Η ζωή των Ελλήνων στο εξωτερικό, μέρος B: Αpud Munichen της Κατερίνας Γκιουλέκα

 

(παρά τοις μοναχοίς – κει με τους καλογέρους)*

Έκλεινε τώρα δυο χρόνια στο Μόναχο. Βιομηχανικός εργάτης, εσώκλειστος στα καταλύματα της BMW. Ανελέητο ωράριο στον προωθητικό ιμάντα, αραιά και που καμιά σύντομη βόλτα στο Κέντρο, ανήσυχες νύχτες στα υπνωτήρια της φίρμας δίπλα στα αστραφτερά τετραπλά σιλό.  Πίσω στην πατρίδα, σ’ ένα χωριό βόρεια του Ερζερούμ η μάνα με τρεις ανύπαντρες αδελφές περιμένουν κάθε μήνα ολόκληρο σχεδόν τον μισθό.

Η μοναξιά είχε πάρει να σφίγγει αφόρητα. Πονούσε το κορμί του και το ‘ξερε, δεν ήταν μόνο απ’ την ορθοστασία στη δουλειά. Να βρει μια γυναίκα, ένα θηλυκό! Ερχόμενος το πίστεψε για εύκολο με τόσες ξεδιάντροπες γύρω του στον υπόγειο. Στην πορεία παρατήρησε, ότι  λίγο-πολύ έτσι κυκλοφορούσαν όλες τους εδώ κι οι άντρες απ’ την άλλη, ούτε τους ψιθύριζαν βρωμόλογα μήτε που άπλωναν το χέρι στις ώρες αιχμής. Άλλα μυαλά, άλλα χούγια. Οπότε μαζεύτηκε στο καβούκι του μη τον βρει κανένας μπελάς.  Και παρέμενε ντιπ για ντιπ μόνος.

Βλέπεις, δε μάθαινε και τη γλώσσα. Ολημερίς μιλούσε μόνο τούρκικα με τους συνάδελφους, ακόμα κι ο προϊστάμενος ήταν πατριώτης -απ΄ το Μπατταλγκάζι της Μαλάτιας αυτός. Με το ζόρι κατάφερνε να παραγγείλει γρήγορο φαγητό στο σταθμό κι αν τον ρωτούσαν οτιδήποτε, ανασήκωνε τους ώμους κι επαναλάμβανε εκείνο το μόνο που ήξερε να πει. Αν γινόταν μπορετό να μιλήσει σε μια γυναίκα θα ήταν όλα διαφορετικά. Μπορεί και να ξαλάφρωνε στα λόγια το ντέρτι του. Ενώ τώρα μόνο στα μάτια του φούσκωναν κι αντάριαζαν από τα μέσα ζόρια και καημοί.

Τα θαλάσσωσε τις προάλλες και με τη μικρή. Πάει την έχασε αυτήν την ευκαιρία του. Τη γνώρισε στον υπόγειο, βρέθηκαν Πέμπτη σούρουπο για μια διαδρομή με την U8 καθισμένοι αντικριστά κι εκείνη για μια στιγμή σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε ίσα στο πρόσωπο. Το ντύσιμό της κάπως του σήμανε πως θα ήταν ξένη και λόγου της. Ήταν κυρίως τα φρύδια της που του θύμισαν τα κορίτσια στον τόπο του. Έδειχνε, θυμάται,  βαριά κρυωμένη -αυτό ωστόσο το αναλογίστηκε πολύ μετά, τότε πρόσεξε μόνο τον κεφαλόδεσμο κι έλπισε-.

Κατέβηκαν κι οι δυό στο Ολυμπιακό Κέντρο. Στην αποβάθρα της μίλησε στα γερμανικά. Εκείνη δεν του γύρισε την πλάτη ν’ απομακρυνθεί. Αναθάρρησε. Πρόλαβε και της έδωσε να καταλάβει, πως μένει εκεί, στης BMW, εκείνη απάντησε σχεδόν συλλαβιστά, εγώ απέναντι στα φοιτητικά μπανγκαλόους, ξέρεις, εκεί που έμεναν πριν επτά χρόνια οι αθλητές. Δεν ήξερε για τι του μιλά.  Ιταλίδα; Ελληνίδα! Να πάμε για καμιά βόλτα μαζί, πρότεινε. Έλα να με πάρεις από το CΟ212 το Σάββατο στις πέντε, τον αιφνιδίασε.

Έβαλε τα γιορτινά του, γιλέκο με ρολογάκι στη τζέπη, λάδωσε και χτένισε πίσω το μαλλί. Ρώτησε τον Ομάρ για το CO212, αυτός ήταν καλά περπατημένος στη γειτονιά. Αρίθμηση του είπε, στη συνοικία των προκατασκευασμένων οικίσκων με τα βεραντάκια, στο φοιτητικό χωριό ντε, εκεί με τα παράξενα γκράφιτι στους τυφλούς τοίχους και στα στενά. Αρχίζει μπροστά με τα Α, δεν θα χαθείς. Α,Β,C, προχώρα στον κεντρικό πεζόδρομο και ακολούθα τις επιγραφές. Πρόσεχε είναι εκατοντάδες πανομοιότυπα σπιτάκια. Πιο πέρα ξεχωρίζουν τα ψηλά κτήρια, στο συγκρότημα όπου έγινε στους αγώνες το μακελειό.

Έφτασε νωρίς και την βρήκε ήδη ντυμένη με το βαρύ παλτό. Να πάμε σινεμά, της πρότεινε. Δεν είναι καλή ιδέα, είναι όλα μεταγλωττισμένα γερμανικά, πήρε μιαν απάντηση κοφτή μαζί κι ένα βλέμμα αυστηρής αναχαίτισης. Πως του ήρθε, δύο άγνωστοι στο σκοτάδι. Μήπως να μέναμε τότε εδώ; Αμέσως πρόσεξε τη σκαλίτσα προς το πατάρι, εκεί απ’ όπου ερχόταν ακόμα λίγο φως. Ποιος μένει επάνω, συνέχισε δειλά, ο πατέρας σου; Ο αδελφός μου, απάντησε αυτή. Σαχλαμάρες, τον χλεύασε μετά ο Ομάρ, αυτά τα σπιτάκια τα παραχωρούν με χαμηλό ενοίκιο σε φοιτητές, ένα στον καθένα, κάτω κοιμούνται πάνω διαβάζουν ή ανάποδα – την τρόμαξες, λιγούρη!

Να πάμε για μια μπύρα, πρότεινε αυτή. Δεν πίνω, τον σταμάτησε η πίστη του. Τότε να πάμε μόνο για λευκά λουκάνικα με γλυκιά μουστάρδα; Δεν τρώω λουκάνικα, δεν τρώω χοιρινό, την αποκάλυψε χωρίς να την προδώσει. Εκείνη τη στιγμή ξεσκάλισε αβίαστα στο βλέμμα τον οίκτο της. Συμπέρανε απότομα, ότι απ’ την αρχή του είχε απαντήσει μόνο γιατί τον συνερίστηκε. Και τώρα τον λυπόταν που θέλει, αλλά δεν μπορεί. Μέσα του κάτι τον έσφαξε. Δεν θύμωσε. Κι ο ίδιος λυπήθηκε με το χάλι του. Μετανάστης, αλλόπιστος, σχεδόν άλαλος, εργένης, φτωχός. Στα βουνά τους ένιωθε άρχοντας, εδώ είναι ένα παράταιρο ζιζάνιο κι ας είναι ήδη συντελεσμένος ο ξεριζωμός.

Θα μάθω γερμανικά, αποφάσισε. Να ρωτήσω τον Τζεμάλ για εκείνες τις μπύρες, που μου μίλησε, τις χωρίς αλκοόλ. Να καταλάβω πως σκέφτονται αυτά τα αλλιώτικα κορίτσια. Ένιωσε στο ρούχο τον ιδρώτα του, τότε που για ένα στοίχημα σκαρφάλωνε πριν τρεις χειμώνες την απότομη πλαγιά του για άλλους ιερού βουνού.

Περπάτησαν σιωπηλοί ένα δεκάλεπτο προς το στάδιο της Μπάγιερν και εκεί πέφτοντας η νύχτα χώρισαν οι δρόμοι τους.

 

Η Κατερίνα Γκιουλέκα γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής Αθηνών και σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου. Μελέτες και έργα στην Ελλάδα, στα
οποία συμμετείχε από θέση ευθύνης, έχουν τιμηθεί με διακρίσεις. Είναι συντάκτρια του ιστολογίου “Μηχανικό Μολύβι – (αμήχανες) ιστορίες και στίχοι δια δικτύου”. Κείμενά της δημοσιεύονταν παλιότερα με το ψευδώνυμο Πουπερμίνα (Μηχανικό Μολύβι). Τον Απρίλιο 2024 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Θίνες η ποιητική της συλλογή ΠΛΑΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΝΗ ΤΗΣ. Περιλαμβάνει 74 ποιήματα της περιόδου 2017 – 2022. Είναι μέλος της λέσχης ποίησης Στεριανή Ζάλη του βιβλιοπωλείου Μονόκλ και έχει συμμετάσχει σε συλλογικούς τόμους. Το γερμανικό περιοδικό metamorphosen συμπεριέλαβε διήγημά της σε τεύχος του (τ.63) αφιερωμένο στην Ελλάδα.