4 ποιήματα από το βιβλίο “Οι ακαδημαϊκές σημειώσεις του Ίαν Μάρκεζιτς” (Θράκα, 2018) 


+ 1 αδημοσίευτο από την ίδια ενότητα

ΜΑΘΗΜΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ / ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΜΕΤΑΛΛΩΝ 

Λοιπόν και τώρα αγαπητά μου παιδάκια, για να δούμε, 

μπορείτε να βρείτε δέκα επίθετα για τον ήλιο; Αν θέλετε, 

δοκιμάστε να βάλετε και σε ακροστοιχίδα μερικά, 

     έτσι θα γίνει πιο 

     διασκεδαστικό. 

Η νεαρή δασκάλα πηγαινοερχόταν ανάμεσα στα θρανία με το

λουλουδάτο της φόρεμα, με μια ελπίδα χαράς στα μάτια. Για πάμε 

να βλέπω χεράκια και όμορφες ιδέες, είπε, παίρνοντας τη θέση της 

μπροστά στον πίνακα. Σύλβια εσύ, για πες μας. 

– Ο ήλιος είναι… φωτεινός.

– Μπράβο, Σύλβια! Πολύ παρατηρητική!

– Ο ήλιος είναι εεεμ… δίκαιος.

– Μπράβο, Φρανσέσκο! Πολύ ποιητικός!

– Ο ήλιος είναι σιδερένιος. Κυρία. 

Κι έτσι πήγε παιδοψυχολόγο ο Αλμπέρτο.

Γιατί δεν ήξερε πως δεν είχε το δικαίωμα 

     στην αλήθεια δέκα δεκαπέντε χρόνια 

     πριν τους υπόλοιπους.

ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ 

Ο Αλμπέρτο είχε μία τσάντα, όπου έλεγε πως κουβαλούσε 

όλο το Παρίσι. 

     Όταν πίναμε καφέ στη βεράντα, την άνοιγε, τα άπλωνε 

στο τραπέζι κι έδειχνε: τώρα έπρεπε να ήμασταν εδώ, μετά 

θα πηγαίναμε εκεί, στις έντεκα θα τριγυρνούσαμε εκεί. 

     Δεν είχα δει ως τότε άνθρωπο να χωράει τρεις γειτονιές σε 

μια τσάντα, πόσω μάλλον μια πόλη. 

     Μόνο που η τσάντα δεν περιείχε τίποτα άλλο εκτός από 

κουδούνια. Συνδεδεμένα με καλώδια χτυπούσαν το ένα μετά το άλλο· 

πάντα με την ίδια ακριβώς σειρά. 

Η ζωή είναι η ακολουθία κουδουνιών που χτύπησες, 

     είπε. Κι η μνήμη το Παρίσι, αλλά μπορεί 

     και όχι.



ΘΗΛΥΚΟΜΟΡΦΑ ΑΓΓΕΙΑ 

Ο Αλμπέρτο είχε στον κήπο του τρία αγάλματα γυναικών. 

Στο ένα έλειπαν τα χέρια, στο άλλο έλειπαν τα πόδια, το τρίτο 

δεν είχε λεπτομέρειες. 

     Ο χρόνος έρωτα, είπε, είναι ο χρόνος γλυπτικής του ειδώλου. 

     Ο τρόπος είναι η ευκρίνεια των λεπτομερειών του. 

     Απ’ αυτές εδώ τόσο πρόλαβα να μάθω, τόσο πρόλαβα 

να φτιάξω. 

     Ίσως να βοηθούσε μόνο ένα, του είπα, μόνο ένα με ζεστό 

πηλό και χωρίς κεφάλι. 

Έχω ήδη ένα τέτοιο, είπε, σε θερμοκρασία αίματος ακόμα. 

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΗΛΩΣΗΣ 

Ο Αλμπέρτο ρώτησε κάποτε γιατί στοιχίζουν τους ανθρώπους. 

Σκέφτηκα πως ίσως γιατί δεν βλέπουν το ίδιο όνειρο ή γιατί 

δεν έχουν το ίδιο βήμα· 

     είπα πως σίγουρα γιατί δεν επέλεξαν μια ιδέα να 

     κυκλοφορεί ελεύθερα. 

     Σηκώθηκε, βγήκε στην αυλή, μέτρησε αργά έντεκα βήματα, 

έκανε μεταβολή και έριξε με το πιστόλι. Εγώ έμεινα να κοιτάζω 

την τρύπα· 

     το νέο κόσμο που άνοιξε η σφαίρα πίσω απ’ τον τοίχο. 

Γι’ αυτό στοιχίζουν τους ανθρώπους, είπε ο Αλμπέρτο. 

Για να σκοτώνουν έντεκα.


Η ΤΕΧΝΗ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ 

Κάποιο βράδυ άρχισε να βρέχει. Ο Αλμπέρτο κάθησε στο 

πιάνο. 

     Η βροχή θα κατεβάσει κάτω τα ψάρια, είπε. 

     Και τα ψάρια βλέπουν στο σκοτάδι. 

     Και τα ψάρια τρώνε ό,τι μικρό βλέπουν. Σε λίγο τα νερά 

μπαίνανε μέσα, εγώ ανέβηκα στο τραπέζι. 

     Η νύχτα είναι μικρή μα η τέχνη είναι μεγάλη, είπε ο 

Αλμπέρτο. Τα νερά φτάνανε τώρα στο στόμα του. 

     Η νύχτα είναι μικρή μα η τέχνη είναι μεγάλη, συνέχιζε ο 

Αλμπέρτο· 

ώσπου η μουσική σταμάτησε και βγήκανε

     τα ψάρια.