Μοίρες

a la mondeΡίτσος

(Δωμάτιο
γηροκομείου. Βαμμένο άσπρο· ξύλινη σκεπή. Ένα τραπέζι με τρεις καρέκλες. Πάνω
του σύνεργα πλεξίματος, ψαλίδι, βελόνες, κουβάρι με κλωστή. Μια πολυθρόνα
στραμμένη  στο μοναδικό παράθυρο του
δωματίου. Δυο-τρεις φωτογραφίες στον τοίχο, ένας φαντάρος και δυο γέροι. Μια
εσωτερική πόρτα οδηγεί στο υπνοδωμάτιο· είναι κλειστή. Ξέχασα να πω πως στην
πολυθρόνα του παραθύρου κάθεται μια γριά· άλλες δυο στον καναπέ. Τις έχει
πλάτη. Υφαίνουν κι η πρώτη μιλά:)

Ύφαινε – ύφαινε το γερο-Χρόνο!
Πλέξ’ τον στα χέρια σου, παίξ’ τον, έτσι όπως έπαιξε κι αυτός μαζί μας. Κι ω,
δεν ήταν καθόλου ευγενικός… Πρόσεχε, τα χέρια σου τρέμουν, κράτα ίσα το ψαλίδι,
μη και μετρήσαμε λάθος κι άντε μετά να μπολιάσεις ζωές με κόμπους –θυμάστε
αδελφές τους κόμπους στα μαντήλια μας μικρές; Να μην ξεχάσουμε να ξεχάσουμε. Να
κεντήσουμε τη σιωπή, να πλέξουμε την προσμονή…

Ράψαμε νεκροσάββανα ηρώων,
παιδιών ακόμα, που ‘φευγαν με το πρώτο κουμπί του πουκαμίσου τους ανοιχτό, να
δει η νύχτα τη δαγκωματιά του κοριτσιού. Ίσως να ξέφυγε και το ψαλίδι, αλλά
τώρα πια κι αυτό –γιατί, ποιο άλλο;- σκούριασε· ίσως γι’ αυτό οι ήρωες ζουν
σήμερα περισσότερο.

Κι είμαστε εμείς που κεντήσαμε
με χρόνο το πουκάμισο της Ελένης, δυο κεντήματα στα χέρια –άραγε για να
παραδοθεί πιο εύκολα; κι ένα μεγάλο στο λαιμό, ένα άνθος μηλιάς, για να θυμίζει
το προ αιώνων έγκλημα του πόθου. Αλλά και τα μαύρα πέπλα της Κασσάνδρας εμείς
τα υφάναμε κι ας μην την ακούσαμε ποτέ να πει εκείνο το μεγάλο όχι στο σπίτι
του Αγαμέμνονα. Ο χρόνος είναι εύκολο υλικό…

Θυμάσαι –εσύ θα ‘σουνα μικρή
τότε, αλλά εσύ δε γίνεται να μη θυμάσαι- όταν η μητέρα αγόρασε την πρώτη εκείνη
ραπτομηχανή κι άφησε το παλιό αδράχτι; Μπορούσαμε να κεντάμε ζωές πολύ πιο
γρήγορα. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα· έμεινα να χαζεύω το μηχάνημα με  ‘κείνη την απειλητικά στραμμένη κάτω -στο
χώμα άραγε;- βελόνα… Ω, πόσες ζωές δεν πέρασαν απ’ αυτή κι εκεί στη μύτη της δε
βρήκαν το νόημά τους…

Κι ύστερα, ερχόντουσαν κάτι
ώρες, που ‘πρεπε ν’ αποφασίσεις πόσος χρόνος θα περίσσευε, να κόψεις σωστά, πάνω
στα μέτρα, να βγει ταιριασμένη η ζωή. Και καμιά φορά βιαζόμασταν και την
κονταίναμε, μα για να ‘’δείξει’’ την κεντούσαμε με χίλιες δυο φιγούρες, άλογα,
πολεμιστές, γυναίκες, τέρατα κι όταν πάλι ξεχνιόμασταν κι εκείνη φάρδαινε,
αφήναμε ένα μικρό κέντημα για το τέλος, να μη μας βγει σκέτη.

Πλέκαμε, κεντούσαμε, ράβαμε και
ξηλώναμε ζωές, ζωές θνητών, ζωές θεών… Κάπου εκεί θα πρέπει να ξεχαστήκαμε και
τα δικά μας τα κουβάρια τ’ αφήσαμε να χαθούν. Από τότε, μείναμε πανάρχαιες κεντήστρες
χρόνου.

Κάπου-κάπου, ερχόντουσαν μεγάλα
χρόνια· οι Αχαιοί κινούσαν για το Ίλιον κι οι δολοφόνοι με τους ποιητές
επέστρεφαν στα σπίτια τους ἀεργοι, αφού ο χρόνος είχε κιόλας γίνει κουβάρι. Και
τότε και πάλι εμείς φτιάξαμε το πέπλο της Ελένης ωραίο –σε λάθος ώρα όμως το
φόρεσε η άμυαλη-  και την πανοπλία τ’
Αχιλλέα και τα δυο φτιαγμένα απ’ το ίδιο τόπι χρόνου, με χρυσοκλωστή στις
άκρες. Εμείς, το άσπρο σεντόνι του ερωτικού κρεβατιού του Πάρι το κεντήσαμε· το
ράψαμε τότε κρυφά πάνω στο στρώμα, για να το κάνουμε κι αυτό συνένοχο –κι ας
μην ξαπλώσαμε οι ίδιες ποτέ σε τέτοιο.

Ιέρειες, φόνισσες, πόρνες…

Κάποτε, η μικρή μας αδελφή
–αυτό θα το θυμάσαι κι εσύ, τρυπήθηκε με τη βελόνα της μητέρας. Τότε κι εκείνη
πήρε όλα τα ραφτικά και τα κλείδωσε να μην τα βρούμε μπας και τρυπηθούμε κι
εμείς. Κι ένιωθες τότε πως κάτι δεν πήγαινε καλά· οι μέρες μεγάλωναν, χτίστηκαν
ιερά, ψήλωσαν οι πόλεις, ψήλωσαν κι οι άνθρωποι. Έψαξα τότε ολόκληρο το σπίτι.
Το άλλο πρωί, με βρήκε η μητέρα στο πάτωμα του κάτω σαλονιού, χιλιοτρυπημένη,
ξαπλωμένη ανάμεσα σε δεκάδες βελόνες και καρφίτσες, να κοιμάμαι με το ψαλίδι
στα χέρια μου κι ένα σωρό κομμένες κλωστές· πρώτη φορά την είδα να τα χάνει
έτσι. Πήρε κι έδεσε όλες τις κλωστές μαζί με κόμπους, κουβάρι σωστό. Από τότε,
οι γυναίκες γεννούσαν πάντα μεσάνυχτα…

Όταν έπρεπε να κλείσουμε το
σπίτι και να ‘ρθουμε εδώ, έψαξα να βρω το κουτί με τα ραφτικά –δε γινόταν κι
αλλιώς. Πώς θ’ αφήναμε τόσες ζωές χωρίς μπαλώματα, κοντέματα και μακρύματα; Το
κουτί με τα ραφτικά ήταν το μόνο πράγμα που μάζεψα με τόση τάξη· οι βελόνες μπήκαν
μία-μία στη θέση τους, το ψαλίδι το τύλιξα μαζί με το κοπίδι και τα κουβαράκια
μπήκαν ανά δύο.

Κι όμως, απ’ όταν ήρθαμε εδώ,
κάτι ένιωθες πως είχε αλλάξει· άλλες ράφτρες πιάσαν δουλειά κι έπλεξαν ζωές
συναρπαστικές. Πλούμισαν με κεντήματα βαριά υφάσματα διόλου πολύτιμα. Μακρύναν
ρούχα φτηνά και κόντυναν χιτώνες ανάκτων –άμοιροι μείνανε στο Άργος. Κι εμείς
ακούγαμε μόνο τον ήχο των αργαλειών και το θόρυβο των ραπτομηχανών τον
εκωφαντικό. Κι άντε βαριά να ράψουμε το παιδικό ρούχο του βασιλόπουλου –τέλειωσε
κι η κλωστή;- για να το στείλουμε σύντομα στα σκοτάδια.

Ύφαινε-ύφαινε το γερο-Χρόνο,
γριά μοδίστρα. Πανάρχαιη κεντήστρα στίγματος…

Πρόφτασε να υφάνεις, προτού να
‘ρθουν οι χθόνιες –σάμπως κι εμείς είμαστε ουράνιες;- θεραπαινίδες μας,
φροντίστριες της Δίκης, η τιμωρία μας, χωρίς ωστόσο να χουμε φταίξει. Ο χρόνος
είναι μεγάλος, κάποτε θα μας συγχωρέσει γι’ αυτό…

(Στο
μυαλό της μπερδεύονται από καιρό τα πράγματα… Συνέχισε να μιλά· οι δύο αδελφές
της σηκώθηκαν και πήγαν στο δωμάτιο. Εκείνη έγειρε στο πλάι κι άφησε να πέσει
κάτω το κέντημά της, χωρίς να σταματήσει να παραμιλά.)