Ο Αριστοφάνης στο Ωραίο Βερολίνο

Γράφει ο Γιάννης Παππάς

Στην Ε.

Γνώρισα την Ε. μέσω ίντερνετ. Μου έγραψε πρώτη φορά ύστερα από προτροπή μιας κοινής, αγαπημένης μας καθηγήτριας στο μάθημα της Ανθρωπολογίας. Εκείνη την περίοδο η Ε. ήταν στα τρεξίματα της πτυχιακής της, παρ’ όλα αυτά ήθελε να προετοιμαστεί για τα επόμενα βήματα της καριέρας της (βλ. ζωής της). Ζητούσε κάποιες έξτρα πληροφορίες απ’ αυτές του ίντερνετ για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Στρατηγικές του Χώρου» της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου, απ’ όπου μόλις είχα αποφοιτήσει. Η γραφή της στα greeklish κατάφερνε να μεταφέρει ταυτόχρονα την αγωνία αλλά και τις φιλοδοξίες της σχετικά για το άγνωστο και “oreo berolino”. Στις 23 Ιουλίου του 2012 έγινε δεκτή στο μεταπτυχιακό και με ευχαρίστησε μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος « …para poli gia tis plirofories pu mu edoses. An den ixame antalaksi mail den tha ixa kani tin Etisi. Filia! E. ».

Τον Οκτώβριο είχε πια εγκατασταθεί στο Βερολίνο. Βρήκε ένα δωμάτιο στη Nauener Platz συγκατοικώντας μ’ έναν Γερμανό και ξεκίνησε το μεταπτυχιακό. Εκείνη την περίοδο εγώ έψαχνα πανικόβλητος να βρω (ξανά) κάποιο σπίτι, βλαστημώντας την απρονοησία μου, καθώς τα κύματα του μεταναστευτικού Νότου είχαν κάνει την αναζήτηση σπιτιού μια εφιαλτική εμπειρία. Η Άστριτ, η σπιτονοικοκυρά μου, ξανά επέστρεφε πρόωρα και τελεσίδικα αυτή τη φορά με τον φίλο της από Αυστραλία, που είχε γνωρίσει και ερωτευτεί στην Ρουμανία το τελευταίο εξάμηνο. Θυμάμαι να έχω απελπιστεί τόσο απ’ τις αλλεπάλληλες επισκέψεις -τις λεγόμενες “μπεζίχτιγκουγκεν”- σε κάθε λογής WG: από κοινόβια, και Zwang-WG (δηλ. σε ψυχαναγκαστικές συγκατοικήσεις με αυστηρούς κανόνες, στις οποίες έπρεπε να δεχτείς την συμμετοχή σου στο να εκτελείς συγκεκριμένες ενέργειες για την κοινοτική σου διαβίωση, πχ από αντικαπνιστές -τσεκάροντας διακριτικά πιθανούς χώρους που θα μπορούσα να κάνω καμιά τζούρα, αν με το καλό με επέλεγαν- μέχρι vegan WG -όπου δεν θα ξαναμαγείρευα παστίτσιο-, ή και λεσβιακές WG -σκεπτόμενος αν θα έπρεπε να ξεκινήσω, όπως στον στρατό, με κόντρα ξύρισμα του ατημέλητου γενιού μου-). Έπρεπε να δίνω συνεντεύξεις ευ’ όλης της ύλης και να παρακαλάω να βρεθεί έστω ένα δωμάτιο, όπου να’ ναι, και όπως να’ ναι, για να βάλω κάπου τα λιγοστά μου πράγματα και να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Τελικά βρήκα τυχαία ένα σπίτι κοντά στην Ε. χωρίς τότε να γνωρίζω που έμενε, στην περιοχή του Wedding. Το διαμέρισμα ξεπέρασε τις προσδοκίες μου, καθώς δεν θα χρειαζόταν να στριμωχθώ σ’ ένα ανήλιαγο μονοκάμαρο, αλλά σε ένα δυάρι με τέσσερα παράθυρα! Ήταν μάλιστα στο μοναδικό σπίτι για το οποίο αποφάσισα να κάνω κάποια μικρή “παρανομία“ στα χαρτιά σχετικά με τα εισοδήματα που μου ζητούσαν, πέρα των άλλων χαρτιών που απαριθμούσαν την κάθε αίτηση μου, πρόσθεσα την ήδη ληγμένη υποτροφία των σπουδών μου. Ενώ όσο τριγύρναγα ψάχνοντας για σπίτι σ’ όλες τις γειτονιές του Βερολίνου, κοντοστεκόμουν κάθε που βρισκόμουν στο Wedding για έναν καφέ στης Σοφίας, η οποία είχε ανοίξει σχετικά πρόσφατα το «Καφενείον-Αμάν». Εκεί άρχισα να συνειδητοποιώ τον αριθμό των νέων Ελλήνων μεταναστών στην πόλη, που άλλοτε δεν τους έβρισκες ούτε με ματογυάλι. Με την Σοφία είχαμε να μιλήσουμε καιρό μετά από έναν μεθυσμένο καβγά, αλλά σιγά-σιγά έσπαγε ο πάγος με φρέντο-εσπρέσσο και τσιπουράκια. Τελικά με φιλοξένησε στο διαμέρισμά της για λίγες μέρες μέχρι να βολευτώ στο άδειο καινούριο σπίτι μου, μιας και στο διαμέρισμα της Άστριτ, αν και μου πρότειναν να μείνω προσωρινά μαζί τους δε χώραγα στους δυο τους ως τρίτος.

 

Η Ε. άρχισε να δουλεύει σ’ ένα εστιατόριο και έπειτα στο καφενείο Αμάν. Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά μήνες μετά την άφιξή της, στην σχολή, όπου πήγα να τακτοποιήσω κάποιες τελευταίες εκκρεμότητες. Κάναμε μαζί ένα τσιγάρο αναμονής στις σκάλες του κτηρίου της γραμματείας. Στην πορεία, βρισκόμασταν συχνότερα στο καφενείο: πάντα χαμογελαστή με το 80’s outlook της, να δουλεύει, να συζητά, να κάνει νέες παρέες. Μιλούσαμε για τους καθηγητές και την γραμματεία της σχολής, αλλά και για τα κοινά μας καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Ο Γιώργος, με τον οποίο είχαμε γνωριστεί στα καταναγκαστικά μαθήματα γερμανικών των σχολών μας πριν τρία χρόνια, έψαχνε επίσης για σπίτι, μετά τον χωρισμό του με τη Νασλί αφήνοντας πίσω συντρίμμι το σπίτι τους στο Kreuzberg όπου συζούσαν και είχα βοηθήσει στα πακεταρίσματα του. Θαμώνας κι εκείνος στο καφενείο,
κατέληξε να νοικιάσει το δωμάτιο της Ε., μιας και εκείνη έψαχνε ξανά να βρει τη νέα φωλίτσα να στεγάσει την αγάπη της με τον Σερκάν, τον οποίο είχε γνωρίσει τους τελευταίους μήνες. Οι δυο τους βρήκαν ένα τριάρι διαμέρισμα κοντά στο καφενείο, όπου ήδη εργαζόμουν κι εγώ πια, μοιράζοντας βάρδιες μαζί της. Όλοι οι προαναφερόμενοι, δείχναμε να προσαρμοζόμαστε στη νέα μας γειτονιά και την γενικότερη κατάσταση. Τα οικονομικά όλων μας δύσκολα, αλλά όλοι μας χαρούμενοι που είχαμε έστω ένα κεραμίδι πάνω απ’ τα κεφάλια μας, πράγμα τρομακτικά δύσκολο όπως εξελισσόταν η συνθήκη στο Βερολίνο.

Η Ε. σύντομα έμεινε έγκυος, κάτι που την χαροποιούσε και παράλληλα ήθελε να μην φαίνεται στην καθημερινότητά της. Ο Γιώργος, με την εμμονή του για ένα πιθανό διδακτορικό, έπαιρνε τα αυτιά όλων στο καφενείο με τακτικότητα και επαναληπτικότητα μετρώντας τα ψηλά του για τον καφέ, μα ποτέ τον αριθμό των βιβλίων που διάβαζε ακατάληπτα. Η Σοφία και εγώ συχνά πίναμε και καπνίζαμε μέχρι τα ξημερώματα, σε συζητήσεις που άλλοτε μας ενδιέφεραν κι άλλοτε καθόλου. Σιγά-σιγά, όλοι μας αρχίσαμε να κουραζόμαστε από αυτή την καθημερινότητα. Κάπου το oreo berolino έγινε ρουτίνα σπιτιού και καφενείου, κι εμείς άνθρωποι από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, βρεθήκαμε να περνάμε τον καιρό μας παρέα στην Sprengelkiez.

Λίγους μήνες αργότερα η Ε. χρειάστηκε να φιλοξενηθεί επίσης στο διαμέρισμα της Σοφίας, μέχρι που ο Σερκάν θα έφευγε από το σπίτι τους. Επέστρεψε πίσω στο τριάρι με την κοιλιά της και δίχως τα παράπονά του συντρόφου της. Η Σοφία μπλεγμένη στις νυχτερινές της περιπέτειες και πάντα υπό το ίδιο φόντο του καφενείου, έδειχνε όλο και πιο κουρασμένη ψυχολογικά. Δεν χόρταινε να στρίβει τσιγάρα και να τα χώνει στον έναν μετά τον άλλον. Εγώ επίσης δεν έβρισκα καμία ηρεμία στο περιβάλλον του καφενείου, ούτε και στις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες. Ο Γιώργος βαριόταν θανάσιμα τους πάντες που δεν έλεγαν να κατανοήσουν, όπως έλεγε, την βαρύτητα της “αύρας και του λευκού“. Όλοι μας, ο καθένας με τον δικό του τρόπο άρχισε να κρατάει τις απαιτούμενες αποστάσεις από τους άλλους. Τον Μάιο του 2014 η Ευανθία περίμενε ανυπόμονα μέχρι να φανεί ο μικρούλης, έχοντας στο πλευρό της φίλες που ήρθαν να την στηρίξουν από την Ελλάδα. Εγώ προσπάθησα να προετοιμάσω, όσο μπορούσα, λίγο τα αναγκαία που ακόμα στο σπίτι της δεν είχαν τακτοποιηθεί. Κουρτίνες, καθρέπτη στο μπάνιο και μικρο-επισκευές, καθώς στο μικρό δωμάτιο όλα έδειχναν έτοιμα να υποδεχτούν την άφιξη του μωρού που πλησίαζε από μέρα σε μέρα. Ο μήνας πέρασε και οι φίλες της Ε. έπρεπε να φύγουν πίσω στους τόπους και στις δουλειές τους, ενώ ο μικρούλης δεν έλεγε ακόμη να ‘ρθει. Έφυγα και εγώ από το πόστο του καφενείου μετά από έντονες αντιπαραθέσεις και ασυνεννοησίες. Εκείνες τις ημέρες κατέφθασε μια θεία της Ε. απ’ το νησί για να τη βοηθήσει στα γεννητούρια. Η θεία της όμως κατάφερνε μόνο να την βγάζει από τα στενά πια ρούχα της, καθώς η ίδια είχε ένα ατύχημα στο κεφάλι πριν χρόνια και της είχε αφήσει κάποια κουσούρια, που αυτά κι αν ήταν της ασυνεννοησίας.

Του Αγ. Πνεύματος λοιπόν, στις 9 Ιουνίου ο μικρός έδωσε τα πρώτα σήματα. Έτυχε να είναι και ο Σερκάν στο σπίτι της και τρέξαμε όλοι μαζί στο Charité. Στους διαδρόμους του νοσοκομείου εκείνος σχεδίαζε το πλάνο της οικογένειάς του. Κρατάει το σπίτι στο Βερολίνο, αρχίζει δουλειά τον Αύγουστο στην Τουρκία, τελειώνει η Ευανθία το μεταπτυχιακό της τον Ιανουάριο και με το καλό όλοι τους από Φεβρουάριο στην Τουρκία! Την επόμενη μέρα ο μικρός Αριστοφάνης ήρθε στον κόσμο του Wedding, κι έτσι ο πατέρας του έφυγε χωρίς ή και με άγχος, να υπογράψει τα συμβόλαια για την νέα του θέση στην Κωνσταντινούπολη. Τον Αριστοφάνη δεν τον έδωσαν στην Ε. παρ’ όλα τα παρακάλια της μετά την καισαρική, γιατί οι γιατροί καθυστέρησαν να τον βγάλουν επιχειρώντας τον φυσικό τοκετό παρά την θέλησή της, και χρειάστηκε τελικά να τον βάλουν σε θερμοκοιτίδα. Τον γνώρισα δυο μέρες αργότερα, πανάγαθο, να αποκοιμιέται στο στήθος της μητέρας του, ενώ η θεία του μιλούσε ασταμάτητα πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Ο Αριστοφάνης ήταν ένα δυνατό μωρό, άπλωνε τα χεράκια του στο άπειρο διεκδικώντας με πείσμα ζωή και επιβίωση. Οι νοσοκόμες επέμεναν πως πρέπει να το θηλάσει και να προσπαθήσει περισσότερο, μέχρι που της κατάσχεσαν τα μπιμπερό με το γάλα. Άλλαξε το μωρό για πρώτη φορά με τους πόνους της καισαρικής μοναχή της, χωρίς να θέλει καμιά βοήθεια από την θεία της και από κανέναν άλλον. Μετά από αυτά τα πρώτα μαθήματα μητρότητας, εγώ και η Ε. βγήκαμε με αργά βήματα προς την έξοδο του νοσοκομείου με προορισμό την αυλή. Καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι για να καπνίσουμε, δανειστήκαμε φωτιά απ’ τους δίπλα και εκείνη δάκρυσε, φορτισμένη από όσα είχαν έρθει και όσα θα ακολουθούσαν. Ο καπνός των τσιγάρων μας απλώθηκε σαν να σκέπαζε όλο το Βερολίνο εκείνο το ηλιόλουστο απόγευμα. Χάζευε τον κήπο και τα κτήρια του νοσοκομείου, αποπροσανατολισμένη στον χώρο και τον κόσμο τον ίδιο. Μέχρι εδώ τα είχε καταφέρει μια χαρά, τα είχε καταφέρει όλα μόνη της. Έστριψα και ένα δεύτερο τσιγάρο καθώς μιλούσαμε για γραφειοκρατικές διαδικασίες περί πατρότητας και δικαιωμάτων όσο αφορούσαν την
δεδομένη κατάσταση. Η επιστροφή στο δωμάτιο, που μας περίμεναν η θεία με το μωρό, ήταν δυσκολότερη και μακρύτερη. Οι πόνοι κάτω από την ρόμπα της, στην φρεσκοεγχειρισμένη πλαδαρή κοιλιά της δυσκόλευαν τον βηματισμό της, τόσο που δεν έφτανε ο χρόνος στο άνοιγμα της πόρτας των ασανσέρ μέχρι να μπούμε και να βγούμε από αυτά. Τους άφησα να ξεκουραστούν και επέστρεψα με τα πόδια σπίτι, αφήνοντας χιλιάδες σκέψεις να προσπερνούν το βάδισμά μου, συγκρατώντας μόνο το πρόσωπο του μικρού Αριστοφάνη αποτυπωμένο στα μάτια μου.

Αποχαιρετήσαμε τον Γιώργο μια βραδιά όλοι μαζί στο καφενείο για την μόνιμη αποχώρησή του στην Ελλάδα. Μετά από ημέρες, μας τηλεφώνησε από την Αθήνα για να πάμε στο δωμάτιο που ξενοίκιασε και να ψάξουμε στα βιβλία που άφησε πίσω του τα ξεχασμένα χίλια κρυμμένα ευρώ. Το κανόνισε τελικά με μια κοινή Γερμανίδα φίλη, η οποία και απ’ ότι μας είπε η ίδια, παρακράτησε ένα μικρό μερίδιο για την διευκόλυνσή της. Ο χρόνος έπαιρνε σάρκα και οστά με την ανάπτυξη του μικρού Αριστοφάνη, καθώς μεγάλωνε στον παιδικό σταθμό τις καθημερινές, ενώ η Ε. έγραφε την πτυχιακή της. Κάνοντας τα πρώτα του βήματα απ’ τον παιδικό σταθμό προς το σύντομο πατρικό του διαμέρισμα, συναντούσε καθημερινά τις άλλες δυο κοπέλες που έμεναν μαζί τους, προσπαθώντας να επικοινωνήσει όλες τις καινούριες λεξούλες που μάθαινε. Καμιά όμως δεν τον καταλάβαινε, μιας και στο σπίτι η γερμανική δεν χρησιμοποιούνταν. Κι αν ο ίδιος εξελισσόταν σε ένα ενταγμένο ανθρωπάκι στην Γερμανία, οι υπόλοιποι στο σπίτι συνέχιζαν να δυσκολεύονται με τη γερμανική πραγματικότητα, εκφράζοντας τα παράπονά τους στα ελληνικά, στα αλβανικά και στα ισπανικά. Με έκπληξη η μητέρα του μετά από καιρό, συνειδητοποίησε ότι τα «αλαμπουρνέζικα» που έλεγε ο γιος της ήταν ονόματα ζώων και χρωμάτων καθώς διαβάζαμε παρέα τις εικόνες παιδικών βιβλίων. Παράλληλα εκείνον τον βαρύ χειμώνα, τα θεωρητικά βιβλία της Ε. έκλεισαν και έπρεπε να στήσουμε την πτυχιακή της, έχοντας τον Αριστοφάνη καθηλωμένο στο καροτσάκι του μια ολόκληρη βραδιά στο κτήριο της Ρόζα Λούξεμπουργκ, μέχρι να ολοκληρωθεί η εξεταστική και να πάρουμε, μαζί με το πτυχίο, τα νυχτερινά λεωφορεία της επιστροφής για το Wedding.

Την άνοιξη βαφτίσαμε τον Αριστοφάνη στην εκκλησία της ελληνικής κοινότητας του Βερολίνου, σε μικρό φιλικό κύκλο στο Steglitz. Με τον Αριστοφάνη είχαμε συνηθίσει πια να περνάμε παρέα όλες τις φορές που έπρεπε η Ε. να εργαστεί στο καφενείο, ή να τρέξει σε γραφειοκρατικές δουλειές, τις οποίες αρνούνταν να διεκπεραιώσει στα γερμανικά. Έτσι, την ημέρα της βάφτισης του δεν ήθελε να τον κρατούν τα χέρια των νονών του, παρά μόνο τα δικά μου. Όταν μου τον πήρε απ’ την αγκαλιά ο παπάς, για να τον βουτήξει στην κολυμβήθρα ο Αριστοφάνης εναντιώθηκε και φώναξε δυνατά «Γιάννη! Γιατί?». Τα βλέμματα του στενού φιλικού κύκλου στράφηκαν προς εμένα, μα εγώ δεν είχα καμία απάντηση. Τις επόμενες μέρες πήγα στο σπίτι τους για να πακετάρουμε τα πράγματα της Ε. και του Αριστοφάνη, που θα επέστρεφαν μόνιμα πια στην Ελλάδα, να ξεμοντάρω τις κουρτίνες και τον καθρέπτη του μπάνιου. Μου έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού να ξαναπάω, αφού έφυγαν, για να πάρω κάποια πράγματα και να κλείσω για τα καλά το διαμέρισμα. Στο άδειο πια σπίτι είχαν απομείνει μικροαντικείμενα σκορπισμένα σε διάφορα σημεία, τα οποία θα αντίκριζε σύντομα ο Σερκάν που θα ερχόταν για να παραδώσει το σπίτι, και κάποιος νέος, ίσως τυχερός μετανάστης θα το έπιανε. Στην κουζίνα κάποιες πιπίλες από τα μπιμπερό, κάποια παιχνίδια τρυπωμένα πίσω από τα τελευταία έπιπλα που είχαν ξεμείνει, κάποια κουζινικά και μερικά ρούχα. Μου έλειπαν ήδη και οι δυο τους καθώς αναρωτιόμουν πόσο γρήγορα συνέβησαν όλα αυτά, στο σύντομο διάστημα της Ε. στο oreo berolino.

 

 

Ο Γιάννης Παππάς γεννήθηκε στην Πάτμο, όπου έζησε το ένα τρίτο της ζωής του, ενάμιση χιλιόμετρο πέρα από το Σπήλαιο της Αποκάλυψης. Σπούδασε και εργάστηκε ως συντηρητής έργων τέχνης στην Αθήνα, αφιερώνοντας εκεί το επόμενο τρίτο της διαδρομής του. Στο ένα έκτο αυτής, συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως συντηρητής, μπάρμαν και καθαριστής πολυκατοικιών. Το επόμενο τρίτο τον βρήκε στο Βερολίνο, όπου ολοκλήρωσε, ως υπότροφος της Ακαδημίας Αθηνών, το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Space Strategies, το οποίο το Υπουργείο Εξωτερικών και η Υπηρεσία Μεταφράσεων συνήθιζαν να αποδίδουν ως «Στρατηγικές του Διαστήματος». Συνεχίζει να ζει στο Βερολίνο και να παρουσιάζει διεθνώς το έργο του, καθώς εξακολουθεί να πιστεύει πως μια μέρα θα βρει δουλειά στη NASA.