξει μακριά,
ακολουθώντας τον ήλιο της.
Οι συμμαθητές της ανακαλύπτουν
ξαφνιασμένοι τη μετάλλαξή της και καθώς η βαθιά ομορφιά συχνά θολώνει το οπτικό
πεδίο, δεν ξέρουν αν βλέπουν έναν άγγελο, έναν δαίμονα, ή αυτήν που πραγματικά
θέλει να γίνει. Καμιά φορά τους μπερδεύει σε βαθμό πανικού όμως δεν προσπαθεί
να διορθώσει την εικόνα της.
Κι ύστερα δηλώνει ότι θα φέρει στον
κόσμο ένα παιδί και η ομάδα πανηγυρίζει. «Θα γίνουμε θείοι και θείες;» Κι
εκείνη καμαρώνει που έφτασε στα μισά του δρόμου της, ξεσκαρτάρει, εντός και
εκτός, τη ζωή της να βάλει το μωρό της στα φτερά της.
Που αποφάσισε να μην έρθει. Που κανείς δεν
ξέρει γιατί.
Τώρα σκεπάζεται με μια κίτρινη
κουβερτούλα και κλαίει. Άναυδη. Βουβή.
Κι η δασκάλα την αγκαλιάζει
παριστάνοντας την ψύχραιμη και της λέει ότι πήρε τη σωστή απόφαση και κλαίει
μέσα της που κλαίει η Ψυχή, τώρα που έμαθε με τον χειρότερο τρόπο ότι τον δρόμο
δεν τον φτιάχνεις, τον δρόμο τον περπατάς, όπως στρώνεται η άσφαλτος που μπορεί
να μην είναι άσφαλτος, αλλά χαλίκια ή ακόμα χειρότερα, κάρβουνα καυτά και δεν
ξέρει να της διδάξει πώς να περπατάει στη φωτιά, το μόνο που ίσως ξέρει είναι
να σταθεί δίπλα της, όσο την θέλει εκείνη, όσο την αντέχει, να της πει
βλακείες, γιατί τι να πεις σε τέτοιες ώρες, τι να πεις όταν ο χρόνος σταματάει,
η απώλεια ακατανόητη, όμως η Πεταλουδένια νιώθει περισσότερα απ’ όσα λέγονται
και θα βρει από μόνη της τα κουράγια της, θα προχωρήσει.
Κάτι πολύ βαθιά μέσα της ξέρει ήδη ότι
θα βγει ωραιότερη απ’ αυτή τη συμφορά, και μαθαίνει πως όταν ο θάνατος
πλησιάζει μαγικά πλάσματα, το βάζει στα πόδια τυφλωμένος απ’ το φέγγος τους.