Πελαγία Φυτοπούλου
Το Σπασμένο Πόδι
«Επανάσταση είναι το σπασμένο Πόδι του Καβάφη», τούτη την επιγραφή είχε η μάνα κρεμασμένη στην κουπαστή, την ώρα που οι γείτονες στόχευαν τη ζωή με μια χυμώδη ΚΑΛΗΜΕΡΑ κεντημένη στην εξώπορτα, δείχνοντας πως η στράτα αυτή είναι μονάχα η αρχή μιας ακαθόριστης εξουσίας, συχνά υποβασταζόμενης.
«Κουπαστή», έλεγε η άρρωστη γυναίκα, το σιδεροκρατούμενο παράθυρο της υπόγειας καθημερινότητας που εκποιούσε τα κορμιά μας και τα λίγα γράμματα που μάθαινα εγώ.
«Ζούμε στην κοιλιά της φάλαινας», έλεγε, «δεν έχουμε πολύ χρόνο. Σε λίγο θ’ ανέβουν τα νερά, τούτο το Πόδι είναι η ευκαιρία σου. Θα πατήσεις γερά και θα σκαρφαλώσεις στα πλευρά. Μην κοιτάξεις κάτω και μην φοβηθείς. Το Πόδι με μια γροθιά θα σε βγάλει στην ακτή, στη γειτονιά των ποιητών, θα σε βγάλει στο δρόμο που όσοι τον έκτιζαν ήξεραν πως μια μέρα θα περπατήσουν εκεί δελφίνια. Έδωσα υπόσχεση στον πατέρα σου, το μόνο έναρθρο που δεν κόστισε τίποτα, για την ώρα. Το μόνο που οι αετοί λένε πως αν είναι διαμάντι , κάλλιο να μην το βρεις.»
Αγαπημένη,
Συγχώρα με, δεν άφησα τίποτε σε σένα και το παιδί μόνο ντροπή και φτώχεια. Τίποτα που να δικαιώνει έναν άντρα όταν λέει Σ ’αγαπώ. Μήτε βασίλισσα σ’ έκαμα, μήτε και σωστή κυρά. Η αγκαλιά μου δεν έφτασε να σου δώσει γλυκό ψωμί, ούτε καν μια ανέμελη βροχή. Μα τώρα , άκουσε με προσεχτικά, σ’ ένα ταξίδι με πλησίασε κάποιος ξένος και μου έδωσε ένα Πόδι «θα το χρειασθείς», είπε, «να μη βγει ποτέ απ’ το σπίτι σου. Κουλτούρα είναι ο πόνος που επέζησε στα μάτια των παιδιών». Αυτό το Πόδι είναι προικιό για τη μικρή, μ’ ακούς; Πρέπει να φροντίσεις να το φορεί, το ξέρω είναι δύσκολο για ένα παιδί, μα πρέπει να μου υποσχεθείς και σύντομα θα δεις, θ’ αλλάξει η στράτα και ο προορισμός θα γίνει δέντρο φορτωμένο βιολιά, να δες, πίσω απ’ τη μανταρινιά, εγώ τη φύτεψα θυμάσαι; Δες, ένα ζευγάρι αντιεξουσιαστών φιλιέται!
Ω, αγαπημένη, πρέπει να βγάλεις το κορίτσι απ’ την κοιλιά του ζώου. Μη φοβάσαι, ακόμη και ο ουρανός σέβεται τα όνειρα.
Ω, αγαπημένη, αντίο…
Το κορίτσι ξεκρέμασε το Πόδι απ’ την επιγραφή. Το φόρεσε. Του έπεσε μεγάλο και βαρύ. Χαμογέλασε και είπε: ένα, δυο, ένα, δυο,… μια χαρά θα τα πάμε, ένα, δυο, ένα, δυο, μη σέρνεσαι, ένα, δυο, ένα, δυο, ώρα για δουλειά, ένα, δυο, θ’ αργήσουμε, αλλά μη σκας θα φτάσουμε. Εκεί που πάμε ο χρόνος σκοτώνει τον λύκο.!
Το κορίτσι ήξερε ότι το Πόδι θα τη βγάλει στην ακτή, εκεί που ένα φως μονάχα υπάρχει, η τελευταία σκιά του βαρυποινίτη, το ταξίδι της Χιονάτης, του καθενού σα να λέμε η αθέατη αγροικία. Εκεί θα μαζευτούν μια μέρα οι άνθρωποι περιμένοντας να γεννηθούν έτοιμοι ετούτη τη φορά να μοιραστούν το D.N.A τους σαν ένα παγωτό χωνάκι. Εκεί οι λεμονιές ανθίζουν δελφίνια, το μαιευτήριο είναι κλειστό…
Το Πόδι, όπως είπαμε, ήταν βαρύ. Το κορίτσι άρχισε να κουτσαίνει. Ο ώμος της έγερνε προς την μεριά που οι άνθρωποι φοβούνται να κοιμηθούν. Δεν την πλησίαζε κανείς, ούτε στα μάτια την κοιτούσαν πια, μονάχα τα πόδια της έβλεπαν και κάναν το σταυρό τους. Κανείς δεν πρόσεξε την απρόοπτη ξαστεριά να βυθίζεται στα παραθύρια της, ούτε την ξαφνική υγρασία ν’ απαγγέλει ουρλιαχτά στα πουλιά. Αντιθέτως τής πετούσαν πέτρες. Εκείνη χαμογελούσε και έλεγε: μη σκας Πόδι μου, κάποτε θα χτίσουμε ένα σπιτάκι από σοκολάτα στην αμμουδιά!
Ο χειμώνας ήταν σκληρός. Το Πόδι συνηθισμένο σε άλλες θερμοκρασίες αιμορραγούσε. Η μάνα δεν τα κατάφερε. Έμειναν οι δυο τους να καθαρίζουν αίματα. Το κορίτσι αποφάσισε να σώσει το Πόδι. Τύλιξε το απομεινάρι στα μαλλιά της και ξέσπασε μέσα τους γιορτή, λέξεις αυτεπάγγελτα ποινικές.
«Ω, θα ρημάξω τη γη
Τη θάλασσα, τον ουρανό
Θα τουφεκίσω τα πουλιά
Τα τραγούδια θα κόψω στα δυο
Τον ήλιο στα τέσσερα , μπορεί
και καθόλου, καιρός να με
λογαριάζει ερωμένη
Και τον θεό, ωχ,
τις Κυριακές πλένουμε
ξένα βρακιά
Όσο για την τροφή σου δούλε
την αρνούμαι
όπως ο εραστής
κορμί που πλύθηκε
στο ψέμα
Θα ανατινάξω την κούνια
κάθε βιολόγου
αν κάποιος κλείσει την ακτή
σ’ ένα βαζάκι μέλι
Θα λύσω κάθε έντερο
μην το λαδώνετε πολύ
θα γίνει κομποσχοίνι
Λογάριασε με εχθρό σου
Στο αίμα και την ντροπή»
Το εν λόγω Πόδι άνηκε σ’ ένα νεαρό ποιητή. Ένα όμορφο βράδυ μια ουράνια σμέρνα τού το απέσπασε λέγοντάς του πως το πόδι του είναι ένα ποίημα που πρέπει να ταξιδέψει σε τόπους όπου οι άνθρωποι δεν ξέρουν ν’ ακούν. Ο ποιητής εύκολα δέχτηκε, άλλωστε ήταν ο μόνος άντρας που περπατούσε ίσια και στο ένα πόδι!
Τα μαντάτα έφτασαν γρήγορα κοντά του, άκου κόσμε, θέλει ένα κορίτσι να χτίσει ανθρώπους που στ’ αυτιά τους τα ποιήματα δε θα φοβούνται να χτυπήσουν, θέλει ν’ ανοίξει το βαζάκι με το μέλι… Ο ποιητής αποφάσισε να επέμβει, «τούτα σημαίνουν στερνά που τα κορίτσια δεν πρέπει να βλέπουν. Τα πόδια τους να ‘ναι ανάλαφρα, το ίχνος τους δειλό και ξέγνοιαστο, η βουλή τους ήσυχη, σαν ψιλή βροχή. Αχ, είπε, τα κορίτσια δεν πρέπει να σηκώνουν πόδια ξένα, ω, πώς τ’ άφησα να συμβεί;»
Κίνησε να πάει να τη βρει. Στο δρομάκι έφτασε μεσημεράκι, ατυχώς τέτοια ώρα, τυχάρπαστοι άγγελοι κουτσοπίνουν πενιές στα στόματα ανηλίκων. Την αναγνώρισε αμέσως. Άλλωστε ο πόνος της έσκαγε από χαρά και το ποδάρι της θα ‘λεγες πως γέρασε από στοχασμό, σα να πάτησε σ’ όλα τα ποιήματα, σ’ όλα τα σπίτια, έκλαψε με νύφες και γέλασε με γαμπρούς, αγάπησε Δον Κιχώτες, σπίτωσε ιεραποστόλους, σαν… να, σαν που οι τσιγγάνοι καμιά φορά σε κάνουν να σκέφτεσαι πως αύριο ο ουρανός δε θα είναι στην θέση του.
«Ώρα καλή σου κόρη μου, έχεις κάτι που μου ανήκει».
«Με λες κλέφτρα; Τι να ‘χω άραγε εγώ, που το ‘χες πριν εσύ;»
«Το πόδι αυτό είναι δικό σου κόρη μου;»
«Φυσικά, το ‘χω απ’ τη μάνα μου».
«Σου πέφτει κάπως μεγάλο, δε νομίζεις;»
«Τα σπίτια μας είναι μικρά, αλλά στα πόδια είμαστε ευρύχωροι».
«Σώπα κόρη, σώπα άλλο μην προχωρείς, ήρθα να πάρω το πόδι και θα το πάρω, σου κάνει κακό, δεν πρέπει να το φορείς».
«Παράξενος που είσαι γέρο, φεύγα, πριν το πόδι μου σε πάρει στο κυνήγι, φεύγα λέμε, το πόδι δεν το δίνω. Είναι το προικιό μου, είναι το πατρικό μου, και δεν το αποχωρίζομαι».
«Πρέπει να μου το δώσεις, κάποτε θα με ευγνωμονείς παιδί μου».
Το κορίτσι σήκωσε το πόδι και χτύπησε τον ποιητή. Μάτωσε.
«Ω, είπε, ήταν γραφτό κάποτε να με χτυπήσουν με το δικό μου όπλο!»
Η συμπλοκή που ακολούθησε ήταν σφοδρή. Κανείς δεν έκανε πίσω, παρότι η βία δεν ήταν στο αίμα τους. Τραβούσαν το πόδι σα λυσσάρικα σκυλιά, ο καθένας για τους λόγους του. Πρώτη φορά χτυπήθηκαν δύο άνθρωποι που περπατούσαν με το ίδιο πόδι. Ο ποιητής νίκησε. Το κορίτσι ήταν αδύναμο, τρεφόταν με νεκρά σύννεφα.
Εκείνος έχοντας το πόδι του αγκαλιά αποχώρησε. Στο δρόμο σκεφτόταν πως έσωσε το κορίτσι, «σιγά σιγά θα βρει μια τύχη καλή», είπε… Δεν πρόσεξε, αχ δεν πρόσεξε πως στα δάχτυλα του ποδιού του κρεμόταν το χέρι του κοριτσιού που σφιχτά κρατούσε ένα πορτοφολάκι μπλε σαν τα μάτια της, ένα κατσικάκι να βυζαίνει τα νύχια της, ένα μικρό πρίγκιπα να φιλάει την παλάμη της και ένα σταυρό που μόλις κάρφωσε τα κόκκαλα της στην άσφαλτο.
Τα χρόνια πέρασαν και η στράτα άλλαξε όψη, σαν να μην ντρέπονταν πια τα δέντρα να μιλήσουν, σαν ο ουρανός σπλαχνίστηκε τη φάλαινα, σαν ακόμα κι εκείνο το κάθαρμα, ο τσιλιαδόρος άρχισε να μαχαιρώνει ηλιοτρόπια δίχως να πληρώνεται. Μόλις ο ουρανός έκλεινε τις ρούγες όλοι ήξεραν πως από εδώ πέρασε κάποτε ένας ποιητής, επειδή ένα κορίτσι φύτεψε μία σφαίρα στο πόδι της!
Κανείς, βέβαια, δεν περπατούσε καταμεσής του δρόμου. Εκεί, ξάπλωνε ο σταυρός της, σαν ευτυχισμένη πόρνη, και όλοι μα όλοι αγαπούν τις πουτάνες όταν γελούν. Στη στράτα αυτή η ενοχή συμπλήρωσε τα δεκαέξι της χρόνια, και Ω, τα δελφίνια άνθισαν κορμούς και τα λεμόνια ξυρίζουν την βροχή.
Και τότε…
Ω, τότε, οι πιτσιρικάδες στήνουν το πανί, λέει, απόψε θα δουν τη Μέριλυν Μονρό γυμνή.
Ω.
Τρέχει
Τρέχει
Ήχος τρέχει
Τρέχει γραφή, τρέχει
Σιωπή
Ήχος τρέχει σ’ έναν κόσμο που η αθωότητα έγινε μαθή
Τρέχει
…
And
Action
.
Ήχος
Και τώρα Θεέ μου, σταμάτα, σους, σους πια, Απολείπειν…
Τ
Ρ
Ε
Χ
Ε
Ι
.