Σφαχτάρια στο λευκό
Μπάσταρδο σύμπαν
Μπάσταρδο σύμπαν που με γέννησες
με φόντο μαύρο εξατμίζομαι
από τον πόνο κι απ’ την τρέλα
λιώνουνε καπνίζοντας
οι σάρκες του προσώπου μου
φλογίζεται όλο μου το σώμα
μένουν στο κενό να στροβιλίζονται
τα δόντια μου
αστραφτερά και μαργαριταρένια
(Από την ενότητα «Εισόδια»)
*
Μια τόση δα μπάσταρδη κουκίδα
Ι
Μια τάξη αστρική και πολυκέφαλη
με αστεροειδείς απληροφόρητους
πλανήτες κατεχόμενους
από συμπαντικούς φανατισμούς
–οι πλέον υποτακτικοί μα συνεπέστατοι,
μες στις τροχιές ποτέ τους δεν κρασάρουν–
μια ηλιακή παράδοση που ξέπεσε
και την φωτογραφίζουνε
ως κιτς, ως εμπαιγμό, σολιψισμό
στη Μυτιλήνη και στην Οία,
βατράχια που κοάζουνε
και αυτοφωτογραφίζονται
ενώ οι Περσίδες σβήνουν ως πυγολαμπίδες μία-μία
σε μια ατμοσφαιρική μικροασπίδα,
κάπου σε μια κουκίδα –μπάσταρδη– που άναψε
κι όμως έσβησε∙
πλημμύρισε, ξεράθηκε
πρασίνισε, ξεχορταριάστηκε
και έπειτα πάγωσε
στην έρημο του χρόνου
Ένας ωκεανός που εξατμίστηκε
στο πρώτο φούντωμα του ήλιου
σαν γιγαντώθηκε
το κίτρινο άστρο
που έγινε μπλε
ΙΙ
Εδώ είναι μεσημέρι και καλοκαίρι
Εκεί; βράδυ και χειμώνας
Ο ήλιος δύει και ανατέλλει σε τόσα μέρη ταυτόχρονα
που ο σέρβερ –του σύμπαντος−
ίσα-ίσα που προλαβαίνει να τα δείχνει όλα
Απ’ το όχημα Curiosity στον πλανήτη Άρη
βλέπουμε ονλάιν τη δύση του ήλιου
και έπειτα μια κουκίδα
ένα άστρο στο οποίο είμαστε εμείς
φυσικά στον αέρα,
τώρα που ακριβώς στην κορυφή του ουράνιου θόλου
είναι ο Βέγκα
μια κουκίδα λίγο μεγαλύτερη από ‘μας,
25 έτη φωτός μακριά,
ένας ήλιος που γιγαντώνεται
που έφαγε το υδρογόνο του
όπως εμείς τα ψωμιά μας
κι όμως ακόμη φαίνεται
–φαντάσου το μέγεθός του−
ενώ έρχεται, τόσο το φως του,
κατά τα άλλα, δεν μας επηρεάζει καθόλου∙
ενώ λίγο πιο δίπλα
τόσο να γυρίσω τον λαιμό μου,
χωρίς να τεντωθώ,
εξακτινώνομαι σε μια μήτρα αστρική
που γεννά –τι άλλο;– νέα άστρα,
τη στιγμή που γύρω μου σκάνε νέα πεύκα
(στη θέση των τόσων άλλων που γνώρισα)
και η μήτρα της συντρόφου μου
στο λινό άσπρο σεντόνι,
τα πρωινά και τα βράδια,
μια μήτρα που μου έδωσε
τρία παιδιά που παίζουνε, γελάνε ή κοιμούνται,
ενώ ετοιμάζομαι για μία ακόμη καταβύθιση
στο υγρό άσπρο στοιχείο
με ένα μεγάλο κίτρινο ήλιο να ισορροπεί
εξαίσια από πάνω μου
ως το μόνο, το πραγματικό-προσωρινό μου, κεφάλι
(Από την ενότητα «Εμφάνεια»)
*
Templo Mayor (στον μεγάλο ναό των Αζτέκων)
Αφαιρούνταν η ακόμη παλλόμενη καρδιά του θύματος.
Αφαιρούσαν το δέρμα και τους μυς για να φανερώσουν
το κρανίο. Και με δυο τρύπες το περνούσαν στα ικριώματα
Σαστίσαμε σαν επιβεβαιώθηκαν
τα κατορθώματα των Ισπανών κονκισταδόρων
με το που πήραν την αζτέκικη την πόλη,
το πρώτο μέλημά τους ήταν να ισοπεδώσουνε
την πυραμίδα με τα χιλιάδες τα κρανία
–τα σφάγια, τα υπολείμματα μιας έξαρσης,
ώστε να καίει ο ήλιος και να κατευθύνονται οι μάζες–
να εξαφανίσουνε, λοιπόν, το βάρβαρο,
το τόσα δα φρικιαστικό ετούτο θέαμα
και στο ισιωμένο έδαφος να χτίσουν νέα πόλη
(την πόλη που έπειτα την είπανε Πόλη του Μεξικού)
Αντί να τα φυλάξουν όλα ως είχανε
να κόβουμε εισιτήρια στα Μουσεία
να έρχονται από το μέλλον οι τουρίστες με τις selfies τους
να κάνουνε γκριμάτσες και χειρονομίες
–και πίσω τους τα διαλυμένα τα κρανία–
να βλέπουμε στα social διαδίκτυα
να επικροτούμε μιαν ακόμη εμπειρία
thumbs up, thumbs up, κ.λπ.,
τι Αζτέκοι, τι Τολτέκοι, τι Μιστέκοι
κι εκείνοι οι Μάγιας να φτιάχνουνε συνέχεια
τσο-μπά-ντλι
–κι εμείς, να τα γκρεμίζουμε, ωιμέ!–
ικριώματα και πύργους με κρανία
κρανίο πάνω στο κρανίο
και να ορθώνεται, ένα με τους θεούς
ο άνθρωπος σαν τέρας
κρατώντας στο ένα χέρι τον πυρσό
και στο άλλο
λιαστά, ανεμόδαρτα και βροχοεκτεθειμένα
πάλαι ποτέ κρανία, πάλι κρανία
φορώντας τα στο τέλος και ως μάσκα
λατρευτική που δόξασε
–σάρκα που ανεμίζει–
του ανθρώπου τη ζωή,
που εδώ γ ε ν ν ά τ α ι
(Από την ενότητα «Κρεατοφάνεια»)
*
Σε μια ουράνια πλατφόρμα
Περ κε του παρλέ
–γιατί πράγμα μιλάτε κύριε;–
στο παρκέ μιας πλατφόρμας που ίπταται
καμπυλωτή σε μιαν άμπωτη του χωροχρόνου;
Εμέ με ενδιαφέρει η εντερολογία η συγκριτική των πτηνών
ζώντων και τεθνεώτων
εμφανισθέντων και εξαφανισθέντων
όντως πτηνών και ημίπτηνων
πιγκουίνων κοτών και πουλπούλογλων
λόγων σημείων α και β
στις κορυφογραμμές Μάττερχορν
λόφων μοναχικών στη Γη και στον Άρη
φουσκώματα ύλης στους όρχεις στο φεγγάρι ή στον ειλεό,
περάσματα στενά, υγρά μεταβλητά
ξερά στον βόρειο πόλο, και στο έντερο,
εδώ οι σελαγισμοί είναι πράσινοι, τα χολαγγεία καφέ,
ενώ στον Κρόνο κόκκινοι, στον Δία μπλε
φωτοστέφανα ψεύτικα μαγνητικά κοσμήματα
σε πέτρες στα νεφρά –λεβάιν– ενός σύμπαντος
που φουσκώνει σαν κούρκος για να σκάσει μετά
αναπολώντας μιαν άλλη αρχή
μια κάποιου τύπου επανεκκίνηση
εδώ ή εκεί, ποια είναι η Β’ Εθνική
δεν θα μας πει κανείς
εσύ είσαι ο διαιτητής, ο διευθυντής
το γήπεδο και το χορτάρι είσαι εσύ, και οι προβολείς,
θα σφυρίξεις την αρχή, την λήξη, την παράταση,
με κάποιου τύπου ανοχή,
την παραβίαση κανόνων που δεν έθεσες εσύ,
θα αμφισβητήσεις και θα εκραγείς
αντί να παιχνιδίσεις με την ύλη την ανταποκριτική
όχι σαν αυνανιστής μα ως εραστής
που υπηρετεί τον άλλον και αλληλοεπιδρά
όχι ως διευθυντής ορχήστρας, αλλά ως τζαζ
τζαμάρει μπλουζ και δίχως κλου γελά
και αστράφτουν φώτα προσωρινά
σπέρματα σιντριβανιστά, αχνιστά
προτού σκάσουν κενά
ή σαρκωμένα σε έναν άλλον ουρανό,
εδώ, που αυλακώνουν άλλοι ξεχωριστά,
έχε γεια, μπαμπά (;)
(Από την ενότητα «Επιφάνια»)