«Πίσω
από κάθε μου επιθυμία / υπάρχει μια
εμπόλεμη ζώνη»
Για την ποιητική
συλλογή «Σπασμένα Άλογα», της Δήμητρας
Αγγέλου
γράφει η
Παυλίνα Μάρβιν
«Το σπασμένο είναι πιο
ανθεκτικό», έχει γράψει ο Γιάννης
Πατίλης. Στην Ιαπωνία επισκεύαζαν τα
σπασμένα αγγεία με ραφή από χρυσό για
να δείξουν πως μετά την ρωγμή, τους
γίνονταν ακόμη πιο πολύτιμα. Αλλά
και η αρχαία λυρική ποιήτρια Κόριννα,
που μας συγκινεί, ίσως μας συγκινεί
επιπλέον επειδή τα σπαράγματα των
ποιημάτων της μας βάζουν στην διαδικασία
να τα διαβάσουμε όπως θέλουμε, και ίσως,
σαν να ήταν δικά μας τα ποιήματα.
Θυμάμαι κιόλας πως ο Χάρολντ Μπλουμ στο
βιβλίο του «Γιατί διαβάζουμε;» σημειώνει
πως στην καλή λογοτεχνία η απόσταση
μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη
ελαχιστοποιείται. Κι εμείς γιορτάζουμε
σήμερα τα ποιήματα της Δήμητρας Αγγέλου
στο τρίτο της κατά σειρά βιβλίο, «Σπασμένα
άλογα». Ένα ποιητικό βιβλίο που ήδη πριν
ξεκινήσει διατρανώνει μέσω Βιρτζίνιας
Γουλφ την αγάπη για τα ξασμένα σύννεφα,
τη σύγχυση, την ελλειπτική γλώσσα των
εραστών.
Είναι αδύνατο κάποιος
που έρχεται στη ζωή να μην περάσει έστω
ξυστά απ’ όλα αυτά και να μην ακούσει
αυτό που η Δήμητρα ορίζει ως «πένθιμο
φτεροκόπημα». Και ούτε γίνεται να μην
βιώσει εκείνο το άλλο που λέει η Δήμητρα,
για την αφή που πολλαπλασιάζεται καθώς
σ’ αυτήν ακριβώς την συνθήκη του
ελλειπτικού (που ποτέ δεν πρέπει να
κάνει «το λάθος» να ολοκληρωθεί) έρχεται
η αντίφαση να μετράει κανείς τα χέρια
του και να τα βρίσκει περισσότερα. Γιατί,
το ελλειπτικό για το οποίο μας μιλά η
Δήμητρα, δεν είναι «λιγότερο». Είναι,
μάλλον, όχι αυτό που «αναμένεται» και
όχι αυτό που είναι δυνατό να θεωρηθεί
«ακέραιο», αλλά σίγουρα όχι λιγότερο.
Χαϊδεύαμε τους σκύλους
στην όχθη/ μιλούσαμε για να πούμε/ πως
τα δέντρα είναι όμορφα/ Μιλούσαμε για
να πούμε/ Πως τα βλέπαμε κι οι δυο/ Ενώ
σπασμένα άλογα/ Αναδύονταν στην επιφάνεια
της λίμνης/ Αλλά αν σου μιλούσα/ Για το
πόσο όμορφα είναι και αυτά/ Θα σου μιλούσα
για να πω/ Πως είμαστε δύο/ Κι αυτό θα
τρόμαζε τα σπασμένα άλογα/ Κι εσύ αυτό
κάπως το ήξερες.
Διαβάζω αυτό το ποίημα
της Δήμητρας σαν το επισφράγισμα της
συλλογής και διαβάζω την συλλογή
σαν την άρρητη πρόσκληση ενός τρυφερού
άγνωστου χεριού που μέσα στη νύχτα με
οδηγεί στον χρονότοπο εκείνο όπου το
μόνο που μπορεί να καταστεί δυνατό είναι
μια ήσυχη στροφή προς τα μέσα ώστε ν’
αφουγκραστώ τον κόσμο και τελικά τον
εαυτό μου.
Τα ποιήματα της Δήμητρας
με φέρνουν πιο κοντά σε αυτό που χρειάζομαι
να είμαι γιατί για να αποκτήσω εγγύτητα
με τα σπασμένα άλογα –που καταλαβαίνω,
μεταξύ άλλων, και ως «τα κομμάτια μου»-
είναι ανάγκη να σταματήσω να βιάζομαι.
Βρίσκομαι τώρα σ’ αυτήν
την «ζώνη» των «Σπασμένων αλόγων.
Δανείζομαι τον όρο «ζώνη», διόλου τυχαία,
από τον δυστοπικό και συνάμα τόσο
υπαρξιακό «Στάλκερ» του Ταρκόφσκι. Σ’
αυτήν την «ζώνη» λοιπόν, βρίσκομαι τώρα
επειδή το επιλέγω, αλλά έχω βρεθεί και
άλλοτε, απολύτως απρόσμενα, προτού
γράψει το βιβλίο της η Δήμητρα. Όμως η
Δήμητρα έδωσε στη «ζώνη» αυτή ένα
όνομα, πράγμα σπουδαίο. Η διάσταση του
χρόνου εδώ, λογαριάζεται αλλιώς, όπως
λέει και η Βιρτζίνια Γουλφ, στο απόσπασμα,
στο ξεκίνημα του βιβλίου: Ξαπλωμένος
σ’ ένα χαντάκι, μια βροχερή μέρα (…).
Λένε σε κάποιους στίχους
τους οι Silverstein: «My body breaks, I’m
intact inside. My human instinct, I can love unconditionally». Λέει
η Δήμητρα: «Τώρα τελευταία δεν διαβάζω/
ξαπλώνω και μελετώ/ τους καρπούς των
χεριών μου/ μέχρι να πρηστούν τα μάτια
μου/ απ’ το ανεξάντλητο αυτής της
γεωγραφίας». Αισθάνομαι αυτό το πρώτο
ποίημα του βιβλίου σαν προτροπή. Για να
δω τις μάγισσες στην άκρη της θάλασσας,
τους θεούς που κοιτούν σαν θεοί, ένα
μικρό φεγγάρι στο πάτωμα, όλα τα αστέρια
που λείπουν από τις νύχτες σου, για να
δω τα δάση που δεν έβλεπα, και βέβαια,
τα τρία μικρά βρικολακάκια, το μπερδεμένο
νερό, οπωσδήποτε την τρελή μέδουσα, τις
πελώριες φτέρες, για να τα δω όλα αυτά,
δεν μπορώ να είμαι βιαστική, δεν μπορώ
να τρέχω σαν σίφουνας ανάμεσα στους
δρόμους, ούτε ανάμεσα στις σελίδες, ούτε
ανάμεσα στους ανθρώπους, ούτε ανάμεσα
στα αισθήματα. Για να τα δω είναι ανάγκη
να αφήσω τα μάτια μου να κάνουν τη δουλειά
τους. Και μια ποιήτρια όλο μάτια, όπως
η Δήμητρα, με βοηθάει να τα δω. Πρώτα
γιατί τα σπασμένα άλογα που στέκουν
στην πύλη του κόσμου της είναι γοητευτικά,
και έπειτα επειδή τα κατάγματά τους με
αφορούν.
Γράφοντας αυτό το
κείμενο δεν έχω καμιά αγωνία να γίνω
ολότελα κατανοητή και να συντάξω τη
σκέψη μου όπως κάνουμε στο σχολείο, στο
Πανεπιστήμιο, στο γραφείο και στον
συνήγορο του πολίτη. Αυτό, επειδή ο
κόσμος των Σπασμένων αλόγων είναι πολύ
ανοιχτός, μέσα στο νερό και έξω από το
νερό, στα ιερογλυφικά των ψαριών.
Δεν έχω, ακόμη, καμιά
αγωνία πως πρόκειται για έναν κόσμο
φανταστικό. Οι άγγελοι εδώ έχουν δέρμα.
Τα «Σπασμένα άλογα» δεν θα μπορούσαν
να ξέρουν πως είναι σπασμένα αν δεν
είχαν έρθει, πρώτα απ’ όλα, σε επαφή με
το σώμα τους.
Τα «Σπασμένα άλογα»
είναι εδώ για να μου θυμίζουν να υπάρχω
με το σώμα μου.
*
Δήμητρα Αγγέλου, Σπασμένα άλογα, Γαβριηλίδης, 2018
της Μάνιας Μεζίτη
Να την ρωτήσεις τι εννοεί, μου είπε ο φιλόζωος ποιητής, γιατί
επί χρόνια η Ελλάδα λειτουργούσε ως κόμβος εξαγωγής αλόγων προς τα σφαγεία της
Ιταλίας και της Γαλλίας, για να καταλήξουν να γίνουν κιμάς στις ευρωπαϊκές
βιομηχανίες, και εντέλει διαβόητα κεφτεδάκια στο ΙΚΕΑ. Βασανίζονταν και
υπέφεραν τα άλογα. Πέρναγαν πολλά εικοσιτετράωρα στοιβαγμένα μέσα σε ακατάλληλα
φορτηγά, και προκειμένου να χωρέσουν, πολλές φορές τους έσπαγαν τα πόδια. Πριν τα
βάλουν στα φορτηγά, τα στοίβαζαν δεμένα μαζί με κουφάρια και μισοθαμμένους
σκελετούς, που σάπιζαν γύρω τους μέσα σε λοφίσκους κοπριάς, σε κάτι ειδικές
φάρμες κάπου στον Ασπρόπυργο. Αλλά δεν υπέφεραν μόνο τα άλογα σ’ αυτή την υπόθεση.
Θα τη ρωτήσω, απάντησα. Όμως, τελικά, δεν ρώτησα. Εικασίες έκανα μόνο.
Τα Σπασμένα άλογα της Αγγέλου αρχίζουν με μια παράγραφο από τη
Βιρτζίνια Γουλφ που προϊδεάζει για τον αποσπασματικό και ανατρεπτικό τρόπο
γραφής που θα ακολουθήσει. Η Αγγέλου, με άτιτλα ποιήματα και έντονο ύφος θα
καταγγείλει τα καθιερωμένα, ενώ συγχρόνως θα παραδεχτεί το ανολοκλήρωτο: Είμαι το
άλλο μισό /ενός ποιητή που έχω επινοήσει/για να μην κάνει το λάθος/και νιώσει
ολόκληρος ποτέ.
Η ποιήτρια στήνει ένα ρέον
ποιητικό σύμπαν με πριγκίπισσες, μάγισσες, άλογα, θεούς και νερό, πολύ νερό, όπου το υποκείμενο
μοιάζει να ζει σε μια εμπόλεμη ζώνη, παλεύοντας
ανάμεσα σ’ ευτυχισμένα, με τη συμβατική έννοια του όρου, παιδικά χρόνια, και σε
μια ανεπιθύμητη ενηλικίωση γεμάτη ματαιώσεις: Η λίμνη θα μείνει όπως μου την έδωσαν μικρή /τη λίμνη των κύκνων μου
έδωσαν/όχι των πνιγμένων. Μια παιδική ηλικία όπου το υποκείμενο δεν μεγάλωσε
με αγάπη, αλλά με έρωτα, έναν γονεϊκό έρωτα γεμάτο προσδοκίες, αυτόν που μόνον
οι γεννήτορες μπορούν να νιώσουν, θεωρώντας πως το παιδί τους έχει έναν πολύ
μεγαλύτερο εαυτό απ’ αυτόν που στην πραγματικότητα διαθέτει. Άλλωστε, σε κάθε
παραμύθι, η ενηλικίωση ματαιώνει την πριγκίπισσα, την κάνει να πενθεί. Αν η γλώσσα μου είχε τέτοιο ρήμα, θα ’λεγα πως
στο παραμύθι τής Αγγέλου η πριγκίπισσα «πενθίζει».
Πιθανόν έτσι να αποτυπωνόταν με περισσότερη ακρίβεια η πραγματική συνέχεια του
πένθους της. Πενθίζει η πριγκίπισσα ζωσμένη
από τόσον εαυτό που δημιουργεί αδιέξοδα και την αναγκάζει να λειτουργεί
διαρκώς στο όριο. Εξού και ενίοτε φλερτάρει με τον θάνατο, παρότι υπάρχουν, στ’
αλήθεια υπάρχουν, πράγματα που αγαπάει πολύ: Ποτέ δεν μπόρεσα να πω κάτι όμορφο για σένα/δεν ξέρω κι αν τώρα το
μπορώ/αλλά νομίζω σου το οφείλω/αν ο κόσμος είναι αυτός/δεν σε βλέπω όταν τον
κοιτώ.
Στον έρωτα του υποκειμένου
κυριαρχούν οι αναφορές στο σώμα και στο πεπερασμένο, ενίοτε ανώφελο, του
συναισθήματος. Το ανολοκλήρωτο έχει εγκατασταθεί, είτε ως τρόπος προσέγγισης
του άλλου, είτε ως αποτέλεσμα της συσχέτισης με τον άλλο. Και η ομορφιά του
ερωτικού αντικείμενου είναι συγκρίσιμη με την ομορφιά του θανάτου. Πώς αλλιώς
θα μπορούσε να είναι σ’ έναν κόσμο που
όλα μυρίζουν άρρωστα κι ωραία. Το διχοτομημένο υποκείμενο, όπου ο ένας
εαυτός δεν επιθυμεί να ανήκει στον άλλο, κάθεται πάνω σε ένα δίπολο και δείχνει
να επιβιώνει με παρατάσεις.
Τον
θεό ή τους θεούς τους προσεγγίζει μάλλον με αμφιθυμία. Συγκινητικό και
ανθρώπινο, ομολογουμένως. Ο δικός του θεός, διαφορετικός απ’ των άλλων, συνυφασμένος
με την αγάπη, αλλά δυστυχώς, όχι πάντα παρών. Η μοναξιά του υποκειμένου μοιάζει
να είναι επιλογή σ’ έναν κόσμο που δεν αποδέχεται, αντιθέτως, τον καταγγέλλει. Ωστόσο,
δεν παύει να πλήττει κάπως με την
αποκλειστική ενασχόληση με τον εαυτό του, και αντί για την απόλυτη σιωπή της
μοναξιάς, αναζητάει έστω δυο σιωπές μαζί, ισχυριζόμενο ότι αυτό θα αρκούσε.
Στην εικονοποιία που
δημιουργεί η Αγγέλου, κυριαρχεί το υγρό στοιχείο. Είτε στάσιμο με τη μορφή
λίμνης, είτε ρέον με τη μορφή της θάλασσας και του ποταμού.Το νερό ανταπεξέρχεται επαρκώς. Στα
χέρια της ποιήτριας αποδεικνύεται εξαιρετικά ικανό να δημιουργήσει μια εικόνα –οι μάγισσες σπάνε όμορφα στην άκρη της θάλασσας τον λαιμό τους-, να προσωποποιηθεί -η
θάλασσα που κρυώνει και χρειάζεται καμιά φορά τις κουβέρτες της, ή να κλιμακώσει το υπαρξιακό αδιέξοδο –έχω κάτι μάτια σαν βουλωμένους καταρράκτες. Οι
λίμνες της έχουν σχεδόν πάντα πνιγμένους, αλλά και σπασμένα άλογα που
αναδύονται απ’ τον βυθό σαν ψευδαισθήσεις ή σαν δαίμονες του άλλου εαυτού.
Η
Αγγέλου στα Σπασμένα άλογα
πραγματοποιεί έναν εσωτερικό μονόλογο, βασισμένο κυρίως στην υπερβολή του
παράδοξου. Έχει και μια ομορφιά, ο πόνος, πώς να το κάνουμε. Με διακειμενικές
αναφορές στα κλασσικά παραμύθια και με
μια, κυρίως, επιγραμματική ποίηση, στηρίζει το δημιούργημά της στα υπαρξιακά
ερωτήματα, τα αδιέξοδα και τις ματαιώσεις. Το σκοτάδι είναι σκοτεινό. Αυτό
είναι μια πραγματικότητα, αδύνατον να την αρνηθεί. Παρότι επιθυμεί τη συγχώνευση
του ενός εαυτού με τον άλλον, και τη συμφιλίωση του τελικού εαυτού με τον
κόσμο, έστω τον δεδομένο κόσμο, η ωραία κοιμωμένη έχοντας το νυστέρι στο συρτάρι να λαγοκοιμάται μοιάζει να σαμποτάρει η ίδια
το παραμύθι της.
.