Ευαγγέλιον Πάθους

Διατηρούμε κάτι το εσταυρωμένο πάντα

Κουβαλάμε καφάσια και κούτες με καρφιά

Οι σταυροί μας δε λείπουν απ’ τα αισθήματα

Της κυρίας από πάνω της έλειψαν τα όνειρα

Μυροφόρα τα ραίνει τα μαραίνει και μαραίνεται

Του γείτονα ο γιός τον είπε αγύρτη και μπεκρή

Μπουκάλια το αίμα πιλατεύει από χολή και νύχτες

Κι ο μαθητής που εισδύει σε techno party

Τί όλεθρο επωμίζεται μέχρι το Γολγοθά του

Βέβαια, είν’ τα τριπάκια ωραία για την ώρα

Αυτό το μιαρό το αλλότριο – Το εσταυρωμένο

Μας παραλύει με δόρια αγκάθια με σπαθιά

Ξύδι και σήψη αναδύουν τα ποτήρια

Το παραπέτασμα του ταβανιού σαβανώνει έναν θεό

-Τα χέρια ολονών τα πόδια κατακόκκινα –

Με δυο ληστές συνείδηση να περιγράφουν το χαμό

«καὶ Δυσμᾶς καὶ Γέστας οἱ δύο κακοῦργοι συσταυρωθήτωσαν…»

Έφτασα αισίως τριάντα τρία