έργο του DARIUSZ KLIMCAK |
ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΠΟΤΗΡΙ
Της Μπελίκας-Αντωνίας Κουμπαρέλη
Είχαν
εξομολογηθεί τους πόνους τους, τις πίκρες τους, τους φόβους τους, το
παρελθόν τους. Καμάρωναν, συμβούλευαν και προστάτευαν ο ένας τον άλλον.
Είχαν κοινές απόψεις για την πολιτική, τις τέχνες, τη ζωή. Είχαν
εμπιστοσύνη, αλληλοσεβασμό, συζητούσαν μέχρι και επαγγελματική
συνεργασία.
Σε ένα πρωινό τηλεφώνημα της ζήτησε να τον ψηφίσει
στις συνδικαλιστικές εκλογές τους. Του απάντησε βραχνά, μισοκοιμισμένη
ακόμα, «ναι, βέβαια». Έτσι κι αλλιώς ανήκαν στην ίδια παράταξη. Αντί να
τη ρωτήσει αν την ξύπνησε, είπε: «Είσαι στο κρεβάτι; Έρχομαι!»
Άκουσε
το βροντερό του γέλιο. Της έστειλε χαιρετίσματα και απ’ τον πρόεδρο του
σωματείου τους που βρισκόταν δίπλα του. Τώρα γελούσαν και οι δύο. Άραγε
ο πρόεδρος τι σκέφτηκε; Κι ο φίλος της; Ήταν μια επιδεικτική κρίση
ανδρισμού προς τον πρόεδρο; Ή μήπως η τυπική συμπεριφορά δύο μεσόκοπων
με κοινό ερωτικό απωθημένο το άτομό της; Γνωρίζοντας τη διαρρύθμιση του
χώρου, ήξερε ότι άκουσαν όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί. Τον έβρισε. Μάλλον
δεν την άκουσε απ’ τα χάχανα. Σκέφτηκε να πάει απ’ το σωματείο, να τον
αναγκάσει να της ζητήσει συγγνώμη μπροστά σε όλους. Φαντάστηκε ότι
μπουκάρει έξαλλη, του ρίχνει μια σφαλιάρα και φεύγει.
Σηκώθηκε
απ’ το κρεβάτι με την εντύπωση ότι την παίρνουν μάτι, ντύθηκε, πήγε μια
βόλτα. Είδε τα χέρια της να τρέμουν καθώς άναβε τσιγάρο. Γύρισε σπίτι
της ελπίζοντας να βρει ένα μήνυμα συγγνώμης. Τίποτα. Άρα ή δεν κατάλαβε
τι έκανε, ή το κατάλαβε και σιωπούσε από δειλία. Προς στιγμήν σκέφτηκε
ότι έφταιξε κι εκείνη. Όμως ποτέ μα ποτέ δεν του είχε δώσει τέτοια
δικαιώματα. Μάλιστα κορόιδευαν και οι δύο τις σεξιστικές συμπεριφορές
άλλων αντρών. Άρχισε να αναλύει τι την ενόχλησε περισσότερο. Η
βαρβαρότητα των λόγων του; Το γέλιο του; Το ότι τον άκουσαν κι άλλοι; Το
ότι με τα λόγια του κατέλυε τον δικό της αγώνα για σεβασμό και
αναγνώριση; Τι;
Κάποια στιγμή είπε μέσα της ότι η αγάπη
συγχωρεί. Ναι, αλλά συγχωρώ δεν σημαίνει ξεχνάω. Και ενώ όλα, ή σχεδόν
όλα, συγχωρούνται στον έρωτα αφού ο έρωτας καταργεί κάθε κανόνα και
όριο, η αγάπη και η φιλία, θεωρεί προαπαιτούμενα όσα ο έρωτας
απεχθάνεται. Και τότε της ήρθε η λογική αλληλουχία: Αφενός δεν την
αγαπούσε και αφετέρου δεν την αποδεχόταν ως ίση. Δεν τη σεβόταν. Και μια
άλλη φωνή μέσα της έλεγε ότι ίσως και να ένιωθε ότι τον απέρριψε ως
αρσενικό έστω και εν αγνοία της. Για δευτερόλεπτα τον λυπήθηκε. Όμως άμα
λυπάσαι τον άλλον, η φιλία κι η αγάπη χάνονται. Και τώρα μπήκε στο
ζουμί του πόνου της. Ο φίλος της αναίρεσε, πρόδωσε, εξευτέλισε τον
πυρήνα της ύπαρξής της: Τη θηλύκοτητά της. Το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια
του φύλου της.
Γι’ αυτόν ήταν ένας φυσιολογικός αστεϊσμός. Για
εκείνην ήταν βιασμός. Και ζητούσε να τον ψηφίσει. Να την εκπροσωπήσει
και την ίδια και πολλές άλλες γυναίκες και άντρες, στο σωματείο τους.
Για μέρες περίμενε τηλεφώνημά του. Τον αγαπούσε ακόμα;
Ναι, τον
αγαπούσε μόνο που τώρα πια αντιμετώπιζε την επαφή τους -όχι τη φιλία
τους, αυτή τη δολοφόνησε γελώντας- όπως μια τυφλή που πιάνει ένα
σπασμένο ποτήρι και ματώνει τα δάχτυλά της πριν αντιληφθεί ότι είναι
σπασμένο, όπως μια τυφλή που αναγκαστικά θα ξαναπιάσει ποτήρι γιατί
διψάει.