Η ΩΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ
Από μικρή
παράδερνα
της αϋπνίας άθυρμα/
κι άλλοτε θήραμα
στου εφιάλτη τη
σφενδόνα
και συνεχώς
σε ζήλευα
«Ωραία κοιμωμένη»
Ξεκούραστη/
Άλαλη /
Πολέμια της
αγρύπνιας/
μα προπαντός
Ανέμελη/
στης άγνοιας
τα χαρακώματα στημένη
φρουρούσες
(δίχως μικρό πετάρισμα
έστω του ενός βλεφάρου)
το κλέος σου
ερμητικά κλεισμένη
σε εικονοστάσι διάφανο
Πώς
δε μεγάλωνες;
(Δεν σ’ έθρεφε ο
ύπνος;)
Ποια μάγια
προσκυνούσες;
Με τίνος χέρια
χρόνια ολοστρόγγυλα εκατό
στα νάματα της νιότης
τα Βουτούσες
τα ξέπλενες στην
ομορφιά;
Πως τα κατάφερες
κι ανύχτωτα λαμπύριζαν
της «μοναξιάς»
τα χιονισμένα χρόνια;
Μα τώρα ξέρω/
(ξύπνησα κι εγώ)
πόσο σε βόλευε/
ακύμαντος
νωχελικός
ο ύπνος της αναμονής
στα όνειρά σου ή στ’ αλήθεια
(ποιος νοιάζεται
εξάλλου)
δεχόσουν τα φιλιά
των αγοριών
βεγγαλικά που τύφλωναν
μ’ αθόρυβα
σαν τη βουνίσια πέτρα
Μετά από χρόνια εκατό
μούδιασε το κορμάκι σου/
έρωτα χορτασμένο
και είπες να ξυπνήσεις
ή
μήπως
τον ατελεύτητο ύπνο
έπαψε
εκείνο το φιλί;
(μ’ αλήθεια ζυμωμένο
έμοιαζε με
φαρμάκι)
Στα χείλη σου ακόμη
η γεύση
της υποταγής/
γαλήνη/
και αφανισμός
μές στον ωκεανό
απύθμενης παραμυθίας ….
ΤΩΝ ΕΡΩΔΙΩΝ ΣΤΙΓΜΕΣ
Με το ένα πόδι στης Αφρικής
την όαση και τ΄ άλλο
στην ούγια του Στρυμόνα/
Ανήλικοι αυτοεξόριστοι άγγελοι
των παγετώνων αρνητές
της βίας αναλφάβητοι
Τολμήσανε
Υγρή ζωή
Αχειροποίητη Κοινωνία
αρχέγονους βηματισμούς
στης περηφάνιας τα ρηχά νερά/
Αλυσοδέσαν στον λαιμό τους
όλες τις λύπες τ΄ ουρανού
και κάθε κρίκος
της ομορφιάς καινούργιος τοκετός/
Ζαφείρια και διαμάντια
στων καλαμιών τα δάχτυλα
τα λιγοστά αυγά τους
Στο ράμφος τους
παίρνει ανάσα/
ξαποσταίνει/
Ο άνεμος
που συλλαβίζει τα περιγράμματα
του έρωτα
Αστήριχτα /
Άπνοα/
Ρευστά
Τις νύχτες παίζουν ζάρια
με κουκουβάγιες άυπνες
βατράχια νυσταγμένα
που δεν κατάφεραν
πρίγκιπες σε καθρέφτες
ν’ αντικρύσουν/
Μαδούν σε συγχορδία
της ματαιότητας τις μαργαρίτες
Αχ! Πόσο συμπονώ τους φωτογράφους
που χάθηκαν στις λιμνοθάλασσες/
Αγκαλιασμένοι
με τη σαθρή ψευδαίσθηση
πως
Των ΕΡΩΔΙΩΝ
Στιγμές
με ακριβό φακό
θα οικειοποιηθούν
ΧΙΟΝΑΤΗ
Το ξέρω πως το βασιλόπουλο
Ήταν απλά μια «λύσις»
Στη χιονισμένη
Του παραμυθιού αμμουδιά
Για να κοιμούνται ήσυχα
Τα κοριτσάκια
Κι εσύ
Αιώνες τώρα
Ρεμβαστικά ησυχάζεις
Στο διαφανές σου φέρετρο
Για να μπορούνε
Του δάσους τα πουλιά
Το μυστικό τους δείπνο
Ν’ αναπαρασταίνουν
Κάθε πανσέληνο
Πάνω στα εφτά καυτά
Φιλιά που αναβοσβήνουν
Στο λαιμό σου
Τις άλλες /
Της σκληρής παραμυθίας νύχτες
Ξέρω πως δε λυγίζεις
Κρατάς μέσα στα
Χέρια σου σφιχτά
Και τις πιέζεις στα μαλακά πλευρά σου
Δεκατέσσερις μικρές γροθιές
Που πάλλονται /
Χτύποι
καρδιάς αφάγωτης
Μάθε πως δε
γελάστηκα
Ήξερα ανέκαθεν
Πως αν το ήθελες
Μπορούσες να το φτύσεις
Εκείνο το δηλητηριασμένο μήλο…