ΗΧΟΙ – ΧΡΩΜΑΤΑ – ΣΥΜΒΟΛΑ

              ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΠΡΑΒΟΥ

                                                                       Μέ σκάρτα ζάρια

                                                                              παίζει ὁ θάνατος

                                                                                (Ἀλώνι-Ξύλινα τείχη)

Συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από το θάνατο του Χρ. Μπράβου(21 Απρ. 1987) και το ποιητικό του έργο συνεχίζει να προκαλεί το θαυμασμό ακόμα και στις νεότερες γενιές.

Ο Χρ. Μπράβος έχει καταξιωθεί από τους λογοτεχνικούς κύκλους και κριτικούς ως σημαντικότατος ποιητής, από την πρωτοτυπία του έργου του, τις ικανότητές του να συνδυάζει στοιχεία ετερόκλητα, όπως τον μεταφυσικό κόσμο του παραμυθιού, της μυθολογίας, των παραλογών, της αρχαίας παράδοσης με το μοντέρνο, τα εσωτερικά συναισθήματα, το εξπρεσιονιστικό στοιχείο, τον υπερρεαλισμό με το δημοτικό στοιχείο, το δημοτικό τραγούδι, την ικανότητά του να τιθασεύσει τον εθνικό δεκαπεντασύλλαβο σε ιδιότυπες μετρικές μορφές. Όλα αυτά δένονται θαυμάσια με τα θέματα της ποίησής του, αφού σε όλα κύριο στοιχείο είναι ο θάνατος. Φαντάζει περίεργο το γεγονός ότι ο Μπράβος, αν και δεν έζησε καθόλου τον Εμφύλιο, αφοσιώνεται τόσο απόλυτα στον κόσμο των “λυπημένων”. Ο κόσμος διχασμένος: υπάρχουν από τη μια οι «παράνομοι», «οι λυπημένοι», οι εξόριστοι που κρύβονται στα δάση και στις βουνοκορφές, κι από την άλλη «τα σκυλιά» «οι κυνηγοί», «οι άλλοι», όπως ο ίδιος τους αποκαλεί:

Ἔπεσε νύχτα μέ πριόνι καί θηλιά

κι οἱ λυπημένοι διάλεξαν τ’ ἀγρίμια.

Νύχτα μέ χέρι σιδερένιο τοῦ τυφλοῦ

στό δάσος οἱ παράνομοι ἐγλιστρῆσαν.

Οἱ ἄλλοι μπῆκαν μέ τουφέκια

καί σκυλιά να βροῦν τό αἷμα,

νά φέρουν τά κεφάλια………..

      (Μαύρη Κιβωτός-Μέ τῶν ἀλόγων τά φαντάσματα)

Τα πάντα εξελίσσονται και διαδραματίζονται στο σκοτάδι. Φυσικά τέτοια τραγικά και ανείπωτα γεγονότα, όπως του Εμφυλίου, μόνο μέσα στο σκοτάδι θεριεύουν. Τα χρώματα εναλλάσσονται στις εικόνες των ποιημάτων του και κυρίως το μαύρο, το κόκκινο, το γκρίζο, το άσπρο, όλα, όμως,- ακόμα και το άσπρο,- σχετίζονται με το θάνατο. Ίσως η διαίσθησή του να τον οδηγεί εκεί, αφού χάθηκε τόσο νέος, στα 39 του χρόνια. Το μαύρο κηρύσσεται από τον ίδιο τον ποιητή θεμέλιο χρώμα με εφτά πέπλα, εφτά στρώματα, όπως το φως με τα εφτά χρώματα της ίριδας. Σκηνοθετείται, έτσι, ένας κόσμος παράδοξος, ζοφερός, αλλά συνάμα εφιαλτικός, παράλογος, εξωπραγματικός. Τα εφτά μαύρα πέπλα είναι βαριά, πυκνά, καλύπτουν τη γη, τα πρόσωπα, αιχμαλωτίζουν τους δρόμους, τα όνειρα, τους ήχους, εκτείνονται από τη γη, τον πάνω κόσμο, και καταλήγουν στον Κάτω κόσμο, στο θάνατο, στον σκοτεινό Άδη, με τα «χαμηλά ποτάμια», όπως ο ίδιος αναφέρει. Παντού σκοτάδι, θάνατος, αίμα, αδελφοκτόνος σπαραγμός με πρωτοφανή αγριότητα. Η σκοτεινή μήτρα γεννά θάνατο και τρέλα, η νύχτα γεννά θάνατο, ακόμα και στην κούνια και στο γάμο(Ματωμένος Γάμος):

Νά μήν τήν πεῖ κανείς αὐτή τή νύχτα

πού ἔπνιξε τό θάνατο στήν κούνια

                               (Τό νερό  (μετά τά Μυθικά)

Ἔλαμπε μές στά μαῦρα του ὁ γαμπρός



                                    (Γάμος Ι-Μετά τα Μυθικά)

Ἀπό παντοῦ τόν κόσμο νά κυκλώνει

τό μαῦρο φῶς: ἡ λάμψη τοῦ θανάτου



                                  (Γάμος ΙΙ( Μετά τα μυθικά)

Παραχωμένη κι ἄφοβη στῆς γῆς τό μέγα μαῦρο

                       

   (Τό ταξίδι τῆς «Ἑλένης Τ. -Ὀρεινό καταφύγιο)

Τα άλογα μαύρα ή κόκκινα οδηγούν τους αναβάτες ή εκπορεύονται από τον Άδη, σύμβολα θανάτου. Ακόμα και το φως είναι μαύρο κι ο αέρας σκοτεινός, αφού χρωματίζονται από τη λάμψη του θανάτου. Η παγωμάρα του θανάτου συνδέεται εύκολα συνειρμικά με το παγωμένο χιόνι και την κρυάδα του φιδιού, γι’ αυτό πολλές οι αναφορές σ’ αυτά τα σύμβολα στην ποίησή του:

Ἀέρας παγωμένος

γνέθει κρύσταλλα

ἀέρας παγερός

καί παγωμένος.

…………………

    Μέ σκάρτα ζάρια

παίζει ὁ θάνατος

                            (Ἀλώνι-Ξύλινα τείχη)



Χιόνι σεντόνι τρυφερό γιά τοῦ φιδιού τόν ύπνο.

Χιόνι καί πένθιμο σκυλί βραχνός προφήτης.

Χιόνι· κι ἀνάψαν τή φωτιά στόν κάτω κόσμο.



                        (ΗΜΕΡΟΣ ΥΠΝΟΣ-Μέ τῶν ἀλόγων τά φαντάσματα)



Το φίδι μπορεί να είναι το πτώμα, το κουφάρι, ο θάνατος:

    Κορμί φιδιού θά δέρνεσαι στό χῶμα, δίχως κεφάλι.

                                 (ΠΡΟΓΡΑΦΗ, Ξύλινα τείχη)



Το μαύρο φαίνεται να μην είναι ικανό να αποδώσει τη φρίκη του θανάτου και χρειάζεται το συμπληρωματικό του. Το κόκκινο θεωρείται, επίσης, βασικό χρώμα στην ποίησή του. Το αδελφικό κόκκινο αίμα, που ποτάμι χύνεται, μυρίζει μούχλα, σαπίλα, σήψη, φθορά, θάνατο, βάφει τη φρίκη του θανάτου των αδικοχαμένων, «των κεκοιμημένων», τους οποίους ο ποιητής «φωτογραφίζει από μνήμης», αφού δε ζει ο ίδιος τα γεγονότα:

Κάποτε τούς μυρίζω στόν ἀέρα

-βαρύ ἄλιωτο κόκκινο



                           (Αναστάσιμο-Ὀρεινό Καταφύγιο)

Τόν ξεβράζει τώρα κόκκινη βροχή/καί τυφλά ποντίκια κατοικοῦν τά

τείχη.             

                   (Πολική νύχτα-Ξύλινα τείχη-Μετά τά μυθικά)

Κεφάλια κύλισαν με κόκκινα μαλλιά και παγωμένα

                         (Παράλυτα Μαλλιά –Μέ τῶν ἀλόγων τά φαντάσματα)

Η φρίκη του αίματος διατηρεί τη μνήμη αναλλοίωτη, αλλά και τη μυρουδιά του θανάτου, εξάπτει τα πάθη, φλογίζει την εκδίκηση, καταλαμβάνει το χρόνο, τη μέρα, τη νύχτα, τον γενέθλιο τόπο, τις μαυροφορεμένες χήρες με τα κόλλυβα, το τοπίο του θανάτου, εικόνες καθημερινές, γνωστές στον γενέθλιο τόπο του ποιητή, ακόμα και σήμερα, όταν οι γυναίκες κατευθύνονται στον τόπο των «κεκοιμημένων», πέρα από το χρόνο, αφού αυτός πια «μετριέται μόνο μέ Ψυχοσάββατα».

Μαῦρες γυναῖκες/ περνοῦν στό δρόμο/ πᾶνε βουβές/πᾶν μέ τά κόλλυβα./Ξάφνου ξυπνᾶ τό αἷμα/βάφει τόν οὐρανό/καί τό δρόμο/σφαίρες  πέφτουν/στήν πίσω πλαγιά/τοῦ χρόνου./Κατρακυλοῦν κεφάλια/καί πέφτουνε στό δρόμο/ μπρός στίς μαῦρες γυναῖκες/ πού πᾶνε μέ τά κόλλυβα./Ἐγώ τότε εἶπα:/Τά κεφάλια εἶναι ρολόι/οἱ μαύρες γυναῖκες/τοπίο.



                                     ( ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΛΩΡΟΣ-Ὀρεινό Καταφύγιο)

Η αντίθεση μαύρου – κόκκινου είναι ισχυρή και μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην ανατροπή της διαδοχής των χρονικών στιγμών «στην πίσω πλαγιά του χρόνου», όπως ο ίδιος αναφέρει, στην αντιστροφή παρελθόντος-παρόντος:

Πῶς μπαμπακιάσαν τά μαλλιά/ τῆς μάνας μου…/φέγγουν στό   κόκκινο/τῆς μέρας μέ τυφλώνουν….

………………..

κι ὅπως της γδέρνω/το λαιμό και με σκεπάζει/χάνομαι μές στο μαύρο/τῶν μαλλιών της     

             (Δίκοπη μέρα-Ὀρεινό Καταφύγιο)

Μια ευαίσθητη ψυχή, όπως του ποιητή, δεν μπορεί να ησυχάσει μέσα σε τόσο θάνατο κι άλλο θάνατο, μένει άγρυπνος, ανησυχεί, βασανίζεται, πονά για το αίμα που χύνεται και απλώνεται από τη μικρή Δεσκάτη, που αποτελεί τη μικρογραφία των εξελίξεων, μέχρι τη μεγάλη πατρίδα, την Ελλάδα, που πνίγεται στο κόκκινο και είναι άρρωστη:

Γράφεις κύκλους/ στό νωπό νταβάνι/ ζυγιάζεις τά φτερά σου./Δέ θα ’ρθει ὁ ὕπνος./ Θά τρῶς τά σωθικά μου/ οληνύχτα/πατρίδα μου ἀπέραντο κόκκινο.             

(ΕΡΩΤΙΚΗ ΜΝΗΜΗ Ὀρεινό καταφύγιο)

Σάπια δοκάνια/ δόκανα σιωπῆς/ καί τό ψωμάκι κάρβουνο/τό γάλα σου φαρμάκι./Κακή αρρώστια σάπισε /πατρίδα τούς μαστούς σου



                                  (ΑΡΡΩΣΤΗ ΜΑΝΑ-Ὀρεινό καταφύγιο)

Ακόμα και η σκηνή του Γάμου, που θυμίζει Δεσκατιώτικο Γάμο εκείνων των καιρών, εκτυλίσσεται μέσα σε μια διασπορά χρωμάτων, που στο τέλος κυριαρχεί το κόκκινο, καθώς. για να θυμηθούμε τον Λόρκα, που ιδιαίτερα αγαπούσε και θαύμαζε ο Χρήστος, καταλήγει να είναι Ματωμένος Γάμος:

    Στό Νικόλα Κληρονόμο

Φυσᾶ βοριάς καί τό πέπλο/σηκώνεται. Κόκκινο κι ἄσπρο/καί βαθύ. Ὅπως οἱ γάμοι./Μπρός μου πέρασαν/μέ τ’ ἄλογα καί τά βιολιά·/μ’ ἄσπρα μαντίλια/πέρασαν μπροστά μου./Σιγανά περπάτα νύφη, τῆς ἐφώναξα/σιγανά περπάτα νύφη, καί δέν άκουσε./(Τό κόκκινο ἦταν ἄλογο/κι αὐτός στά μαῦρα ξένος).

                                  (Η ΝΥΦΗ-Μετά τα Μυθικά)

 Οπτικές και ακουστικές εικόνες αντιτιθέμενες. Ισχυρές αντιθέσεις στο άσπρο και κόκκινο βαθύ πέπλο της νύφης, το μαύρο του γαμπρού, το κόκκινο του αλόγου, τα βιολιά, τα άσπρα μαντίλια. Στο τέλος, όμως, κυριαρχεί το κόκκινο, το φονικό, το αίμα, και το μαύρο, ο ξένος καβαλάρης, ο θάνατος. Αξιοπρόσεκτη σ’ αυτό το ποίημα και η διπλή προειδοποίηση του ποιητή προς τη νύφη «σιγανά περπάτα νύφη». Στον τόπο του ποιητή αυτό θυμίζει το ντόπιο δημοτικό τραγούδι, ενδεικτικό στοιχείο για το πόσο ζυμωμένος είναι ο ποιητής με τη ντόπια παράδοση: Σιγανά περπάτα νύφη, σιγανά κι αγάλια-αγάλια…

Το άσπρο είναι κι αυτό χρώμα θανάτου, το χρώμα των νεκρών, των πτωμάτων, το νεκροσάβανο. Μπορεί να συνυπάρχει με το μαύρο σε μια σύνθεση παράλογη, εξπρεσιονιστική, εξωπραγματική, που εκπορεύεται κυρίως από τον Κάτω κόσμο:



     Δέστε τό μαῦρο ἄλογο πού τρέχει

    δέστε τ’ ἄσπρα φτερά του πού χτυποῦν



                     (Τοῦ λυπημένου –Με τῶν ἀλόγων τά φαντάσματα)

Γυναῖκες σέ κλοιό ἡ νεκρή

στό κέντρο –μές στ’ἄσπρα



                  (Τα πρόσωπα -Ὀρεινό Καταφύγιο)

Καί ποῦ νά εἶν’ ἐκεῖνο τ’ἄσπρο σάλι

πού σοῦ ῤιξε, ὅταν σ’ ἔπαιρναν, ἡ νύφη

      (Σονέτο τοῦ σκοτεινοῦ θανάτου-Μετά τά Μυθικά)

Κι ἀσπρίζει, ὅπως κρανίο………(‘Ο Γάμος ΙΙ-Μετά τά Μυθικά)

Το γκρίζο είναι το μαύρο που ξεθωριάζει. Μετριάζεται η σκοτεινιά και η μαυρίλα του θανάτου. Αλλάζει η ψυχική διάθεση και η όψη των πραγμάτων. Μια ανάπαυλα στον αδιάκοπο θάνατο και κάποια νότα αισιοδοξίας, ελπίδας αχνής ότι τα πράγματα στις άλλες γενιές μπορεί να αλλάξουν:

Σήραγγες δια-/σχίζουν τό γκρίζο/κομματιάζουν τήν πέτρα/κ’ ἕνα πουλί χαρούμενο/μέ φέρνει πίσω……….Ἀλλοῦ ταξιδεύω τότε./Δέν ἔχει κόκκινο   ἐκεῖ/δέν ἔχει γκρίζο.   



(Σπάνιο Γραμματόσημο-΄Ορεινό Καταφύγιο)

Ἔπεφτε βράδυ/καί τό κόκκινο θροοῦσε./Σταχτί πηγάδι τό ΄πινε/ράντιζε  γκρίζο κόκκινο/παιδιά –βραγιές.   

(Φυτώριο-Ὀρ. Καταφύγιο)

Σε ένα τοπίο θανάτου, σε ένα ορεινό καταφύγιο των ψυχών των αδικοσκοτωμένων, πόνος και βογγητά πλημμυρίζουν τη  γη και τον αέρα:

      Οἱ φράχτες καί  οἱ φωλιές τῶν βράχων/κρατοῦν ἀκόμα βογγητά



                                                 (Γενέθλιος τόπος-Ὀρεινό καταφύγιο)

       Ὅμως  μεσάνυχτα ακούονται οἱ πόνοι…



                    .(Τό μαῦρο εἶναι χρῶμα φιλικό-Ὀρεινό καταφύγιο)

       Ἀνάκουστος κελαηδισμός σάν κλάμα (Οἱ ἦχοι-Ὀρ. Καταφ)

Οι φωνές από τον Κάτω κόσμο συγκλονίζουν, το αίμα ξυπνά, ζητάει εκδίκηση, τα μεσάνυχτα ή κάποιες «Λυτές βραδιές» πλανώνται οι νεκροί, κλαίνε, ζητούν δικαίωση, μνήμη, μέσα από κάποιες βιβλικές σκηνές σκιρτημάτων της γης, συντέλειας, χρωματισμένες με τα αλυχτίσματα των σκύλων και τα ουρλιαχτά των βατράχων. Όλα μυρίζουν θάνατο, τραγουδούν, πνέουν θάνατο.

Ἄξαφνα ὁ Θόλος ἄστραψε/ ἀκούστηκαν οἱ κρότοι./ «Μπουμπουνητά»    ψιθύρισα./ «Ἄλογα» εἶπε ὁ γιός μου /κι ὁ ἄλλος γιός μου: «Ντουφεκιές».



                                       (Κεφάλαιο τρίτο-Μέ τῶν ἀλόγων τα φαντάσματα)

Μοῦ τραγουδοῦσε τό αἷμα.    (Ανατολή-Μέ τῶν ἀλόγων. τά φαντάσματα)

Κι ἀκούστηκε ὁ κρότος ὁ μεγάλος τῆς γῆς/πού τσακιζότανε τυφλή/πάνω στό βράχο.                     (Συντέλεια-Μετά τά Μυθικά)

Ὅλη τη νύχτα ἀκούονταν σκυλιά.(Παράλυτα Μαλλιά-Μέ τῶν ἀλ. τά φαντ.)

Θά εἶναι νύχτα καί θά οὐρλιάζουν τά βατράχια(Μῆκος Χρόνου-Ὀρ. Κατφ.)

Ἀνοῖξαν οἱ φωνές χτυποῦν τα πλῆκτρα/χτυποῦν τῶν ζωντανῶν τα δόντια./Θάνατος πνέει και κρυώνουν.         

 (Κῆπος-Μέ τῶν ἀλ. τά φαντ.)

Ὅμως τό πιό γλυκό βιολί/τό παίζει ὁ θάνατος(Μέ Μαῦρο Δίχτυ-Με τῶν ἀλ. τά φαντ.)

  Μέσα σ’ αυτή τη φθορά, τη συντέλεια, τη δίνη του θανάτου, χρώματα και ήχοι συνείρονται, επιφάνεια και βάθος ένα, για να γεννήσουν κι άλλο θάνατο ή η περιδίνηση του μαύρου και του χάους μέσα από υμνωδίες κοσμογονικές να γεννήσει κάτι σημαντικό: την ποίηση, την ανάσταση, με ανάδοχο τον Διονύσιο Σολωμό ή να κυοφορήσει την ελπίδα, το φυτώριο, τη νέα καλύτερη γενιά:

       Αἷμα ἠχῶς παλιώνει στο ντουβάρι  (Τροχήλατος ἵππος-Ὀρ. Καταφ)

Κι ὁ κρότος πότε ἄλογο/καί πότε φίδι (Ἱστορία τῆς Γραφῆς-Μέ τ.ἀ.τά φ.)



Τό ἕβδομο πέπλο κρύβει/τό πηγάδι./Σκύβω στό φιλιατρό καί ρίχνω πέτρα – κρότος τίποτα/οὔτε νερό οὔτε τέλος/εἶμαι στόν κούφιο ἄξονα/τοῦ κόσμου. ὁ ἄλλος πόλος/κάτω ἀπό θόλους και ψαλμούς/τό μαῦρο ξεγεννάει τούς ποιητές του/τρίς στόν ἀέρα/τούς σηκώνει ὁ Διονύσιος./Δοκιμή Ἀνάστασης.


( Το ἕβδ. Πέπλο.VII.- Ὀρ. Καταφ.)

Ἔπεφτε βράδυ/καί τό κόκκινο θροοῦσε./Σταχτί πηγάδι τό ΄πινε/ράντιζε  γκρίζο κόκκινο/παιδιά –βραγιές.  

                                                        (Φυτώριο-Ὀρ. Καταφύγιο)

Ακόμα και τα άψυχα αποκτούν ζωή για να τη χάσουν μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα του θανάτου, αισθάνονται, δέχονται χτυπήματα, πληγώνονται, στάζουν αίμα:

Ὁ φράχτης στάζει κόκκινο     (Δίκοπη μέρα- Ὀρεινό Καταφύγιο)

Σαλεύει ὁ φράχτης, φέγγουν κοντακιές    (Οἱ ἦχοι- ὀρεινό καταφύγιο)

Οἱ φράχτες κ’ οἱ φωλιές τῶν βράχων κρατοῦν ἀκόμα βογγητά.



                                   (Γενέθλιος τόπος-Ὀρεινό Καταφύγιο)

Σέ φράχτη θά τό δεῖτε τό κεφάλι μου. / Σέ καθαρή πετσέτα νά τό βάλετε/ καί νά τό πᾶτε….



(Μέ τῶν ἀλόγων τά φαντάσματα, Τυπογραφείο ΚΕΙΜΕΝΑ, Αθήνα 1985)

Ο φράχτης είναι ένα βασικό σύμβολο στην ποίησή του. Αποτελεί το αντικαθρέφτισμα των γεγονότων, το χώρο που εκτίθενται: η φρίκη, οι σκληρές και βάναυσες σκηνές, αποκεφαλισμοί αντιπάλων, ακόμα και συγγενών, παλουκωμένα κεφάλια, σαν μια εφημερίδα τοίχου και με ανθρώπινη υπόσταση, αφού αισθάνεται και συμμετέχει στον πόνο και στη φρίκη «στάζει κόκκινο», αίμα. Είναι ο χώρος κορύφωσης της ανθρώπινης βαναυσότητας και αναλγησίας, καθώς το αίμα σε δημόσια θέα στάζει θάνατο, για τιμωρία, εκδίκηση, αλλά και «πρός γνῶσιν και συμμόρφωσιν» πάντων. Αποτελεί, όμως και το σύνορο, το όριο των γεγονότων και των εξελίξεων, καθώς η φρίκη σταματά στο φράχτη και σπάνια εισχωρεί στα ενδότερα, ένα είδος προστασίας για το εσωτερικό του σπιτιού. Η κακή κατάσταση του φράχτη δείχνει και την εγκατάλειψη του σπιτιού:

Οἱ ἄλλοι μπῆκαν μέ τουφέκια

 καί σκυλιά να βροῦν τό αἷμα,

 νά φέρουν τά κεφάλια.

                                  (Μαύρη Κιβωτός-Μέ τῶν ἀλόγων τά φαντάσματα)

Ἐδῶ κανείς δέν .ἄλλαξε τούς φράχτες/μιά χλόη τούς κυκλώνει/ἀλλοῦ πυκνή/κι ἀλλοῦ ἀτάιστη.  


 (Ἀναστάσιμο-Ὀρ. Καταφύγιο)



   Έξω από το φράχτη το πένθιμο σκυλί είτε με το αλύχτισμα είτε με το ουρλιαχτό προσθέτει την ανατριχίλα και το ρίγος συμπληρώνοντας τη φρικτή εικόνα της φθοράς, του σάπιου…. ακουστικά.:

Νύχτα μέ πένθιμο σκυλί στόν σάπιο φράχτη

Κι οἱ πεθαμένοι ἀκοῦν καί περιμένουν    


(Ἥμερος Ὕπνος-Μέ τ.τά φ.)


Η ποίηση του Χρ. Μπράβου στηρίζεται στον απόηχο της εμφύλιας μνήμης, χαρακτηρίζει, όμως, την εποχή του και προσφέρει σ’ αυτήν την «επαρχιώτικη» και «ορεσίβια» φρεσκάδα, μένοντας προσκολλημένη στις συνήθειες, στον τρόπο ζωής, στις δοξασίες και στη ραχοκοκαλιά της παράδοσης και του δημοτικού τραγουδιού του γενέθλιου τόπου του. Οι ήρωές του, που τρίβονται και αλέθονται στις μυλόπετρες του Εμφυλίου, μένουν, με ένα αιώνιο αγκάλιασμα στο Ορεινό Καταφύγιο των ψυχών τους, στη μικρή Δεσκάτη.