Κριτικό σημείωμα για τα δοκίμια κριτικής της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ‘’Στους πίσω κήπους μιας λέξης’’, Εκδόσεις Ρώμη
Της Εύης Κουτρουμπάκη*
Η κριτική και τα κριτικά κείμενα, αποτελούν κατά κάποιον τρόπο εισβολή στην ιδιωτική περίμετρο των κρινομένων, πράγμα που είναι ούτως ή άλλως δυσκολότατο από τη φύση του. Αν δε όπως στην περίπτωση της Λουκίδου,που είναι και η ίδια ποιήτρια, επιχειρείς να κρίνεις τα έργα ομοτέχνων σου,τότε το εγχείρημα καθίσταται έτι δυσκολότερο.
Γιατί το να προσπαθήσεις να επανανοηματοδοτήσεις έναν ήδη νοηματοδοτημένο λόγο, αυτό είναι που αποτελεί τη δυσκολία. Να εξηγήσεις δε το «raison d’ etre» («λόγο ύπαρξης») ενός εκάστου κειμένου και την ουσία των λεγομένων του ποιητικού corpus καθιστά το εγχείρημα έτι δυσκολότερο.
Η Λουκίδου σε αυτά τα δοκίμια κριτικής που περιέχονται στο βιβλίο της ‘’Στους πίσω κήπους μίας λέξης’’ με ποιητικό αισθητήριο , πνευματική συγκρότηση και ελεύθερο δυνατό λόγο καταβυθίζεται στο έργο των Μέσκου, Νικηφόρου, Μαυρίδη, Μοσκώφ, Καρατζόγλου, Κουτροκόη, Μπακονίκα, Μυλόπουλου, Εξάρχου, Χρηστάρα, Κορνέτη και Γκολίτση, για να ορίσει και να εντοπίσει τους άξονες που διατρέχουν το έργο τους και πως αυτοί και αυτές ορίζουν το χώρο στον οποίο κινούνται , τον κανόνα που διέπει το ποιητικό τους corpus και ποιες είναι οι ψηφίδες εκείνες που δημιουργούν το προσωπικό τους ποιητικό ψηφιδωτό.
Η συγγραφέας καταθέτει αυτό το βιβλίο κριτικών κειμένων ως προϊόν μιας συνάντησης της ιδίας με το έργο και τους ποιητές αυτούς, ζώντες και τεθνεώτες.Στη συνάντηση αυτή η ίδια φέρει ένα προϋπάρχον υλικό που έχει ήδη διαμορφωθεί μέσα της σαν μια προδιάθεση με μορφή προκαθορισμού μια και είναι ποιήτρια και η ίδια .
Ως αφετηρία της ανάλυσης και της κριτικής της Λουκίδου, η οποία είναι ακαταπόνητη λάτρης της λίστας και του διαρκούς continuum της γνώσης, τίθεται a priori το δεδομένο γι αυτήν ότι το ποιητικό σώμα των κρινόμενων έχει δεύτερα και τρίτα επίπεδα τα οποία άλλοτε τέμνονται , άλλες φορές συμπίπτουν κι άλλες αντιδιαστέλλονται . Σ αυτά τα επίπεδα καταβυθίζεται και αυτές τις τομές, τις διασταυρώσεις και τις αντιδιαστολές και τις υπαρξιακές διερωτήσεις ενός εκάστου από τους κρινόμενους, επιχειρεί να αναλύσει σε όλα τα κριτικά της κείμενα η Λουκίδου και όχι μόνον στο παρόν βιβλίο. Γιατί όσο ζει, μαθαίνει για τον εαυτό της και τους άλλους. Ο Ρίλκε γράφει στα ‘Γράμματα σε έναν νέο ποιητή’. « Έχε υπομονή με ό,τι δεν έχει επιλυθεί και προσπάθησε να αγαπήσεις τα ίδια ερωτήματα. Και ο Γιάλομπ λέει. Προσπάθησε να αγαπήσεις κι εκείνους που ρωτούν. Αυτή είναι η μείζων συνεισφορά της γράφουσας στον κριτικό λόγο. Αγαπά τα ίδια ερωτήματα με το υπό κρίσιν ποιητικό έργο μα και τους ποιητές τους ίδιους..
Ο Νερούδα τονίζει πως όλα τα μονοπάτια οδηγούν στον ίδιο στόχο, να εκφράσουμε δηλαδή στους άλλους αυτό που είμαστε. Η Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου δεν προσπαθεί απλά να εντρυφήσει στα κείμενα των άλλων, μα με την καταβύθιση της αυτή προσπαθεί να μας πει και πως σκέφτεται η ίδια.
Έτσι στα κείμενα της αυτά διαγράφεται καταλεπτώς η εσωτερική ζωή, η εσωτερική πραγματικότητα των γραφόντων αλλά και της ίδιας. Βλέπει την εσωτερική ζωή των άλλων ενώ ταυτόχρονα αναστοχάζεται και πάνω στο δικό της έργο.Γίνεται έτσι αντιληπτό όχι μόνον το modus scribendi των γραφόντων αλλά και το modus pensandi της ίδιας. Αυτό εν τέλει είναι και ο αναστοχασμός. Κι αυτό είναι η εσωτερική ζωή και η εσωτερική πραγματικότητα.
Πρόκειται για μια φράση που μου φαίνεται παραδειγματική, επειδή ταιριάζει και στις «δύο όχθες» Το ρυάκι και τα νερά του που τρώει τα χώματα της ζωής της κριτικού και των κρινόμενων είναι η ποίηση.
Με τρόπο ανασκολοπιστικό διαπερνά την μορφή, την πρόσοψη που κρύβει την μεγάλη αναταραχή του ανθρώπου ξεπερνά τον αποιεροποιημένο εξωτερικό κόσμο και φτάνει στον εσώτερο ιερό των γραφόντων.
Ασχολείται με την Τρίτη διάσταση των ποιημάτων που αφορά το βάθος και το ύψος, για να φτάσει στην τέταρτη διάσταση που είναι ο χρόνος.
Η μελέτη του βάθους και του χρόνου στους ποιητές με τους οποίους καταγίνεται στην παρούσα μελέτη η Λουκίδου, είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού σε όλο το βιβλίο.
Δεν χάνεται στην εξωτερικότητα και στη δυνητικότητα που προσφέρουν οι ποιητικές εικόνες αλλά αφουγκράζεται την εσωτερική τους πραγματικότητα με τους κραδασμούς, τις αλήθειες και τα ψέματά της, που είναι πέραν του περατού και του μετρήσιμου.
Μοιάζει η γράφουσα να έχει ανοίξει ένα σχολείο τέχνης, που το έχει στηρίξει στην ίδια την ανάγνωση και βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με εκείνον ή εκείνους που βρίσκονται πίσω από ένα βιβλίο ερευνώντας και μεταβολίζοντας τη γνώση.
Είναι σταθερός θαμώνας της κατοικημένης μοναξιάς των βιβλίων, βιβλίων κατοικημένων από τους άλλους μα πάντα μόνιμες Ιθάκες της ποιήτριας αλλά και όλων μας μια και αυτά λειτουργούν σαν μπαταρίες ζωής.
Έχει ειπωθεί πως ο δημιουργός είναι ο πιο δίκαιος κριτής του έργου του αλλά όπως συμβαίνει εδώ, ο ομότεχνος μπορεί καλύτερα να ξεπεράσει την αμηχανία του γράφοντος και να αρθεί σε ένα επίπεδο υψηλότερο για να κρίνει έργα με τα οποία ταυτίζεται και να δώσει τη δική της δυνατότητα ερμηνείας που αίρει τα στεγανά και τα όρια στο ποιητικό πεδίο.
Τη μύχια ζωτικότητα της ψυχής και τις πηγές της δημιουργικότητας κρίνει η Λουκίδου χωρίς καθόλου σχολαστικισμό μια και οι σχολαστικοί δεν νοιάζονταν να προσεγγίσουν κάποια θεωρία γύρω από την υποσυνείδητη ζωή της ψυχής.
Στο γραπτό κείμενο,τονίζει ο Steiner, ενυπάρχει μεγάλο μερίδιο κύρους ( autorite), όρος που επικαλύπτει όπως άλλωστε και η λατινική του σημασία autoritas τη λέξη auter που θα πει δημιουργός, συγγραφέας .Το απλό γεγονός της γραφής , της καταφυγής σε μια γραπτή μεταφορά κατά τον George Steiner επιφέρει την απαίτηση του επιβλητικού, του κανονιστικού.
Κάθε γραπτό κείμενο είναι προϊόν μιας σύμβασης, ενώνει το συγγραφέα με τον αναγνώστη του μέσω της υπόσχεσης ενός νοήματος. Κατ ουσία ο γραπτός λόγος υπόκειται σε κανόνες. Είναι συντεταγμένος όρος .Στην κριτική ιδιαίτερα Συντάσσω σημαίνει τακτοποιώ . Ο κριτικός λόγος συνδέει μύχια και αναπόφευκτα την πράξη της γραφής με μεθόδους πηδαλιουχίας και με ποικίλους τρόπους ανασύρει πράξεις από τον γραπτό λόγο σαν να ήταν έγκλειστες.
Ο τρόπος που διερωτώμαστε πάνω σε ένα κείμενο αποτελεί τη γραφή ενός καινούργιου. Εξ ου και η λογική του ατελεύτητου σχολίου και του σχολίου πάνω στο σχόλιο. Αυτή είναι και η φροϋδική σκέψη της ατελεύτητης ανάλυσης.
Δεν παρεμβαίνει και σε αυτά της τα κείμενα η Λουκίδου σαν παθητικός αναγνώστης που καταγράφει απλά μηχανιστικές πρακτικές της κριτικής και δεν εξετάζει μόνον αν αυτές απαντώνται στα κείμενα ενός εκάστου, αλλά με σύνθετες νοητικές και συναισθηματικές λειτουργίες αναγιγνώσκει κριτικά και ενεργά τα κείμενα και αλληλεπιδρά με αυτά.
Είναι άξια λόγου η σκαπάνη που χρησιμοποιεί. Με ευαισθησία περισσή και αξιοσημείωτη θεωρητική σκευή σκανάρει την μυστική ζωή των ποιημάτων και τα αποθέτει με αυτόν τον τρόπο διαβασμένα εμπρός μας. Γιατί αυτή είναι η πρόθεση της. Να αναδείξει το έργο των γραφόντων και όχι να ακιστεί με αυταρέσκεια μπροστά επιδεικνύοντας την πληθώρα των δικών της γνώσεων. Γιατί η λογοτεχνική κριτική δεν είναι αυτοσκοπός. Στόχος της είναι να χαράζει έναν άξονα πολιτισμικής συνέχειας και να συνεισφέρει στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού κανόνα διαμορφώνοντας ένα σύστημα αξιολόγησης και ιεραρχιών γύρω από τα κείμενα και τους ποιητές στην προκειμένη περίπτωση.
Ο Blanchot τονίζει πως ο κριτικός δεν πρέπει να υποκαταστήσει αυτό για το οποίο μιλά. Στα κριτικά της κείμενα αυτά, η Λουκίδου ούτε καν το υπαινίσσεται. Ως μανιώδης αναγνώστης βιώνει και απολαμβάνει την λογοτεχνική πράξη άλλων.
Αυτή η αναγνωστική απόλαυση, με λόχιες ωδίνες, ώθησε και αυτή τη φορά τη Λουκίδου να μιλήσει και για το έργο άλλων ποιητών που αγαπά. Και μίλησε με την πρέπουσα διεισδυτική ματιά, την πρέπουσα σοβαρότητα αλλά και με μια βαθιά τρυφερότητα και αγάπη για το έργο ομοτέχνων της, ενσωρεύοντας στο σώμα της ποίησης το ίδιο το κριτικό της έργο. Και τούτο απαιτεί γενναιότητα και παρρησία.
*Η Εύη Κουτρουμπάκη είναι κριτικός Λογοτεχνίας