«Μια αγάπη για το καλοκαίρι…» ήσουν κι εσύ. Πώς μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Πώς μπορώ να σε αποχωριστώ;
Για την ομορφιά ζούσε. Στο Κάλλος είχε αφιερώσει όλη της τη ζωή. Και τώρα την ένοιωθε άδεια. Άσκοπη. Δίχως νόημα. Πέρασαν είκοσι πέντε χρόνια από το καλοκαίρι εκείνο. Αύγουστος του 1995. Πέρασε σαράντα μέρες, από τις ωραιότερες της ζωής της γυρνώντας στο Μαρόκο, από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο. Σαν κυνηγημένη. Με τον Άραβα εραστή της. Βεβαίως, απαγορευόταν η συγκατοίκηση στο ίδιο δωμάτιο για άτομα διαφορετικής εθνικότητας, φύλου, θρησκείας. Κάθε εξωσυζυγική σχέση ήταν ποινικοποιημένη. Εκτός από τις άδηλες επαφές στον ατμό των χαμάμ, στο σκοτάδι των σεπαρέ, πίσω από τα θάμνα στους κήπους, στις αλάνες και στις συστάδες με τους φοίνικες. Η Παλμερί. Η περίφημη γειτονιά με τους φοίνικες. Όλα τακτοποιημένα και όμορφα. Τρόπος του λέγειν. Λασπουριά κι άγιος ο θεός. Μόνον στον εθνικό κήπο κάτω από την πέργκολα με τις γλυσίνες, οι κολώνες ήταν βαμμένες με εκείνο το ανοικτό μωβ που οι ντόπιοι ξεναγοί το λένε «μπλε της αγάπης». Όλα τα παράνομα ζευγαράκια φωτογραφίζονται εκεί. Και τα νόμιμα. Με το άγχος του χωροφύλακα. «Όμως μην ανησυχείς, τίποτα το δραματικό. Με ένα καλό μπαχτσίς όλα διορθώνονται εδώ», την προειδοποίησε ο εραστής της. Όμως όταν ήρθε το πρώτο λαμόγιο να πάρει μερίδιο από τον απαγορευμένο καρπό του έρωτά τους, εκείνη έτρεμε τόσο πολύ που της έπεσε ένα τεράστιο χαρτονόμισμα από τη σινιέ τσάντα της. Κι εκείνος δεν άργησε να το μαζέψει με ένα τεράστιο χαμόγελο στην άψογη οδοντοστοιχία του. Όχι, δεν ήταν σάπια όπως συνήθως. Θα ανήκε μάλλον στη μεσαία τάξη αυτός ο καραβανάς που την είχε στήσει εκεί κι είχε βρει τον μήνα που θρέφει τους έντεκα. Ας είναι. «Εγώ πληρώνω τα μάτια που αγαπώ», συνήθιζε τότε – ποτέ πια μετά – συνήθιζε τότε να τραγουδάει και βούρκωνε. Εκείνος δεν την ρώταγε ποτέ γιατί. «Είσαι πολύπλοκη!!!», την κατσάδιαζε. Εμ βέβαια, για εκείνον ήταν όλα απλά. Μαμ, κακά, κοκό, χαρτζιλίκι και νάνι. Τι άλλο να επιθυμήσει κανείς από τη ζωή; Εκείνος τα είχε όλα. Τα είχε βρει όλα. Στο κουρείο του δούλευαν τα σκλαβάκια και του τα ακούμπαγαν κάθε βράδυ. Κι από εκείνην όλο και κάποιο ρεγάλο θα έπαιρνε. Όχι ότι ήταν υποχρεωτικό, όμως της το ζητούσε με τα μάτια του, που έμοιαζαν αδέσποτου σκύλου. Της το γύρευε με τον ιδρώτα της μασχάλης του, που μύριζε κανέλλα, γαρύφαλλο και μπαχάρια της Ανατολής. Μάλιστα έκανε σβώλους από αυτά με το σάλιο του και την τάιζε στο στόμα. Σαν πουλάκι. «Μέσα από μια λερωμένη εφημερίδα!!!», σκεφτόταν εκείνη κι ανατρίχιαζε σύγκορμη. Όμως δεν τολμούσε να πει τίποτα. Ποιος; Εκείνη, που ήταν γνωστή στη δουλειά για την υποχονδρία της. Αχ, τέλος πάντων. Ας όψεται ο μακαρίτης, που την άφησε σύξυλη με ένα δικηγορικό γραφείο στο κεφάλι της, με γραμμάτια και άπειρα δάνεια να τρέχουν. Τι να κάνει κι η γυναίκα; Σάλταρε! Σταμάτησε το μυαλό της. Κι όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, η λύση είναι μία. Η φυγή. Έφυγε κι εκείνη τα περασμένα Χριστούγεννα, του ολεθρίου έτους 1994 με ένα πολυπληθές γκρουπ για τον «γύρο του Μαρόκου». Έτσι έγραφε η ιλουστρασιόν μπροσούρα του πολυτελούς γραφείου ταξειδίων στο Σύνταγμα, απέναντι από τη Ρώσικη Εκκλησία. Όμως εκείνη, αντί για τον γύρο του Μαρόκου έκανε τον γύρο του κορμιού του. Το τελευταίο βράδυ στο Μαρακές. Πριν πετάξουν για την Αθήνα. Των Φώτων. Όμως για εκείνη ήταν όλα σκοτεινά τώρα. Θεοφάνεια τότε. Ένας καινούργιος Ήλιος του Μεσονυκτίου είχε ανάψει για εκείνην στην πλατεία Ζεμά-ελ-Φνα, την αντίστοιχη Ομόνοια της δικής μας πρωτεύουσας. Ψησταριές, πλανόδιοι πωλητές, γητευτές φιδιών και καμάκια. Τον ακολούθησε στην αρχή πίσω από μια συστάδα κάτι ψωριάρικων θάμνων. Όμως δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν εκεί. Γιατί μαζεύτηκε στο λεπτό η μαρίδα κι ήθελε μερίδιο. Να πάρει μάτι, τουλάχιστον. Έτσι βρέθηκαν πάνω σε ένα καλές, σε ένα αμαξάκι που το έσερναν δύο άλογα. Το ένα άσπρο, το άλλο μαύρο. Όπως κι ο έρωτάς τους. Η σχέση τους, ήθελα να πω. Γιατί εκείνος δεν ήταν ερωτευμένος. Κάθε άλλο. Έκανε απλώς τη δουλειά του. Και μάλιστα καλά. Του άξιζε Όσκαρ υποκριτικής. Όπως της αποκάλυψε ο ντετέκτιβ μετά, τα είχε ήδη με μια σπιτωμένη πόρνη, πρώην κόρη του δημάρχου, που την αποκλήρωσαν οι γονείς της όταν την διέφθειρε ο καβαλάρης ο φίλος μας και δεν ήταν ούτε καν είκοσι χρονών και τα δύο τρυφερούδια. Τώρα όμως είναι αργά για δάκρυα. Παρ’ όλα αυτά κλαίει σπαρακτικά, τόσο που χτυπάει το κουδούνι της ο αποκάτω και τη ρωτάει μήπως χρειάζεται τίποτα. «Γαμώτο, μου χρωστάει και πέντε κοινόχρηστα. Τώρα είναι που δεν θα μου τα δώσει ποτέ!!!». «Χρειάζεστε τίποτα κυρία Βέργου;». «Χρειάζομαι, χρειάζομαι… αλλά τίποτα που να μπορείς να μου δώσεις εσύ», σκέφτεται σιγαλά και δεν τολμάει να απαντήσει. Κάνει ότι δεν ήτανε μέσα, ότι ήτανε απλώς μια παραίσθηση, δική του παραίσθηση βεβαίως, εκείνα τα δικά της ουρλιαχτά μέσα στη νύχτα, σαν άγριο θηρίο, κλεισμένο σε κελί με πολικές αρκούδες, αιλουροειδές, εκείνη. Ή μάλλον υβρίδιο τερατικό: κάτι μεταξύ Σφίγγας, Κένταυρου, Γοργόνας και Μονόκερου. Ναι, αυτό ήταν. Μονόκερως ο έρωτάς τους. Μονοδιάστατος. Σε δύο διαστάσεις, το πολύ. Ποτέ δεν έφτανε στην τρίτη διάσταση. Δεν κατελάμβανε χώρο. Και τώρα διαιωνίζεται στον Χρόνο για πάντα. Γιατί; Γιατί δεν μπορούσε να δεχτεί ετούτη τη συναλλαγή η ρομαντική ψυχούλα της. Ήτανε πολύ νέα για να πληρώνει για να… Όχι, όχι, όχι στα τριάντα τρία της χρόνια. Πολύ νωρίς για τέτοιες ψυχρότητες. Και κυνική δεν ήτανε ποτέ της. Παρ’ όλο που τη θεωρούσανε σκληρή στο επάγγελμά της, εκείνη ήταν ψυχούλα, μαλακή κι ευκολόπλαστη, σαν ζάχαρη άχνη πάνω σε φρέσκο λουκούμι. Αυτά πληρώνει τώρα. Και δεν ξέρει από πού να φύγει. Τι να κάνει και πώς να τελειώσει αυτό το αμόρε. Πώς να βγει από το αδιέξοδο; «Ποιος λαβύρινθος και ποιος μίτος της Αριάδνης; Εδώ έχουμε να κάνουμε με επαγγελματία», σκέφτηκε. «Να το ζήσεις, να το ζήσεις, έως εκεί που σε παίρνει», τη συμβούλευαν οι φιλενάδες της, μεγαλύτερες σε ηλικία κι αποτυχημένες, πάντα… Και τι είναι δηλαδή ο έρωτας; Πλυντήριο; Μηχανή; Να το βάλεις στο αυτόματο πρόγραμμα και να ξενοιάσεις; Κι όταν τελειώσει να ακούσεις τον χαρακτηριστικό ήχο του ρομπότ: «η πλύση σας τέλειωσε κυρία – τώρα τα ρούχα είναι έτοιμα για άπλωμα». Πώς να ξεπλύνεις τις ενοχές; Σκυμμένος εκείνος, της αγκάλιαζε τα γόνατα σε στάση ικεσίας: «Σου τα έδωσα όλα, αν με εγκαταλείψεις θα σκοτωθώ – πάρε με, πάρε με μαζί σου στην ωραία χώρα σου, την Ελλάδα!». Ευτυχώς που η πρόξενος ήτανε αρκετά έμπειρη κι ήξερε τους ντόπιους αρσενικούς πόρνους καλύτερα από την χαζοβιόλα τουρίστρια. Εξάλλου, είχε – ως φαίνεται – δει το έργο πολλές φορές. «Θέατρο, θέατρο σωστό… σας παίζει, κυρία μου, και δεν το καταλαβαίνετε. Φύγετε, φύγετε απ’ εδώ!!! Το ταχύτερο το καλύτερο. Για να σωθείτε, καταλαβαίνετε!!!». Τι θα μπορούσε να της κάνει δηλαδή; Τίποτα χειρότερο, από το να εκλιπαρεί τον έρωτά του κι εκείνος να την παίζει: «θα κοιμηθώ στη μάνα μου απόψε – είναι άρρωστη». Ψέματα, ψέματα με το τσουβάλι. Τον ακολούθησε. Χάθηκε πίσω από τα δέντρα του Εθνικού Κήπου. Βγαίνοντας τον παραφύλαξε. Βρέθηκε μπροστά του και τον αναχαίτισε. Βουβά. Του έδειξε με το δάχτυλο. Στο αριστερό του μπατζάκι, στο καλό του παντελόνι που του είχε χαρίσει, εκείνη δα είχε πληρώσει και το ύφασμα και τα ραφτικά, κρέμονταν τώρα κάτι σωματικά υγρά σαν σάλια… «Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου». Εκείνος δεν είπε τίποτα. Πήγαινε και με άντρες λοιπόν; Μεγάλο το σοκ. Αν μη τι άλλο, αυτό δεν το περίμενε. Να την απατά με άλλες, κάτι πήγαινε κι ερχότανε. Αρσενικό ήτανε. Με ορμές. Τι να σου κάνει μία και μόνη Ελληνίδα για σαράντα μέρες στο Μαρόκο, κλεισμένη σε δωμάτια ξενοδοχείων από τον φόβο των χωροφυλάκων; Πώς να στερέψεις την ορμή ενός άγριου αλόγου; Έτσι τον έβλεπε. «Μαύρο μου άλογο, άλογό μου». Μόνο που δεν ήταν δικό της, καταδικό της, αυτό το άλογο. Και δεν ήταν η μόνη που το καβαλίκευε. Ένα άλλο βράδυ της είπε ότι θα βγει να πάρει τηλέφωνο τον αδελφό του, τον αστυνομικό στα σύνορα, τον συνοριοφύλακα. Όταν του πρότεινε να τηλεφωνήσει από το κινητό ή από το τηλέφωνο του ξενοδοχείου έστω εκείνος αντέτεινε «λόγους ασφαλείας» και βγήκε μέσα στην άγρια νυχτιά. Απέναντι, στο πεζοδρόμιο της μεγάλης λεωφόρου, υπήρχε ένας τηλεφωνικός θάλαμος, όμως εκείνος, ο Άραβας εραστής της, το καθαρόαιμο άλογό της δεν κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ακολούθησε μια χαρούμενη παρέα που κάπνιζε «Άνθη του Κακού» κι απομακρύνθηκε χωρίς να γυρίσει να ρίξει ούτε μια ματιά στο δωμάτιο του πολυτελούς ξενοδοχείου, απ’ όπου εκείνη ήτανε τώρα κρεμασμένη… με ένα σεντόνι από τα κάγκελα. Την έβγαλαν γρήγορα πριν ολοκληρωθεί το ατυχές συμβάν. Το θέμα διευθετήθηκε τάχιστα. Με λίγα χρήματα δέχτηκαν να πουλήσουν τη σιωπή τους. Και την άλλη μέρα στο πρωινό όλα καλά. Σα να μην συνέβη τίποτα… Μόνο που εκείνη του ανακοίνωσε πως «δεν πάει άλλο πια, φεύγω, έως εδώ ήτανε, φτάνουνε τα ψέματα κι οι υπεκφυγές, είμαστε μεγάλα παιδιά, μέχρι εδώ και μη παρέκει». «Χα-χα», την ειρωνεύτηκε εκείνος «εδώ θα γυρνάς πάντα και θα με παρακαλάς να πλαγιάσω μαζί σου». Κρατήθηκε να μην τον δείρει. Δεν συνήθιζε την βία. Και την αυτοδικία την καταδίκαζε η επιστήμη της, τα Νομικά που σπούδασε στην Κομοτηνή. «Κοίτα με, κοίτα με γιατί δεν θα με ξαναδείς», τον κεραυνοβόλησε. Όπερ κι εγένετο. Δυστυχώς.
Δρ. Κωνσταντίνος Μπούρας
www.konstantinosbouras.gr