Πευκόφλουδη

1

Πριν
σε γνωρίσω, Πευκόφλουδη, το μόνο όνειρό
μου ήταν να ατενίσω τη θάλασσα. Τα όνειρα
χάθηκαν, μα δεν έχω παράπονο, έχω το
ξυλόγλυπτό σου κι έχω τον ψίθυρό σου.

Τότε, πίσω από την
αυλή μου ανοιγόταν μια χαράδρα γεμάτη
λεπτόκορμες λεύκες, με φυλλωσιές που
τανύζονταν ίσαμε το χείλος του γκρεμού
για να αντικρίσουν τον ήλιο. Μια γενιά
πριν, τούτη η χαράδρα ήταν ακτή, που όταν
η θάλασσα στέρεψε πήρε μαζί της την άμμο
και την παρέσυρε χαμηλά, αφήνοντας
μoναχά
ένα ρυάκι στον πυθμένα. Δεν κατηφόριζα
συχνά τα πουρνάρια ως εκεί, παρά μόνο
για να κόψω ξύλα, μα μερικά δειλινά
στεκόμουν δίπλα στο μεγαλύτερο πεύκο
του δάσους, ένα τρανό δέντρο ριζωμένο
στο χείλος του γκρεμού. Κι αν ο άνεμος
είχε τις βουβές του, μπορούσα να
αφουγκραστώ το κελάρυσμα και να φανταστώ
πώς είναι παφλασμός πελαγίσιος.

Τη θάλασσα δεν την
πρόλαβα. Πρώτα χάσαμε τον Πρίγκιπά μας,
λέει, πνίγηκε στον γυρισμό από ναυμαχία
θριαμβευτική, σε μια καταιγίδα που
κατάπιε τον στόλο μας. Ο χαμός του λύγισε
τη Βασίλισσα κι έπεσε στα βράχια από το
μπαλκόνι του παλατιού. Βασιλιά δεν
είχαμε κι έτσι, μετά τη θάλασσα, χάσαμε
και τη χώρα μας, ναύτες ξενιτεύτηκαν
και βάρβαροι διαβήκανε τα σύνορα,
καταπάτησαν χωράφια και δάση· λιμάνια
και καράβια τα περιφρόνησαν, τι να τα
κάνουν, σαν καρυδότσουφλα απέμειναν
στη στεριά, άχρηστα τα δρύινα κουφάρια
τους, να σαπίζουν –τόση ξυλεία για το
τίποτα. Ποιος μας καταράστηκε δεν ξέρω,
άλλος λέει οι θεοί που τους λησμονήσαμε
αιώνες για το εμπόριο, άλλος η Βασίλισσά
μας η μάγισσα κι άλλος η φύση, που
βεβηλώσαμε το πέλαγος πολεμώντας στα
κύματά του. Εγώ πάλι έλεγα έτσι ήτανε
να γίνει κι έγινε.

Η θάλασσα στέγνωσε,
και πέρα από τις λεύκες γεννήθηκε έρημος
άγονη. Σ’ αυτόν τον κόσμο ήρθα, από
πατέρα που στα γεράματα έγινε ξυλουργός
κι από μάνα που πέθανε νωρίς από τον
καημό της. Εκείνη ήταν που μου έλεγε για
μια θάλασσα άγρια, με κύματα πελώρια
σαν κάστρα μυθικά, με τέρατα φριχτά, μια
θάλασσα άλλοτε γαλήνια κι άλλοτε
ανθρωποπνίχτρα.

Ήθελα να τη δω, μα
είχε χαθεί· και για να ακούσω τον φλοίσβο
θα έπρεπε να ταξιδέψω στα πέρατα του
κόσμου, να διαβώ γη βαρβαρική, μέχρι να
φτάσω σε πέλαγος βόρειο και ξενικό. Κι
έτσι, έμεινα· ίσως γιατί φοβήθηκα το
ταξίδι, ίσως γιατί ερωτεύτηκα το
πευκόξυλο, ξερό και κούφιο σαν κόβεται,
γκρίζο, χλωμό σαν δέρμα πεθαμένου, ψυχρό
σαν πέτρα και λείο σαν μάρμαρο. Το σκάλιζα
σε ξόανα κι αγάλματα μα δεν ζούσα από
αυτό. Έφτιαχνα τόξα από κρανιά και βέλη
από φλαμουριά, μαγκούρες από λεύκα,
στειλιάρια από έλατο, ρόπαλα κυπαρισσένια
και βέργες δρύινες.

Δεν είχα παράπονο,
ζούσα. Μόνος εχθρός μου το σαράκι. Οι
φύλαρχοι που λυμαίνονταν τα βουνά
εκτιμούσαν τα όπλα μου, τα θέλανε για
να αλληλοσκοτώνονται με τον ερχομό του
θέρους, κι οι άντρες τους προτιμούσαν
να πληρώνουν αντί να κλέβουν. Τους
κερνούσα κυδώνια και σύκα από την αυλή,
κι εκείνοι με προστάτευαν από όσους δεν
χρειάζονταν την τέχνη μου. Οι ντόπιοι
στα κοντινά χωριά δέχονταν τα χρήματά
μου κι έτσι γέμιζα την αποθήκη με κριθάρι,
ελιές και κρασί.

Έκοβα, πελεκούσα
και σκάλιζα, τάιζα τα ζωντανά, φρόντιζα
τις κυδωνιές και τις συκιές, άνοιγα την
πόρτα σε όποιον είχε να πληρώσει και
ήλπιζα πως μια μέρα θα μαζέψω αρκετό
χρυσάφι για να ταξιδέψω στα πέρατα του
κόσμου και να δω την παγωμένη θάλασσα.

Μέχρι που σε βρήκα
στο κατώφλι μου.

2

Πριν
σε γνωρίσω, Πευκόφλουδη, δεν είχα μυρίσει
κόρφο θηλυκό παρά της μάνας μου. Δεν έχω
παράπονο, στη μοναξιά είμαι μαθημένος,
κι η θύμησή σου φτάνει.

Γυμνή, κόκαλα
σπασμένα, χέρια τσακισμένα, γόνατα
στραβά· κορμί γεμάτο πληγές κι ανάμεσα
στα σκέλια η χειρότερη. Δεν ήξερα άνθρωπο
να ζει τόσο λαβωμένος, κι όμως ανάσαινες.
Πλεγμένα τριβόλια στα κουβαριασμένα
μαλλιά, νύχια λερά, μαύρα, βγαλμένα.
Λάσπη το χώμα και το αίμα στο δέρμα σου,
κι ίσως γι’ αυτό δεν σε αναγνώρισα.

Γιατί σε είχα ακουστά,
Πευκόφλουδη, με ονόματα μύρια, σε ιστορίες
και αστεία πρόστυχα. Μη σκας που είσαι
μόνος, αργά ή γρήγορα θα έρθει κι από
εδώ η Ξερόπετση. Ας μην τη νοιάζουν τα
ξύλα σου την Αμμογυναίκα, θα σου την
κάνει τη χάρη. Σε όλους την κάνει.

Σε σήκωσα, σαν κούφια
ήσουνα, σε έπλυνα στην πήλινη λεκάνη με
νερό από το πηγάδι, σε έβαλα να ξαπλώσεις·
τότε σε υποψιάστηκα.

Σου άγγιξα το μέτωπο
κι ίσως και λίγο το κορμί καθώς σε
κουκούλωνα. Το λινό σεντόνι σκάλωνε
πάνω σου σαν να σκέπαζα χώμα, μηδέ τραχύ,
μηδέ και λείο. Το δέρμα σου σαν ξερά
φθινοπωρινά πλατανόφυλλα, σαν φλούδα
πεύκου· κι έτσι σε βάφτισα.

Γυναίκες είχα δει
λιγοστές κι όταν σε πρωτοείδα ήσουν
τραυματισμένη, δεν ήσουν για μένα, κι
όταν σε έπλυνα μια μικρή θεά, δεν ήσουν
για μένα, μα σαν μου κέντρισε το νου η
σκέψη πως μπορεί να ήσουν εκείνη που
έλεγαν οι ιστορίες, μήπως να ήσουν για
μένα; Σ’ ερωτεύτηκα, κι ας είχες τα
σκοτεινά σου μάτια σφαλιστά.

Σε φρόντιζα και σε
χάζευα. Αποκοιμιόμουν στο χωμάτινο
πάτωμα πλάι σου, να μάθω στη σκληράδα
του κορμιού σου. Περίμενα πότε θα
ξυπνήσεις, πότε θα μιλήσεις, πότε θα σε
χαρώ. Μέχρι που φώναξα γιατρό από ένα
χωριό. Έκλεισα την πόρτα, έμεινα απέξω
και πήρα να ξεφλουδίζω ένα κομμάτι ξύλο
με το αγαπημένο μου μαχαίρι, αυτό με τη
λαβή σε σχήμα δελφινιού –το είχα σκαλίσει
από τις περιγραφές της μάνας μου– μέχρι
που άκουσα τριγμό. Πέταξα το ξύλο, έτρεξα
μέσα και τον βρήκα πάνω σου γυμνό, αίματα
παντού. Θα τον ξεκοίλιαζα, αλλά εσύ
γύρισες και με θώρησες, δεν είπες τίποτα,
μα με το βλέμμα σου με έδιωξες.

Ο γιατρός έφυγε και
σε βρήκα καθιστή και ήρεμη, είχες πλυθεί.
Το κορμί σου γιατρεμένο, είχε μόνο
φρέσκες χαρακιές. Σε ρώτησα αν είσαι
καλά· οι χαρακιές; Το αίμα; Η φωνή σου
βραχνή, σαν τσακμακόπετρες που σπιθίζουν
φωτιά. Είπες, δάκρυ δεν κυλά στα μάτια
σου, μηδέ ιδρώτας στο κορμί σου, μηδέ
τίποτα· κι έτσι νικάς τον εαυτό σου: με
το αίμα απ’ τις χαρακιές· έτσι κάνεις
έρωτα εσύ.

Μαρμάρωσα του λόγου
μου· πώς γίνεται; Έλα και θα σου δείξω.

3

Πριν
σε γνωρίσω, Πευκόφλουδη, δεν ήξερα άντρα
να μοιράζεται. Δεν έχω παράπονο, τον
ψίθυρό σου τον ακούνε πολλοί, μα τα λόγια
είναι για μένα.

Μου έδειξες. Οι
ιστορίες μιλούσαν για αίσθηση παράξενη,
δέρμα ξερό, γλώσσα τραχιά σαν γάτας,
ανάσα άοσμη και αίμα που το χαράμιζες
για να μπορέσει να γίνει. Αλήθεια ή
ψέματα, εγώ άλλη δεν είχα πάρει ποτέ,
και δεν ήξερα· μα μ’ εσένα ήταν υπέροχο.

Σε χάιδεψα, φίλησα
την ξηρασία σου, το δέρμα μου γδάρθηκε
πάνω σου και γέμισα άλικες γρατζουνιές,
χαλάλι, σ’ είδα να βυθίζεις τα νύχια
στο πετσί σου για να ματώσεις, στάσου,
θέλω κι εγώ, έφερα το μαχαίρι με τη
δελφινολαβή στο κορμί μου και κόπηκα,
στο τέλος ήπια από το αίμα σου κι ήταν
σαν το δικό μου, αλμυρό.

Και σαν σε χόρτασα,
ζήτησα το όνομά σου. Είπες, έχεις πολλά,
ε, τότε θα σε φωνάζω Πευκόφλουδη· φώναζέ
με όπως θες, μόνο δώσε μου ρούχα να φύγω.
Πού να τα βρω; Της μάνας μου είχαν γίνει
στάχτη με την τέφρα της – τότε δεν θάβαμε
στην καταραμένη γη τους νεκρούς, τους
καίγαμε.

Κι έτσι όπως σε
θαύμαζα να ντύνεσαι τα παλιόρουχά μου,
είπα το μείνε. Γιατί, για να σμιλέψω ένα
ξυλόγλυπτό σου, να το κάνεις τι, να σε
θυμάμαι. Εντάξει, γιατί μάτωσες και
γιατί ήπιες το αίμα μου, γι’ αυτά θα
μείνω.

Είπα θα κόψω το
τρανότερο πεύκο, το ριζωμένο στον γκρεμό·
θα του κλέψω τους κλώνους για χέρια και
πόδια, θα τα καρφώσω, θα τα κολλήσω, θα
το ένα και θα το άλλο, μα στο δάσος στάθηκα
αλλού. Το δεντράκι ήταν μικρό και λεπτό,
θα μου έδινε εσένα τρεις φορές λιγότερη,
μα να ο λαιμός σου, να δυο κλαριά, τα
χέρια σου, να τα πόδια σου· σε έβλεπα
μέσα στο ξύλο και δεν το πολυσκέφτηκα.

Τρεις μέρες το
κλάδευα, να ξαλαφρώσει από φυλλωσιές,
να μην τσακιστεί στην πτώση. Έκοψα
θάμνους και τους έστρωσα χάμω, να το
υποδεχθούν στα μαλακά. Πριόνισα το
κομμάτι σου και το κουβάλησα σπίτι.

Δυο άλογα δεμένα
στην αυλή, το εργαστήριο αμπαρωμένο, η
πόρτα του σπιτιού ανοιχτή. Μέσα το
κρεβάτι τραγουδούσε. Δυο άντρες του
ισχυρότερου φύλαρχου του τελευταίου
καλοκαιριού βγήκαν από την κάμαρη και
ντύθηκαν μπροστά μου. Αγόρασαν βέλη και
μια σπαθολαβή κι είπαν να περιμένω κι
άλλους, με εσένα εδώ, λέει, θα έκανα
χρυσές δουλειές.

Με βρήκες με το
βλέμμα στις πατημασιές τους. Είπες αυτή
είσαι και αυτό κάνεις. Μη με κοιτάς έτσι.
Τι, επειδή με βάφτισες, θάρρεψες σου
ανήκω; Όχι, Πευκόφλουδη, εγώ… Άσε τα όχι
και τα εγώ, άμα το θες φεύγω τώρα, δεν θα
είσαι ούτε πρώτος ούτε στερνός. Όχι, σε
άγγιξα, πήγα να σε φιλήσω, να σε σφίξω
στην αγκαλιά μου. Με πρόσβαλες, με
χαστούκισες, με έγδαρες με τα σκληρά
σου νύχια. Όχι, θέλω να μείνεις.

Γιατί;

Για να σε σμιλέψω.
Ψέμα.

4

Πριν
σε γνωρίσω, Πευκόφλουδη, νόμιζα είχα
αγαπήσει· γονείς, πέλαγος, ξύλο. Ψεύτικα,
μα δεν έχω παράπονο, τώρα ξέρω πώς είναι.

Ξεφλούδισα το κομμάτι
και το πελέκησα, σ’ έβαλα να στέκεις
γυμνή, να το δουλέψω ζωντανό, το σκάλιζα
μέρες, αργά, να γίνει τέλειο, αργά, να μη
φύγεις. Σμίγαμε, μια με το αίμα σου και
μια με το δικό μου. Οι πληγές σου έθρεφαν,
δεν άφηναν ίχνη, του λόγου μου γέμισα
σημάδια από το μαχαίρι με τη δελφινολαβή,
χαλάλι. Σου μιλούσα και με άκουγες και
πότε-πότε μιλούσες κι εσύ. Μου ξέφυγε
πως θέλω να δω τη θάλασσα, γιατί;

Δεν ξέρω. Γιατί είναι
όμορφη – απάντηση επιπόλαιη. Όχι, δεν
είναι. Ποτέ δεν ήταν. Πώς το ήξερες;
Πόσους χειμώνες είχες δει; Δεν ρώτησα.

Τέλειωσα το ξυλόγλυπτο,
κι ήταν ό,τι καλύτερο είχα πλάσει. Το
ψηλάφησες, αλήθεια έτσι είμαι; Χαμογέλασα,
όχι, είσαι πιο όμορφη.

Ώρα να φύγω. Τα ρούχα
μου πάνω σου, τα δάχτυλά μου από μέσα,
δέρμα ανάγλυφο σαν το άγαλμά σου. Σε
παρακαλώ.

Χαμογέλασες πρώτη
φορά. Θες να υποφέρεις; Είμαι στέρφα,
παιδί από μένα δεν θα δεις, κι ακόμα και
να έβλεπες, θα ήταν για να μας χάσεις
και τους δυο. Μη με ρωτάς πώς ξέρω, μα
ξέρω. Είμαι καταραμένη.

Ποιος δεν είναι
καταραμένος σε τούτη τη γη την απέλαγη;
Μείνε.

Το χαμόγελό σου
θάμπωσε. Αυτό που κάνω, θα συνεχίσω να
το κάνω. Μείνε. Δεν σε πειράζει; Με
πειράζει πιότερο να φύγεις.

Έμεινες.

Δεν ήταν ευτυχία,
όχι κάθε μέρα. Πότε με ποθούσες, πότε
κοιμόσουν, πότε μάζευες κυδώνια και
σύκα, να μην τα φάνε τα σπουργίτια, πότε
εξαφανιζόσουν στο δάσος· και στις κακές
σου, κάθε μου λέξη τη στόλιζες με βρισιά.
Άλλοτε θαύμαζες την τέχνη μου με το ξύλο
κι άλλοτε με θωρούσες και χασμουριόσουν.
Μια φλυαρούσες και μια δεν έβγαζες
λαλιά.

Ένα πρωί χάζευες
τον ανέφελο ουρανό, σκοτεινιασμένη. Δεν
σε ρωτούσα ποτέ στις μαύρες σου, μα
μίλησες εσύ. Στέναξες, πού είναι τα
σύννεφα, γιατί δεν μαζεύονται πια σε
τούτη τη γη;

Είναι καλοκαίρι,
Πευκόφλουδη. Τι τα θέλεις τα σύννεφα;
Χωρίς απάντηση, έφυγες για το δάσος. Η
καρδιά μου έτρεχε ώσπου να επιστρέψεις,
μα σαν γύρισες τα μάτια σου έλαμπαν, κι
όταν τα μάτια σου έλαμπαν, τότε ήταν
ευτυχία.

Ήταν και πόνος.
Έρχονταν· δήθεν για βέλη, εργαλεία και
όπλα. Περίμενα έξω από την κάμαρη, κάθε
τριγμός και μαχαιριά. Άλλοτε έφευγα, να
μην καρφώσεις λέξεις στις ανοιχτές
πληγές μου σαν βγεις.

Με αποχαιρετούσαν,
πρώτα σκυφτοί. Μετά ξεθάρρεψαν,
ευχαρίστησαν, ευχήθηκαν, γέλασαν,
κεράστηκαν κυδώνια και σύκα. Άφηναν
χάλκινα στο τραπέζι, τα πήρε με το σπαθί
της, έλεγαν. Έμαθαν το όνομά σου κι είπαν
είναι γραφτό ο ξυλουργός να πελεκάει
την Πευκόφλουδη. Έπαιρνα τα νομίσματα,
σώπαινα. Φοβόμουν να τους διώξω, μη
φύγεις κι εσύ. Μην θα ήταν καλύτερα έτσι;

Δεν ήταν ευτυχία,
ούτε για σένα, μα σιγά-σιγά, με έμαθες.
Με έβριζες και έσκυβα, νευρίαζες και
αποτραβιόμουν. Ήσουν κακόκεφη σε άφηνα
ήσυχη, ήσουν νωχελική σε άφηνα λεύτερη.
Πότε-πότε έφευγες, δεν το παραδεχόμουν
μα ήταν σαν έλειπαν οι επισκέψεις.
Επέστρεφες, και πάλι από την αρχή.

Μέχρι που έφυγες
για πάντα.

5

Πριν
σε γνωρίσω, Πευκόφλουδη, δεν ήξερα τι
σημαίνει για πάντα. Δεν έχω παράπονο,
θα βρεθώ στην αγκαλιά σου ξανά.

Σε αναζήτησα.
Φορτώθηκα το ξυλόγλυπτό σου –τάχα να
το δείχνω, ψέματα, σε ήξεραν– να μου
κρατά συντροφιά. Στην έρημο είδα λείψανα
από όντα πελαγίσια, τα προσπέρασα. Μίλησα
με νομάδες που φορούσαν στολίδια από
ψαροκόκαλο, ήταν ναυτικοί έναν καιρό
λέει, σε είχαν δει, άδικα σε αναζητώ,
λέει, αυτή που ψάχνεις πάει κι έρχεται
όπως ορίζει εκείνη κι η κατάρα της, να
μην μπορεί να αντισταθεί σε άντρα που
θα ποθήσει.

Πείτε μου κάτι καλό.

Δεν την αγάπησε
κανείς.

Σε βρήκα μήνες μετά,
πέρα απ’ την έρημο. Σε είχαν σταυρώσει,
ξύλο σε ξύλο, αίμα πηγμένο σαν ρετσίνι,
χέρια ανοιχτά, ακίνητη σαν άγαλμα. Έτρεξα
πάνω σου, τι σας έφταιξε· μόνο γυναίκες
δεν κοίταξαν χάμω, έκλεψες, λέει, τις
καρδιές των αντρών. Έβγαλα τα καρφιά,
σε κατέβασα, δεν θα ξαναγυρίσεις,
υποσχέθηκα, λυπηθείτε την, λυπηθείτε
μας, και τους έδειξα τη φουσκωμένη κοιλιά
σου.

Μείναμε σε ένα χάνι
και σε περίμενα φτιάχνοντας μικροπράγματα
για τον κάπελα, πάντα πλάι σου, πάντα
στο δώμα σου. Άνοιξες τα σκοτεινά σου
μάτια, σε υποδέχθηκα, μα μου χίμηξες. Με
έγδαρες με τα νύχια, μου έκλεψες το
μαχαίρι με τη δελφινολαβή, μου κόλλησες
τη λεπίδα στον λαιμό, μύριζε σάρκα
λυγαριάς από χτες που ξεφλούδιζα βέργες.
Έπρεπε να μ’ αφήσεις, ανόητε, είχα λόγο
που έφυγα, έπρεπε να μ’ αφήσεις!

Συγνώμη. Μα θέλω να
γυρίσεις. Με το παιδί. Δεν με νοιάζει
ποιανού είναι, δεν είπα, αλλά το μαρτύρησαν
τα μάτια μου.

Ξέρω την κατάρα σου,
Πευκόφλουδη –χλόμιασες– ναι, ξέρω, να
δίνεσαι σε όποιον άντρα ποθήσεις, δεν
θα σε εμποδίσω. Γέλιο ανατριχιαστικό,
σπίθα από τσακμακόπετρες, ανόητε, δεν
έχεις ιδέα.

Το παιδί είναι η
κατάρα μου και το παιδί είναι δικό σου,
ξέρω. Δεν ξέρω γιατί, μα έτσι είναι. Ίσως
γιατί μόνο εσύ κόπηκες για να ματώσεις,
ίσως γιατί μόνο εσύ ήπιες το αίμα μου.

Παραμύθια, όλα.
Κάποτε βάφτισες το κορμί σου στέρφο,
τώρα βαφτίζεις κατάρα το παιδί. Λοιπόν,
έλα μαζί μου ή τέλειωνε.

Η λεπίδα ψυχρή. Την
πήρες απ’ τον λαιμό και μου την έφερες
στο στήθος. Με χαράκωσες κι ενωθήκαμε
με το αίμα μου.

Καιρό μετά, βρήκαμε
το σπίτι ερείπιο. Ο στάβλος έρημος από
ζώα, η αποθήκη αραχνιασμένη, ό,τι δεν
έλειπε σάπιο. Άδειο το εργαστήριο, τα
εργαλεία καπνός· τσεκούρια, σκεπάρνια,
κοπίδια, τρυπάνια, ξυστήρες και ξυλοφάγοι
κι ένα πριόνι αρχαίο, ναυπηγικό – άχρηστο
κληροδότι του πατέρα μου. Καπνός κι ό,τι
είχα πελεκήσει· τόξα, βέλη, στειλιάρια,
ασπίδες, μόνο κάτι ξόανα σπασμένα είχαν
μείνει. Όμως ήμουν εγώ κι εσύ, και
περιμέναμε το παιδί μας. Ένας νέος
φύλαρχος θέλησε όπλα. Μου δάνεισε
εργαλεία, είχαμε κυδωνιές και συκιές,
είχαμε δάσος δίπλα μας και πήρα να
δουλεύω γι’ αυτόν. Το νέο διαδόθηκε,
γυρίσαμε, λέει, και να σου ο πρώτος·
ψηλός, νέος και όμορφος. Να πάρει, λέει,
βέλη κι εσένα μια-δυο φορές. Φανερώθηκες
και τον αρνήθηκες. Χάσου από εδώ, ποτέ
ξανά, τώρα ανήκεις σε μένα. Εκείνος είδε
την κοιλιά, κάγχασε, είπε το παιδί να το
ονομάσω χιλίων αντρών μπάσταρδο και
πήγε να σε πάρει. Τον έσφαξα με το μαχαίρι
με τη δελφινολαβή.

Το φονικό μαθεύτηκε,
κι ο φύλαρχος είπε ώσπου να τελειώσω τη
δουλειά, δεν θα μας πειράξει κανείς. Δυο
δοκίμασαν, τους σκότωσα κι άλλοι δεν
ήρθαν.

Λίγες μέρες μετά,
μου ζήτησες να σε μαχαιρώσω. Αλλιώς δεν
θα έβγαινε παιδί από μέσα σου.

6

Πριν
σε γνωρίσω, Πευκόφλουδη, δεν είχα
ονειρευτεί μάτια καμιάς σε πρόσωπο
παιδιού. Τα όνειρα ξεθωριάζουν, μα δεν
έχω παράπονο, ο ψίθυρός σου κρατά αιώνια.

Το έκανα. Καθάρισα
το μαχαίρι με τη δελφινολαβή και ξέθαψα
το παιδί από τα σπλάχνα σου. Μέρες μετά,
έγινες πάλι καλά. Φοβήθηκα θα πέθαινες,
μη φοβάσαι, αντέχω. Η κόρη μας;

Είναι καλά. Ψηλάφησες
τη λεπτή, μωρουδίσια επιδερμίδα. Τα
τραχιά σου δάχτυλα της έφεραν κλάμα, κι
όταν ο δείκτης σου άγγιξε το δάκρυ της,
είπα θα κλάψεις κι εσύ, μα δεν έκλαψες.

Χειμώνας, άνοιξη,
εσύ να τη μεγαλώνεις, κι εγώ να δουλεύω.
Το καλοκαίρι βρήκε τον φύλαρχο θριαμβευτή,
και η ευγνωμοσύνη του γέμισε στάβλο,
αποθήκες, στομάχια· όχι και τις καρδιές
μας.

Δεν ήταν ευτυχία.
Δεν αποχωριζόσουν την κόρη μας, μα ούτε
χαμογελούσες. Τα νανουρίσματά σου
λυπημένα, τα λόγια σου λίγα. Τα χάδια
σου έτρεμαν, την τάιζες κατσικίσιο γάλα
αδάκρυτη, κι έλεγα βλέπω συγκίνηση, ο
ανόητος.

Ένα πρωί άκουσα
ουρλιαχτά βραχνά, σαν σίδερο σε σίδερο,
παράτησα το εργαστήριο και έτρεξα στο
σπίτι. Σε βρήκα με το κορμάκι της, τα
χέρια της ανέμιζαν άψυχα, το πήλινο με
το γάλα θρύψαλα, εσύ τρελή, ήσουν
καταραμένη, παραμιλούσες, δεν έπρεπε,
το ήξερες και τώρα να! Έχασα την κόρη
μας, θα έχανα κι εσένα.

Το μωρό είχε πνιγεί
με το γάλα, το πήρα κι έκλαψα, δεν είχε
δει χειμώνα δεύτερο. Τα δάκρυά μου πάνω
της, τα δικά σου στους ώμους μου –τα
δάκρυά σου στους ώμους μου, κλαις; Η
αγκαλιά σου μας τύλιξε, έκλαιγες, τα
δάχτυλά σου με άγγιξαν και δεν ήταν
τραχιά, μα ζεστά και νοτισμένα, ανθρώπινα.
Ναι, κλαις, γιατί απελευθερώθηκες από
την κατάρα σου.

Και τώρα θα χάσω κι
εσένα.

7

Πριν
σε γνωρίσω, Πευκόφλουδη, έλεγα τις
κατάρες παραμύθια. Τώρα ξέρω, αλίμονο.

Μου είπες, μα δεν
πίστεψα. Άσε τα αυτά, να κάψουμε το
κορμάκι της πρώτα· όχι φωτιά, η γη δεν
είναι πλέον καταραμένη. Δέχτηκα, τη
θάψαμε κοντά στον γκρεμό, να μας κρατάει
εσαεί συντροφιά και στους δυο, είπες.
Και κάτω από το τρανό το πεύκο θρηνήσαμε.

Στον γυρισμό για το
σπίτι τα νέφη βάραιναν. Η πίκρα με νίκησε,
ιδού, σάρκασα, τα σύννεφα που ζητούσες
– ναι· οι φίλοι μου έχουν έρθει για
μένα.

Με αποχαιρέτισες
και θύμωσα για πρώτη φορά και στερνή,
με βαρέθηκες και θες να σκορπιέσαι, δεν
αντέχεις τις ενοχές για την κόρη μας·
περίμενα οργή, περίμενα νύχια, μα πήρα
γαλήνη. Τα δάκρυα διαμάντια στα μάτια
σου, θα ήθελα να πιούμε τον πόνο αγκαλιά,
θα ζούσα και θα πέθαινα μαζί σου. Θα
είμαι πλάι σου κι ας μην είμαι εδώ, θα
σου ψιθυρίζω.

Δειλή, φύγε λοιπόν.

Δεν είναι δειλία.
Απλά μαζί σου, με την κόρη μας, κατάλαβα.
Όπως με καταράστηκε η Βασίλισσά σας να
καταλάβω.

Πριν γκρεμιστεί στα
βράχια μού μίλησε. Παρεκτός από να
ματώσω, να μη ρεύσω ξανά, λέει, αν δεν
γευτώ χαμό παιδιού μητρικό. Κι αφού τον
γευτώ, να δούμε αν θα αγριεύω τα κύματά
μου άλλο. Γύρισα τον κόσμο ψάχνοντας
κάποιον να μου φυτέψει παιδί. Μα τις
κατάρες δεν τις ξεγελάς, δεν λυτρώνεσαι
όταν το θες εσύ. Ίσως γι’ αυτό δεν έπιασα
ποτέ, γιατί μόνο την κόρη μας θέλησα.

Τώρα που την έχασα,
γεύτηκα τον πόνο, κι η αγριάδα μού έφυγε.
Και τώρα που δεν το ποθώ πια, πρέπει να
ξαναγίνω θάλασσα.

Με φίλησες κι έφυγες,
φιλί υγρό και αλμυρό. Δεν πίστεψα, ούτε
τα ίχνη σου στο χώμα του σπιτιού, ίχνη
νοτισμένα.

Το πρωί οι ουρανοί
κατέρρευσαν βροχή, και μπορεί να μη σε
πίστεψα, πίστεψα όμως πως είχες φύγει.
Πήρα σχοινί, διέσχισα την αυλή με τις
κυδωνιές και τις συκιές και το πηγάδι
και περπάτησα ως το τρανό πεύκο, το
ριζωμένο στο χείλος του γκρεμού. Χείμαρροι
όργωναν τη γη, κουκουνάρια και τούφες
πευκοβελόνες επέπλεαν, αστραπές χάρασσαν
τον ορίζοντα σαν πληγές στο κορμί σου,
βροντές έφερναν σεισμούς κι οι χοντρές
στάλες με μαστίγωναν, μα εγώ σκαρφάλωσα,
έδεσα το σχοινί, πέρασα θηλιά στον λαιμό
και πήδηξα.

Και τότε σε ξαναείδα.
Φούσκωσες και άφρισες ανάμεσα από τις
λεύκες, σκοτεινή κι ανταριασμένη κι
ορμητική. Πάφλασες και ύψωσες κύμα
θεόρατο, ψηλότερο από τον γκρεμό, ψηλότερο
από τα δέντρα, ψηλό σαν τα λόγια της
μάνας μου, ψηλότερο από κάστρο μυθικό.
Η πελώρια γλώσσα σου δρόσισε το κορμί
μου, τσάκισε το πεύκο και σαν αποτραβήχτηκε,
το άφησε σπασμένο στα δυο, με το σχοινί
κομμένο. Κι έμεινα με την αλμύρα στα
χείλη, γεύση που ήξερα καλά, τη γεύση
απ’ το αίμα σου.

8.

Πριν σε γνωρίσω,
Πευκόφλουδη, δεν είχα μυρίσει αύρα
θαλασσινή. Βλέπεις πίσω από την αυλή
του σπιτιού μου ανοιγόταν μια χαράδρα
γεμάτη λεπτόκορμες λεύκες, με φυλλωσιές
που τανύζονταν ίσαμε το χείλος του
γκρεμού για να αντικρίσουν τον ήλιο.
Ένα ρυάκι κυλούσε στον πυθμένα, και κάτι
δειλινά που ο άνεμος είχε τις βουβές
του, στεκόμουν δίπλα στο τρανό πεύκο
και μπορούσα να αφουγκραστώ το κελάρυσμα
και να φανταστώ πως είναι παφλασμός
πελαγίσιος.

Τώρα πεύκο δεν
υπάρχει πια, μηδέ χαράδρα μηδέ λεύκες.
Μονάχα ένα κούτσουρο σημαδεύει τον τάφο
της κόρης μας και πέρα από αυτό, απλώνεσαι
εσύ. Μόνο που δεν είσαι η θάλασσα των
μητρικών παραμυθιών. Δεν είσαι άγρια,
το στερνό σου κύμα το χάρισες σε μένα
για φιλί και πλέον γαλήνεψες.

Πριν σε γνωρίσω,
θάλασσα, το μόνο όνειρό μου, ήταν να σε
ατενίσω. Δεν έχω παράπονο. Χαϊδεύω το
ξυλόγλυπτό σου, ακούω τον ψίθυρό σου
και ξέρω πως θα βρεθώ στην αγκαλιά σου
ξανά.