ΔΙΧΤΥΑ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ

δεν έχω μνήμη του πνιγμού που με κυνήγησε

ο χειμώνας φυτρώνει στο στόμα των πουλιών

κι εγώ πικραίνω τα κόκαλα της γης τυφλή

νυχτωμένη σ’ ένα δωμάτιο που ανεμίζει σκοτωμούς

σκοτεινιά

είναι το χέρι που φώλιασε στον ήλιο του θανάτου

και στάζει

στάζει σαν μια πληγή από πάγο λασπωμένο

ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΣΑ

τα σφυριά

καρφώθηκαν στα πεζοδρόμια

παράθυρα μέτρησαν τα βήματά μου

πρόφτασα

να κοιτάξω τον ψίθυρο στα μάτια

ορυχείο τρόμου

δαχτυλίζω το τζάμι μπροστά μου

αλλά δεν το κατάφερα να σμίξω τα χέρια με τα σύννεφα

ΟΙ ΦΙΛΟΙ

δεν έρχονται γαλανοί

στο εξαντλημένο χέρι

πικρό νερό χολή

κάτω απ’ το μαξιλάρι

σκύβουν στη ζωή

με χέρια συγγενικά

κι έχουν στο πρόσωπο

άσπρο πανί μέχρι τους ώμους