Φασματογράφος δειλινών:
Μια ιστορία για τις αρνήσεις των αρνήσεων

εκδόσεις Θράκα

Το κοινωνικό γίγνεσθαι
και οι κοινωνικές πρακτικές που παράγονται μέσα σε αυτό παράγει βιώματα που
είναι όμοια μέσα στη διαφορά τους. Όταν μάλιστα πρόκειται για γεγονότα τα οποία
έχουμε ζήσει μαζί, από την μεριά των ηττημένων, οποιαδήποτε ανάγνωση μεολαβείται
στο φάντασμα της ήττας, τους τρόμους και τις απογοητεύσεις που είχαμε όντας οι
συγκεκριμένοι άνθρωποι, στις συγκεκριμένες καταστάσεις, στις συγκεκριμένες οργανώσεις
της πολιτικής αριστεράς, αλλά και στις χαρές και τις προσδοκίες για την
κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Το βίωμα λοιπόν είναι κοινό
όταν μιλάμε για ανθρώπους όμοιων ηλικιών, στις ίδιες μάχες, στις ίδιες
οργανώσεις και στις ίδιες ήττες και ματαιώσεις, και ξαναφωτίζεται μέσα από την
ιδιαίτερη ματιά του κάθε αναγνώστη/τριας. Ο Στέφανος λοιπόν μιλάει για αυτές,
από τη σκοπιά των ηττημένων, οι οποίοι ξαναμετράνε τις δυνάμεις τους. Διαβάζω
«οι σημασίες έχουν ξεφτίσει τόσο/ώστε, πολύ σύντομα, νεότευκτες έννοιες
όπως/έντιμος συμβιβασμός/αριστερά δακρυγόνα/κέντρα φιλοξενίας προσφύγων/έχουν
κι αυτές πια ξεπεραστεί από τις αντικειμενικές συνθήκες/επιγραφών νέον» (σελ.
49). Ο αποφατικός τόνος του Στέφανου, συνδυάζεται με αφαιρέσεις προσδιορισμένες
κυρίως από το τοπίο της πόλης ή της φύσης, με τρόπο τέτοιο που απηχεί σε μεγάλο
βαθμό της επιρροές του από το ρομαντισμό και την υπερρεαλιστική λογοτεχνία,
παραθέτοντας μια υλική προσπάθεια ζεύξης του μοντερνισμού με το ρομαντισμό.

Μέσα από αυτό το πρίσμα,
τα χαϊκού του Στέφανου, τα οποία δεν είναι ακριβώς χαϊκού καθότι δεν έχουν τον
συγκεκριμένο φορμαλισμό των χαϊκού, οπότε ας τα πούμε ολιγόστιχα ποιήματα,
διαθέτουν τέτοια δυναμική, που ο αναγνώστης μένει ενεός απέναντι τους. Γράφει
στη σελίδα 48 «βρέχει στους τοίχους/την ευθύνη ανέλαβε/μια εποχή», ή στη σελίδα
36: «φεγγάρι μου φεύγουν/δε σε πρόσεξαν/τι δε θα σαι κύκλος», ή το επόμενο,
στην ίδια σελίδα, «τόσα μπαλκόνια/φασαρία/κι όμωςˑ ούτε ένας άνθρωπος». Η
δυναμική είναι τέτοια, που νιώθω, διαβάζοντας τα, ότι η αντίφαση μοιάζει να
κορυφώνεται. Με αυτήν την έννοια, κυρίαρχο μοτίβο στα ολιγόστιχα ποιήματα του
Στέφανου, είναι η διαλεκτική, και μάλιστα μιας Μαοϊκής κοπής διαλεκτική,
νοούμενη ως άρνηση της άρνησης. Μια διαλεκτική που άλλωστε φαίνεται και από τον
τίτλο «Φασματογράφος δειλινών» που εμπεριέχει την διπλή αντίφαση άνθρωπος-φύση
και άνθρωπος-μηχανή φτάνοντας έτσι στην πλέον πλήρη εκδοχή της αντίφασης μεταξύ
μηχανής και φύσης. Συμπύκνωση της παραπάνω αντίφασης είναι το πολύ όμορφο
ποίημα «Αναμνήσεις από μια εποχή φυγής» (σελ. 37) και ειδικά οι τελευταίοι του
στίχοι «τα κύματα, εξαγριωμένα,/εφορμούν στις επάλξεις/του κάστρου της
άμμου/προς θλίψη ατέρμονη/της φωτογραφικής μηχανής/που δεν πρόφτασε».

Οι στυλοβάτες της
διαλεκτικής φαίνονται άλλοτε ρητά με το ποίημα στη σελίδα 50, με τίτλο άνθρωπος
και μηχανή, το οποίο καταλήγει με την πύκνωση της αντίφασης: «άνθρωπος και
ελευθερία/σε μηχανή ονείρων/στην καταρόδινη αυγή/που θα ναι μια απέραντη
γιορτή». Ή τα ολιγόστιχα ποιήματα της σελίδας 19: «πιο κοντινός/ο ουρανός σήμερα/βρέχει»
και το επόμενο, στην ίδια σελίδα, «στης πόλης τη νύχτα/ένα σκοτάδι/βουνόˑ απόρθητο»,
εκείνο της σελίδας 26 «όμορφα γέρνει/ο ήλιοςˑ καμιά φορά/τώρα, αν τον
προφτάσεις» ή εκείνο στη σελίδα 58 «προς το Θιβέτ/με μια μηχανή/μια εποχή
ακίνδυνη» και σελίδα 76 «φεγγάρι μου/μαχαίρι του ουρανού/που κρύβεσαι απόψε».
Άλλοτε η αντίφαση αναποδογυρίζεται με τον τρόπο που ο Μαρξ, κατά τον Γαλλικό
στρουκτουραλισμό, γύρισε την αντίφαση του Χέγκελ ανάποδα, «όλη τη νύχτα/φώναζε:
αισθάνομαι/υπάρχωˑ βρέχει» (σελ. 76). Άλλοτε η αντίφαση εντοπίζεται στο πεδίο
του λόγου και του νοήματος του «να αφουγκραστώ τις λέξεις/που υποψιάζομαι
πια/πως δεν γνωρίζω τι σημαίνουν» (σελ. 48). Οι αντιφάσεις κάποιες φορές
οδηγούν σε ανασυνθέσεις, όπως στο ποίημα με τίτλο Ποιητική ανασύνθεση (σελ. 59)
όπου ο Στέφανος μας λέει ότι «raisond’
êtreδεν ήταν πάντοτε/ο κατευνασμός του δειλινού». Ενώ στο ποίημα με τίτλο Δειλινό,
όπου προσπαθεί να ορίσει τον ένα πόλο της συλλογής, ο Στέφανος αναγνωρίζει την
αντίφαση μεταξύ βιώματος και αναπαράστασης λέγοντας μια ροδοκόκκινη
βεντάλια/απλώθηκε στον ουρανό/σε ανάμνηση του ηλιοβασιλέματος/που – για μια
στιγμή – με μάγεψε».

Το βιβλίο αυτό αρθρώνεται
στη βάση τεσσάρων μικρότερων που είχε κυκλοφορήσει ο ίδιος ο Στέφανος, έτσι που
το πέρασμα από την αρχή προς το τέλος του βιβλίου αποτελεί μια μικρή διαδρομή
προς την ποιητική ωρίμανση. Κοινός παρονομαστής στην πορεία αυτή είναι ο
ανατρεπτικός τελευταίος στίχος που επισφραγίζει την αντίφαση με την έκπληξη. Στο
βαθμό που ο Στέφανος συνεχίσει τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες ως ηθοποιός
και σκηνοθέτης και στο βαθμό επίσης που συνεχίσει να επεξεργάζεται και να
δουλεύει την αντίφαση και την αφαίρεση βλέποντας τον κόσμο μέσα από τα ίδια
φίλτρα της επανάστασης και του έρωτα θα συνεχίσει να φέρνει ποίηση τέτοια που
να μας τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια, να μας κινητοποιεί συναισθηματικά και
να μας κάνει να σκεφτόμαστε πολιτικά και αξιακά.