ViveLePâques!
Την μεγάλη
Παρασκευή καλοντυνόμασταν και πηγαίναμε στον επιτάφιο, παρότι άπιστοι
οικογενειακώς. Εγώ, η μάνα μου, ο αδερφός μου, ο παππούς. Ο πατέρας μου συνήθως
δούλευε στην Αθήνα και ερχόταν το μεγάλο Σάββατο, ίσως –σκέφτομαι – για να φάει
κατευθείαν. Ο Άη Γιάννης είχε μια όμορφη αυλή με μαρμάρινα σκαλιά και λεμονιές,
μικρή. Βέβαια τότε, μου φαινόταν τεράστια. Από ‘κει ξεκινούσε η φιλαρμονική του
δήμου παίζοντας το ‘’Ω γλυκύ μου Έαρ’’, βαδίζοντας αργά και συντονισμένα. Θυμάμαι
όλες τις κυρίες ευλαβέστατες με κραγιόν
και νύχι κατακόκκινο. Αυτές οι ίδιες που τα καλοκαίρια άπλωναν την αρίδα τους
στην παραλία φέρνοντας καρέκλες και φαγιά , προτού οι επιχειρηματίες βάλουν ξαπλώστρες και γίνει η παραλία μια κακόγουστη
και ομολογουμένως μπερδεμένη στυλιστικά καφετέρια. Τότε, τώρα και μάλλον για
πάντα θα αναρωτιέμαι γιατί να βάλεις καρέκλα εκεί όπου μπορείς να ξαπλώσεις;
Η πιο
γραφική μυρωδιά στον κόσμο είναι αυτή απ’ τα ανθισμένα εσπεριδοειδή δέντρα. Με
ρώτησε πρόσφατα ένας φίλος ‘’Κοίτα πόσες νεραντζιές στους δρόμους, γιατί να μην
είναι πορτοκαλιές ή λεμονιές να παίρνει ο κόσμος?’’ Είναι οικονομικό το θέμα,
απάντησα, αλλάζοντας κουβέντα για να μην γίνω γραφικότερη της μυρωδιάς των νεραντζιών.
Είναι που λες και πολυσήμαντη μυρωδιά. Είναι ένα ένδοξο σύμβολο νίκης. Αν είχαν
στόμα όλες αυτές οι νεραντζούλες στους δρόμους της Αθήνας, τον Απρίλη θα
έσκουζαν, ‘’Είμαι ότι πιο όμορφο θα συναντήσεις στον δρόμο για την δουλειά σου
ρε πανίβλακα, κάτσε να με κοιτάξεις και να με μυρίσεις και να με πιάσεις λίγο,
γιατί δεν κρατάω για πολύ΄΄.
Δεν μπορώ να
θυμηθώ αν με συγκινούσε τόσο αυτή η μυρωδιά όταν ήμουν μικρή. Υποθέτω πως την
έπαιρνα δεδομένη, όπως την περιστροφή της γης ή τα βυζιά μου που μεγάλωναν και
δεν θα ξαναμίκραιναν ποτέ πια. Δεν θυμάμαι να την συνδέω με τα γεγονότα που
συνέβαιναν τριγύρω μου, απλώς υπήρχε σαν συνοδευτικό. Κοτόπουλο με ρύζι,
μπιφτέκια με πατάτες. Εκείνο το άλλο απροσδιόριστο κρέας που έτρωγε ο παππούς
μου, λεπτό και στεγνό σαν φλούδα ξύλου με την σάλτσα του. Μια πηχτή καφέ σάλτσα,
ατάλαντη, που μόλις την έριχνε πάνω στο κρέας γινόταν αμέσως διάφανη, σαν να
είχε αναγνωρίσει την αχρηστία της και ήθελε να σταματήσει να υπάρχει.
Τελοσπάντων, στην εξοχή ,αν κανείς θεωρεί εξοχή μια πόλη,
απλώς όχι την Αθήνα, που έχει θάλασσα και πάρκο για να κοπανιούνται τα παιδιά
και τεχνητούς καταρράκτες για να πηγαίνουν βόλτα τα ζευγαράκια που δεν θα έχουν
ποτέ λεφτά να πάνε σε κανονικούς καταρράκτες, η μυρωδιά -η προαναφερθείσα-
έσκαγε στον αέρα, σαν έκτακτη είδηση, το Πάσχα. Εκεί που περιφερόμουν αμέριμνη
σέρνοντας μπάλες, πατίνια, σκοινάκια αρχικά και ύστερα περιοδικά, κινητά και
μηνυματάκια, τσιγάρα και φραπέ, την φιλενάδα μου την Χρύσα και τον πόνο της για
το αγόρι εκείνο από την κατασκήνωση ή τον δικό μου πόνο για τον Κώστα ή τον
Δημήτρη ή τον Τάδε Ταδόπουλο, μου επιτίθονταν ξάφνου, σαν λυσσασμένα σμήνη, τα
λευκά λουλουδάκια των δέντρων και εγώ θαρραλέα τα έπιανα και τα έμπηγα στην
μύτη, στο στόμα, στα μάγουλα και προφανώς στα μαλλιά μου (αν τυχόν και περάσει
ο Ταδόπουλος με το ποδήλατο να με δει ένα ολάνθιστο θαύμα).
Φυσικά, η μάχη αυτή
κρατούσε περίπου όσο μου κρατάει σήμερα ένα πακέτο τσιγάρα. Δεν καπνίζω
βιομηχανικά γιατί δεν συγκρατούμαι. Καπνίζω στριφτά γιατί είναι πιο φτηνά,
βρωμάνε λιγότερο και μου απασχολούν τα χέρια. Στις γιορτές όμως αγοράζω ένα
πακέτο καρέλια λευκή κασετίνα. Παραδείγματος χάριν την Πρωτοχρονιά. Σπάνια την
βγάζει στην αντίστροφη μέτρηση. Είναι πιθανό να αγοράσω ένα τέτοιο πακέτο την
μέρα που θα λήξει η καραντίνα. Αν έχω λεφτά. Είναι εξίσου πιθανό να το καπνίσω
σε μια ώρα. Μαζί με είκοσι μπύρες. Είναι πιθανό να μπήξω και όσα λευκά
λουλουδάκια απ’τις νεραντζούλες συναντήσω στο διάβα μου, στη μύτη μου. Αν
περάσει ο Ταδόπουλος, θα δω τι θα κάνω.
Πίσω στον Κορινθιακό, ο αδερφός μου έπαιζε μπιλιάρδο. Η μάνα
μου, στο σπίτι, διάβαζε στο μπαλκόνι ξυπόλητη με τα δάχτυλα των ποδιών της να
πιέζουν το κάγκελο, ο πατέρας μου όρθιος στην κουζίνα φώναζε κάτι αστείο
επιλέγοντας ακατανόητα την λάθος χρονική στιγμή να το πει. Ήξερα και ακόμα ξέρω
πόσο πολύ ήθελε να το ακούσω αυτό το αστείο που δεν άκουσα και έπειτα νευρίαζε,
όπως νευριάζει τώρα που δεν μπορεί να μου κάνει βιντεοκλήση χωρίς να με
υποβάλλει στο τρομαχτικό μαρτύριο να τον ακούω αλλά να βλέπω την απέναντι
πολυθρόνα, ακίνητη, χωρίς να ανοιγοκλείνει το στόμα της γιατί δεν έχει. Ο
παππούς έκοβε βόλτες στην παραλία με τα χέρια πίσω απ’ την μέση του, κομψός και
είρων ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους, τους χωριάτες, τους ασκημομούρηδες, τους
καμπούρηδες, τις σκαλόρνιθες και όλο τον λοιπό θίασο που αγαπούσε να κρίνει.
Πέρα δώθε, πέρα δώθε κάναμε και εμείς την διαδρομή τη παραλίας
ώρες επί ωρών με το ίδιο άσβεστο πάθος χωρίς κανείς μας να αναρωτιέται γιατί. Όταν
φτάναμε στο πάρκο, καθόμασταν στο λιμανάκι, λέγαμε καμιά μαλακία και άντε πάλι
πίσω στην σκυταλοδρομία. Δεν το παραδέχτηκα ποτέ, αλλά εμένα δεν μου άρεσε τόσο
αυτή η διαδρομή. Δηλαδή μου άρεσε, στην εφηβεία κυρίως , διότι γκομενίζαμε.
Κατά τα λοιπά, ήθελα να κάνω βόλτες στις πιο πάνω γειτονιές. Ειδικά το Πάσχα.
Εκεί κοντά στον Άη Γιάννη, στον πεζόδρομο και από πίσω, στα σκαλάκια που
οδηγούσαν στον περιφερειακό. Ούτε παραδέχτηκα ότι ψιλογούσταρα τις καμπάνες.
Όχι θρησκευτικά. Γεννήθηκα άπιστη, άπιστη θα πεθάνω. Αλλά να, κάπως μου έδιναν
μια δικαιολογία να στεναχωριέμαι λιγάκι, οι πένθιμες. Και να χαίρομαι, οι
χαρούμενες. Αν και προτιμούσα τις πένθιμες. Γιατί άπαξ και περνούσε η
Παρασκευή, ε μετά κλάφτα. Δύο ακόμη μέρες και πίσω στην Αθήνα. Δεν ήταν και
καλοκαίρι να ‘χει περάσει και κάνας μήνας να μου ‘χουν λείψει όλα ή να χω κάνει
κοτσιδάκια με πολύχρωμες κλωστές στα μαλλιά, να μοστράρω στο σχολείο. Το Πάσχα
ήταν σύντομο. Πλην όμως έξυπνο. Ήξερε όλα τα κόλπα για να σε κάνει να το
θυμάσαι μέχρι το καλοκαίρι. Ήξερε όλα τα κόλπα για να με κάνει να το θυμάμαι
μέχρι σήμερα.
Γι’ αυτόν και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο, υποστηρίζω το Πάσχα.
Γιατί καταλαβαίνω τώρα, πόση σοφία χρειάζεται για να καταστρώσεις ένα τόσο
τέλειο σχέδιο εξαπάτησης. Φυσικά και ο Χριστός πεθαίνει την άνοιξη και
σκεπάζεται κατανυκτικά με λευκά λουλουδάκια που μυρίζουν τόσο απελπισμένα που
θέλω να κλάψω. Φυσικά και ανασταίνεται την άνοιξη, λουσμένος στο φως χορεύοντας
στα σύννεφα με την παρέα του. Ας μη τα λέω εγώ, τα έχουν πει άλλοι καλύτερα. Το
ζήτημα είναι πως μια ιστορία Ανάστασης την άνοιξη, είναι τόσο πειστική, που
αμφιβάλλω αν μπορεί να ειπωθεί κάποια άλλη τόσο πετυχημένη.