Ωραίος πόνος
“Η γλώσσα μου,
γιατρέ, πονάει πάνω αριστερά”, είπε σουφρώνοντας τα χείλη, σφραγίδα πως
ό,τι έλεγε αλήθεια ήταν.
“Ο πόνος σας; Πώς
είναι ο πόνος σας; Βαρύς για αλαφρύς, μουντός για διαυγής, συνεχής για
διακοφτός, λιτός για πλουμιστός;” ρώτησε πατικώνοντας τα γυαλιά στη ράχη
της ρινός, σύμπτωμα ενδιαφέροντος.
“Γαζωτός”,
απάντησε κείνη και ξεροκατάπιε το σάλιο της σαν περασμένο από ραπτομηχανή.
Ο γιατρός πάτησε τον
αντίχειρα στο γραφείο κι έφερε μισή σβούρα τα υπόλοιπα δάχτυλα, όπως διαβήτης
στο χαρτί να γράφει ημικύκλιο. Είχε ζηλέψει το κουστούμι που έραψε στον πόνο.
Μοδίστρα ήταν βέβαια, δικό της το γαζί, δικά της και τα τόπια, αλλά στάσου μια
στιγμή, ποιος έχει δεκαοχτώ χρόνια σπουδές και ποιος πεντέξι, τέσσερα;
Σηκώθηκε, κουμπώθηκε,
έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα.
Η Ρηγώ στάθηκε ασάλευτη,
μισό αιώνα αφίλητη, πάγωσαν τα μάτια της, χύθηκαν δυο σβώλοι κρούσταλλα στο χώμα,
ένα λουλούδι άνθησε γαζωτό, σφυριά τη σφυριά, ωραίος πόνος.