Το σήριαλ
…του Φωσ-κώλοου δεν γράφτηκε ποτέ.
Η φωνή ήταν κυματιστή. Η διήγησις ελάμβανε χώραν επί του πεζοδρόμου
γνωστού οψοπωλείου στα Εξάρχεια. Η ταβέρνα ήταν ξακουστή για τις λιχουδιές αλλά
και για τους …ωτακουστές της. Επειδή σύχναζαν διάφοροι ενδιαφέροντες τύποι
(καλλιτέχνες και λογοτέχνες – τρελοί με τα …ούλα τους, εν ολίγοις) όλο και κάτι
έχει να ψαρέψει το αυτί κάθε φιλοπεριέργου.
Εγώ όμως δεν είχα
καμία διάθεση να ακούω τα εσώψυχα κανενός άλλου, γιατί είχα βγει για να μιλήσω
με τη φίλη μου – κυρίως για να μολογήσω, ομολογώ, κατά το συνήθειό μου. Η
ειλικρίνειά μου σπάει κόκκαλα. Θυμήθηκα εκείνο το ρητό που επαναλάμβανε συχνά
πυκνά ο συχωρεμένος ο πατερούλης του στη μάννα του κι (αγαπημένη) γιαγιά μου:
«η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακάει [τσακίζει, επί το αστικότερον –
προκειμένου να μην με κατηγορήσει γνωστή παλαιολιθική φιλόλογος πως
χρησιμοποιώ, λέει, «χωριάτικες λέξεις στην ποίηση και στο σκραμπλ αδιακρίτως]»
(κλείνουν αγκύλες και εισαγωγικά, καθώς και αι παρενθέσεις)…
Η φωνή πίσω μου –
μέσα στο αυτί μου – ήταν μελωδική. Αυτό δικαιολογούσε κάπως τον μελοδραματισμό,
την κομπορρημοσύνη, την περιαυτολογία και όλα τα δεινά του μεσογειακού χώρου με
τις νόστιμες ηδονές και τους υπερφίαλους ανθρώπους. Όλοι έχουν ένα δράμα να
διηγηθούν. Και μία γνώμη βεβαίως, για όλους τους άλλους, ακόμα και για τον ίδιο
τον εαυτό τους. Σε μερικές περιπτώσεις δε, έχουν και περισσότερες …γνώμες, ενώ
από …κάλο μόνον έναν. «Έκανε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμον όλον». Μικρόβια,
παράσιτα, ιοί και βακτηρίδια πάνω στο ανθεκτικό κι ανεκτικό σώμα της γης, στο
τέλος αυτοκαταστρέφονται ακριβώς επειδή η τρέλα τους χτυπάει κόκκινο, δεν
αντέχουν μήτε τον εαυτό τους, σταματάνε να τρώνε, ή τρώνε μέχρι σκασμού,
αυτοκτονούν και παρ’ τον / πάρ’ τηνε από δω. Ό,τι δεν καταφέρνει ο καρκίνος το
επιτυγχάνουν οι ανακοπές, τα εγκεφαλικά και οι θρομβώσεις, τα ανευρύσματα και
οι πλησμονές των πνευμόνων με υγρό…
Αλλά ας ακούσουμε
εκείνη την ανθρώπινη φωνή, αφού εμείς δεν επρολάβαμε, δεν εμπορέσαμε, δεν
ηδυνύθημεν όπως σταυρώσωμεν κουβένταν.
«Αχ,
φίλε μου, διαλεχτέ και μονάκριβε [εμ, βέβαια, πού να βρει φίλους και πώς
να τους κρατήσει μ’ αυτό το ανυπόφορο παραλήρημα – σχόλιο του μεταγραφέα – δεν
την μαγνητοφώνησα κιόλας – ίσως θα έπρεπε – θα είχαμε την Ανθρώπινη Φωνή του
Κοκτώ και το Ημερολόγιο ενός Τρελού του Γκόγκολ]. Που λες, καλέ μου, εγώ… πού να
σ’ τα λέω. Η ζωή μου εμένα είναι ένα σήριαλ …Φωσκώλου! Ναι, έχω κι
αυτοσαρκασμό. Το διαθέτω αυτό. Χάρη στην ειρωνεία σώζομαι. Αλλά στρέφω τα βέλη
μου πάντα εναντίον του εαυτού μου, ποτέ εναντίον των άλλων [φαντάσου
και να συνέβαινε το αντίθετο, δηλαδής]. Εμένα που με βλέπεις, μου τύχανε πολλά κακά
στη ζωή μου, στραβά κι ανάποδα. [Τελείωνε, κυρά μου, ξημερωθήκαμε εδώ
πάνω από μια σκορδαλιά και μία ταραμοσαλάτα, μήτε να παραγγείλουμε δεν
τολμήσαμε, να μην διακόψουμε τη …μονωδία σου – κι έχεις ωραία φωνή πανάθεμά
σε!!!]. Βλέπεις αυτό το βαθούλωμα εδώ; Ακριβώς πάνω από τα αυτί, στο κρανίο.
Όχι, ψάξε, ψάξε, θα το βρεις. Ναι, ναι, εκεί, θα το βρεις. Έχω κι ένα χαλασμένο
μάτι, ρήξη δεσκεμετείου, και τρία σπασμένα πλευρά, 3 με 5 ημέρες μετά τη
γέννησή μου, στο μαιευτήριο. Μου επιτέθηκε η παιδίατρος η δολοφόνα, την
αναγνώρισα εγώ από το διαμαντένιο δαχτυλίδι, όταν τη συνάντησα μεγάλη πια, στα
τριάντα εννέα μου, τώρα είμαι σαράντα… Έκανα και rebirthing.
Ξέρεις τι είναι αυτό; Πού γίνεται; Όχι, όχι εδώ. Στη Γαλλία. Και στη Γερμανία
ίσως. Στην Αμερική οπωσδήποτε. Εκεί τα κάνουν όλα τα παρόμοια. Όταν πήγα εκεί
το 2005 έκανα και αναδρομές σε προηγούμενες ζωές και καθάρισμα… απαλοιφή – πώς
το λένε στα ελληνικά – αυτό που σβήνει το κάρμα τέλος πάντων. Όμως η ζωή μου
ήταν τραγική, τρομακτική από πολλές απόψεις. Αμέσως μετά τη γέννα με αρπάξανε
οι άνθρωποι του πατέρα μου (του φυσικού, όχι εκείνου που με μεγάλωσε εν αγνοία
του, νομίζοντας πως είμαι παιδί του και μονάκριβό του τέκνο, ο κακομοίρης, ήταν
μπερμπάντης – και μπαρμπέρης – αλλά καλή ψυχή. Τον έπαιρνε και λίγο. «Μπινές»,
πώς το λένε; Α, ναι, Bisexual.
Ναι, αυτή είναι η σωστή λέξη. Η άλλη δεν είναι καλή. Πολύ λαϊκιά για τα γούστα
μου και την ανατροφή μου. Η θετή μάνα ήταν πλουσία. Και στείρα. Έπασχε από
τοξόπλασμα, ξέρεις, εκείνη την αρρώστεια από τις γάτες, που τώρα θεραπεύεται,
με αντιβίωση νομίζω, πενικιλίνη, όμως τότε, ας μη λέμε χρονολογίες, μετά τον
πόλεμο, η φυσική μου μάνα ήταν στο απόγειό της σε όλα τα λυρικά θέατρα του
κόσμου. Είχε δει την καριέρα της να φτάνει στο ζενίθ, να μεσουρανεί και να
λάμπει, για δέκα τουλάχιστον χρόνια. Μα τι τους ήθελε τους έρωτες; Και μάλιστα
με παντρεμένο. Προικοθήρα. Δισεκατομμυριούχο. Και λίγα λέω… Εγώ μ’ αυτούς ποτέ
δεν μπλέκω. Ναι, αυτός ήταν ο πατέρας μου, ο φυσικός, όχι ο άλλος ο κουρέας. Το
καταπίστευμα που μου άφησε στην Ελβετία υπερβαίνει το χρέος αυτής της πτωχής,
μικρής χώρας. Και γιατί δεν πάω να τα πάρω; Μα δεν θέλει και ρώτημα. Είναι
«ηλίου φαεινότερον». Γιατί δεν τολμώ, φοβάμαι. Θα μπορούσαμε να καθόμασταν εδώ
τώρα σ’ αυτόν τον γραφικό πεζόδρομο, να τρώμε λιχουδιές και να φλυαρούμε έτσι
ανέμελα; Να περνάνε οι ναρκομανείς – παρντόν, οι τοξικοεξαρτημένοι, εννοώ – και
να μην φοβούμεθα πως θα τραβήξει κάποιος από αυτούς μαχαίρι προκειμένου να με
σωριάσει καταγής, ένας σάκκος χώμα, ένα άδειο σακί πατάτες, στραβουχυμένες και
κακοσουλούπωτες, αν θέλω ν’ αυτοσαρκαστώ κι εγώ, που είναι της μόδας… Τι λες;
Τι λες; Κι η μάνα μου τι έκανε; Η φυσική μου μάννα γιατί δεν με διεκδίκησε
ποτές; Μα εκείνη ήταν ναρκωμένη. Την άφησαν εκεί, μετά την καισαρική μέχρι να
φυγαδεύσουν το νεογέννητο, το ζωντανό, δηλαδή εμένα, μέχρι να βάλουν στη θέση τους
το νεκρό εκείνο, το άλλο, της θετής μου μητρός το πέμπτο κατά σειράν
αγαλματένιο έμβρυο που πέτρωνε εντός της κι έπρεπε να της κάνουν εγχείρηση κάθε
φορά για να της το βγάλουν. Κι η παιδίατρος πού βρέθηκε; Μα είναι πολύ απλό κι
ευνόητο. Όχι, δεν είναι, συγγνώμη. Για μένα είναι πια όλα απλά. Όχι όμως κι από
την αρχή. Τότε είχα πελαγώσει. Ο πατέρας μου, ο φυσικός, ήταν νεαρός κι όμορφος
όταν γνώρισε την κόρη τη μονάκριβη του μεγαλοεπιχειρηματία, εφοπλιστή και
καραβοκύρη στην αρχή, πριν κάνει περιουσία αμύθητη. Αυτός λοιπόν, ο πεθερός του
πατέρα μου, δεν ήθελε να δει την κόρη του χωρισμένη, τα παιδιά της κι εγγόνια
του παρατημένα και τον γαμπρό του που είχε πια πιάσει την καλή – με την δική
της την προίκα και τη δική του υποστήριξη, βεβαίως – να παντρεύεται την ερωμένη
του και να γεννοβολά πλουσιόπαιδα μαζί της. Είχε πληρώσει λοιπόν μια παιδίατρο
στο γνωστό μαιευτήριο της Νέας Υόρκης, στην ιδιωτική κλινική που ειδικευόταν σε
τέτοιες πανάκριβες λαθροχειρίες – ναι, στην Αμερική γεννήθηκα, φυσικά, όχι εδώ…
πώς σου πέρασε αυτή η ιδέα; Ξανθιά (φυσική) με γαλανά μάτια κι ανύπαρκτες
βλεφαρίδες (αυτές φοράω είναι ψεύτικες, το μόνο ψεύτικο πάνω μου – μήτε
πλαστικές έχω κάνει μήτε άλλο τι, αισθητικής τάξεως και φύσεως, μάλλον – τι
έλεγα;). Α, ναι, κλείνω την παρένθεση, γιατί μπάζει, να μην πουντιάσουμε. Όχι,
εδώ, στην αφήγηση, χαζούλη. Αχ, τι σου βρίσκω εγώ; Δεν ξέρω να διαλέγω άντρες.
Ας επιστρέψουμε όμως στην ιστορία μας. Στο παραμύθι μας. Όπως θέλεις πές το.
Αχ, πόσες φορές θα ήθελα να τα έχω φανταστεί όλ’ αυτά. Να είμαι μια τρελή,
συνηθισμένη και κοινή, από αυτές που έρχονται σ’ εσάς, στους ψυχιάτρους. Θα μου
έδινες χάπια, από εκείνα τα μικρούλια, τα ζαχαρωμένα, ξέρεις, θα ρίχναμε και
μερικές ψυχαναλύσεις άμα λάχει και θα γινόμουνα καλά στο τέλος. Πού θα μου
πήγαινε; Όμως τώρα τα πράγματα είναι σοβαρά. Κινδυνεύει η ζωή μου. Ο πεθερός
του πατέρα μου βέβαια έχει πεθάνει. Κι η μητέρα μου. Και οι δύο πατεράδες. Και
οι δύο μανάδες. Ο κανονικός κόσμος φυτεύει στο χώμα δύο γονείς κι εγώ έχω θάψει
τέσσερις! Ας είναι. Ζει μόνον η παιδίατρος, η πρώην παιδίατρος, που έχει γίνει
τώρα ψυχαναλύτρια, μεγάλη και διάσημη. Μα καημό να μην έχω συναντήσει έναν
ψυχίατρο, ψυχολόγο έστω, που να είναι στα συγκαλά του. Παρντόν. Εσύ εξαιρείσαι.
Ναι, «οι παρόντες εξαιρούνται» ούτως ή αλλέως. Κι από ποιον κινδυνεύω τώρα;
Όχι, όχι από την ψυχαναλύτρια. Αυτή είναι ακίνδυνη πλέον. Αφού δεν μπόρεσε να
με σκοτώσει τότε. Τρεις σφυριές μόνον μου έριξε. Μετά κατέρρευσε. Είδε λέει μια
γιγαντιαία φιγούρα πάνω από το κεφάλι μου που την κυνήγησε! Την καταδιώκει
ακόμα, σύμφωνα με τα λεγόμενά της. Τώρα είναι ακίνδυνη πια. Ένα ταλαίπωρο,
θλιμμένο, λιπόσαρκο ζωάκι, καθηλωμένο στο αναπηρικό της καροτσάκι στο έλεος του
κάθε μανιακού. Τώρα παρακαλεί να την αγαπήσω, να την συγχωρήσω έστω. Όμως εγώ
δεν μπορώ να φανταστώ τι τέρας μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που χτυπάει ένα
τοσοδούλικο μωράκι στη θερμοκοιτίδα. Το θεωρώ ασύλληπτο. Κι εσύ, ναι, φυσικά.
Δεν το χωράει ανθρώπινο μυαλό. Όμως της κάνω παρέα κάθε φορά που έρχομαι στην
Αθήνα. Πετάγομαι μέχρι το Παγκράτι. Από περιέργεια και μεγαλοψυχία. Όλοι
άνθρωποι είμαστε… Ουδείς τέλειος. Όχι, εγώ δεν έχω σκοτώσει κανέναν. Και καμία.
Μέχρι τώρα τουλάχιστον [γελάει, τρελά, παρανοϊκά – δεν τολμώ να γυρίσω να δω)…
Και συνεχίζει μετά από μια μικρή παύση, σα να ρουφάει καπνό ή πρέζα – όμως δεν
μυρίζει καπνός και δεν τολμώ να κουνηθώ, μην τύχει και ταράξω αυτή την
απρόσμενη διήγηση, που έπεσε σαν δώρο από τον ουρανό]. Θα αναρωτιέσαι, λοιπόν,
ευλόγως και με το δίκιο σου, από ποιους τάχα κινδυνεύω εγώ, εδώ και τώρα –
τρόπος του λέγειν. Μα από τους δικηγόρους του πατρός μου, του πραγματικού.
Σχήμα λόγου – σαν ψέμα μου φαίνεται όλη αυτή η ιστορία, δεν την έχω συνηθίσει
ακόμη. Ααααχχχ, είναι πολλά τα σολδία, χρυσούλι μου. Σκοτώνουν οι άνθρωποι και
για λιγότερα – οι κοινοί θνητοί, όχι εμείς. Μα τι απέγιναν τα νόμιμα παιδιά που
είχε κάνει με την πρώτη του νόμιμη σύζυγο – τη μάννα μου δεν την παντρεύτηκε
ποτέ, προτίμησε μιαν άλλη δισεκατομμυριούχα – εμ βέβαια, πρώτα της πήρε τα
παιδιά και τα έκρυψε… Ναι, ναι, έχω κι άλλον έναν αδελφό, από την ίδια μάνα και
τον ίδιο πατέρα. Δυστυχώς, δεν ζει πια. Πέθανε νέος από μια κληρονομική
ασθένεια που γονάτισε και τα δύο παιδιά του πατέρα μας, τα ετεροθαλή αδέλφια
μου από τον πρώτο του γάμο. Με την δεύτερη σύζυγο δεν γεννοβόλησε. Σμίξανε
απλώς τις περιουσίες τους κι αυγατίσανε τα λεφτά τους. Αυτό ήτανε όλο. Εκείνη
δεν την αγάπησε ποτέ. Με τη μάνα μου όμως ήταν ερωτευμένος. Συνέχισε να κάνει
έρωτα μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του. Κι εκείνη μετά τον πρόωρό του
μαράζωσε. Τον ακολούθησε στον άλλο κόσμο πριν κλείσουν καν δύο χρόνια από την
πολυτελή κηδεία του που την έδειχναν τότε όλες οι ασπρόμαυρες τηλεοράσεις με το
χοντρό τελάρο – σαν κορνίζα ήτανε γύρω από το γκαστρωμένο γυαλί των οθονών της
εποχής εκείνης. Ναι, είμαι παραστατική. Θα μπορούσα να είμαι συγγραφέας, ή
ηθοποιός, σοπράνο κολορατούρα οπωσδήποτε, όπως η μάνα, η μανούλα μου η
πραγματική….Βρίσκεις ετούτη την ιστορία ρομαντική; Όχι, δεν είναι, πίστεψέ με.
Τραγική ίσως. Στην αρχή. Μετά γύρισε προς την κωμωδία, όταν άρχισαν να με
κυνηγάνε όλοι – άντρες, γυναίκες – τότε που νόμιζαν πως είμαι εύκολη λεία και
πως μπορούν να βάλουν το αμύθητο παραδάκι στο χέρι. Δεν λέω, ερωτεύτηκα, όχι
όμως όπως η τρελή η ανιψιά μου, η χαζούλα, που αμέσως μόλις απογαλακτίστηκε από
το …πέος του πατέρα της πήγε κι έπεσε στην αγκαλιά του πρώτου προικοθήρα, του
πρώτου αλήτη κι απένταρου ζιγκολό που βρήκε μπροστά της. Και μπορεί να το
απόλαυσε, δεν ξέρω… αλλά στο τέλος το πλήρωσε ακριβά. Με την ίδια τη ζωή της.
Δεν είναι ν’ αγοράζεις ανθρώπους με τα λεφτά. Τα αισθήματα δεν πωλούνται. Κι
όταν πωλούνται δεν αξίζουν. Σταματώ εδώ. Δεν λέω περισσότερα. Άλλα δεν λέω…
γιατί θα καταλάβεις αμέσως ποιοι ήτανε οι γονείς μου οι φυσικοί και θα νομίσεις
– δικαίως – πως είμαι τρελή, μα ντιπ κατά ντιπ τρελέγκω. Όμως δεν είμαι. Στο
ορκίζομαι. Θα το ευχόμουνα παλιά, στην αρχή, μετά ΤΗΝ αποκάλυψη, όταν
πεταγόμουνα στο κρεβάτι από εφιάλτης φριχτούς που δεν θέλει να δει ανθρώπου
μάτι και δεν τους αντέχει ανθρώπινο μυαλό… Μια τελευταία ερώτηση πριν φύγω;
Ναι, ναι, θα σου την απαντήσω, αλλά βιάσου. Τους βλέπεις αυτούς εκεί τους δύο
απέναντι; Που καβαλάνε μαύρες μεγάλες μηχανές σαν γουρούνες, φοράνε μαύρα
κράνη, που δεν τα βγάζουν, παρά την τόση ζέστη και κάνουν ότι μιλάνε, ότι
χαζολογάνε, δεν ξέρω. [Πράγματι, αυτό που περιγράφει υπάρχει,
ακριβώς όπως το λέει, δεν είναι πλάσματα της φαντασίας της, αλλά δύο ζωντανά
πλάσματα, σαν αστυνομικοί, σεκιουριτάδες, ντεντέκτιβ, δεν ξέρω – πάντως
φουσκωτοί είναι…]. Λοιπόν, ρώτα, ρώτα. Προλαβαίνω να σου πω πριν ξεφύγω τελείως και με
μαζέψουν. «Για το δικό μου καλό, για την προστασία μου», πάντα. [Γελάει
με έναν τρόπο κοφτό, που προδίδει άγχος – μπορεί να πρέπει να πάρει τα χάπια
της, πέρασεν η ώρα, μπορεί όμως και να πρόκειται για μια υστερία, τυπική για
γυναίκα της ηλικίας της, καραμπινάτη κλιμακτήριος, οι ορμόνες της θα φταίνε,
δεν μπορεί να τις ελέγξει, ως φαίνεται]. Ναι, ναι, θα σου απαντήσω. Ωραία ερώτηση.
Όχι, δεν κινδυνεύω από τους μαυροφορεμένους, χαζούλη. Μήτε από τους γκρίζους.
Από τους λευκούς κινδυνεύω. Κι από τους κόκκινους. Τους χαζούς. Τους μετρίους,
τους κοινούς, τους συνηθισμένους ανθρώπους, που με ζηλεύουν, αφού δεν μπορούν
να με καταλάβουν. Τους φαίνομαι σαν εξωτικό πουλί… τους κατανοώ… δεν έχουν
άδικο όταν το βλέπουν ένα άλλο. Αλλά κι εγώ δεν μπορώ να αλλάξω το κεφάλι μου,
να απαρνηθώ τη φύση μου και να γίνω κάποιος άλλος, κάποια άλλη τέλος πάντων.
Όχι, όχι δεν είμαι τρελή. Παριστάνω την τρελή προκειμένου να ξεφύγω. Κατέφυγα
στην τρέλλα για ασφάλεια. Κανείς δεν υποψιάζεται, κανείς δεν κινδυνεύει από
μιαν εκκεντρικήν ποιήτριαν».
Σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο σηκώθηκαν να φύγουν, πληρώσανε
βιαστικά, ο πατρεναίρ της βεβαίως, ο μεγαλογιατρός, εκείνη δεν κυκλοφορούσε
ποτέ με πορτοφόλι επάνω της, μήτε καν κινητό δεν είχε, για να μην την
παρακολουθούν. Κι εμείς χάσαμε το δωρεάν ακρόαμα και θέαμα, ο απέναντί μου
συνδαιτημόνας, η φίλη μου, ντε, που λέγαμε… αρχίζω να τα μπερδεύω κι εγώ και
δεν μου αρέσει καθόλου αυτό. Και μετά σου λένε πως η τρέλα ΔΕΝ είναι κολλητική.
Για ρώτα με κι εμένα. Ρωτήστε με κι εμένα και θα σας πω. Με όλους τους τρελούς
που κάνω παρέα…
Δρ.
Κωνσταντίνος Μπούρας