“Η ψευδαίσθηση του μοναδικού”
για τα βιβλία
Πορτατίφ
με σκανδάλη (Μελάνι,
2014) και
Φανταρσία
(Βακχικόν, 2019)
των
Βασίλη Ντούρου και
Τάσου
Κοντογεώργου
~*~*~
Βερίνα, μας ερήμωσε η ζωή και
οι αττικοί ουρανοί
κι οι διαννοούμενοι που
σκαρφαλώνουν
στο ίδιο τους κεφάλι.
Γιώργος Σεφέρης
4.8.1928
Οι δύο ποιητές, τα πρώτα ποιητικά
βιβλία των οποίων θα παρουσιάσω παρακάτω,
ανήκουν στην ίδια χρονική γενιά – ή
(και) ειδολογική, κάτι που θα φανεί ή όχι στη συνέχεια. Εδώ θα εξετάσουμε
–αφού παρουσιάσουμε επαρκώς τα δύο
έργα– αν προκύπτει μια τομή, μια ρήξη
με την τωρινή ποιήση ή αν πρόκειται απλά
για μια “άγαρμπη” ή κατά φαντασίαν
μετάβαση, με αφορμή:
α) το μότο που “ανοίγει” την
ποιητική συλλογή Πορτατίφ με σκανδάλη
(Μελάνι, 2014) του Βασίλη Ντούρου:
“Σκατά
στους ποιητές του λεξικού,
Ξέρετε δύσκολες λέξεις και τις
κοπανάτε όπου να ‘ναι,
Ποίημα
μάς έγραψες ή κουίζ;”
β)
τη συνέντευξη του Τάσου Κοντογεώργου
στο tvxs.gr όπου,
μεταξύ άλλων, διατείνεται ότι:
“Η
γραφή μου είναι ευφάνταστη. Δεν έχω δει
κάποιον άλλον να γράφει όπως εγώ.
Οποιαδήποτε «καινούρια» (τουλάχιστον)
ποίηση είναι βαρετή. Προσωπικά δεν έχει
να μου προσφέρει τίποτα ή δεν είναι κάτι
που δεν έχω ξαναδεί. Η «Φανταρσία» έχει
μοναδικότητα.”
Συνεπώς,
μας δίνετε μια πρώτης τάξεως αφορμή να
διαπιστώσουμε αν η ρήξη ή η μοναδικότητα
που επικαλούνται οι εν λόγω ποιητές,
επιτυγχάνεται στα έργα τους ή η περίπτωσή
τους είναι παγά λαλέουσα.
~*~*~
Το πρώτο κοινό χαρακτηριτικό
που προκύπτει από τα παραπάνω είναι η
απόσταση που κρατούν οι δύο ποιητές
απέναντι στην ποιητική παράδοση και τη
σύγχρονη ελληνική ποίηση ή η αγωνία να
αποδείξουν ότι δεν ζουν κάτω από τη
βαρειά σκιά κάποιας γενιάς του παρελθόντος ή πλειάδας ποιητών που δημοσιεύουν παράλληλα
με αυτούς.
Αρχικά, αξιομνημόνευτο είναι το
άτιτλο ποίημα του Βασίλη Ντούρου (Β.Ν. από δω
και στο εξής) της σελίδας 26 (Πορτατίφ με σκανδάλη), που θα λέγαμε
ότι “προκαλεί” με τη ορμή και τον θυμό
που ξεδιπλώνεται στο χαρτί, κάτι που
θεωρώ υγιές στοιχείο για έναν νέο
ποιητή και μας προετοιμάζει για μια
ενδιαφέρουσα συνέχεια:
“Αν
θες, μπαμπα, να κόψεις τα φτερά κάποιου,
κόψε τα αρχίδια σου, που θα
΄θελες πολύ να τα ‘χωνες
στις πιτσιρίκες που κοιτάς
διακριτικά απ’ τον
καθρέφτη, όταν οδηγάς.
Κόψτ’
τα, γιατί στεναχωρείς και τη μαμά μου.”
Κάτι ανάλογο εισπράττουμε και
από το ποίημα “Φρενοκομείο” της σελίδας
69 της Φανταρσίας του Τάσου Κοντογεώργου
(Τ.Κ. από δω και στο εξής).:
“Ασυμβίβαστα
παιδιά,
[…]
παιδιά χωρίς μάνα και πατέρα.
Παιδιά που γουστάρουν να βιάζουν
τη μάνα
τους και να γεννούν παιδιά που
δεν ξέρουν ότι θέλουν
τα
πάντα”
Ένα
άλλο κοινό χαρακτηριστικό που προκύπτει στη
συνέχεια, είναι η αναφορά στη μητέρα
ή μάνα ή μαμά:
τόσο στον Τ.Κ.:
“[…]
Μη με ρωτάς τι προτείνω.
Η μάνα μου με νανουρίζει ακόμα
και
εγώ
πλάι της”
“Η πραγματικότητα” (σελ. 26)
όσο και στον Β.Ν.:
“15
μηνών είπες ”μα”
Μέχρι τα 13 την έλεγες μαμά και
δεν την άφηνες
από
το χέρι […]”
άτιτλο (σελ. 13-14)
Από
κει και πέρα παρατηρούμε την επιρροή
που έχει ασκήσει πάνω τους ο υπαρξισμός:
α) με ένα μεταβατικό χρονικό
σημείο ανάμεσα στη γέννηση και τον
θάνατο:
“Είναι
η στιγμή της γέννησης και του θανάτου
σου
για να αιωρείσαι για πάντα στο
οτιδήποτε,
εγκλωβισμένος
στο εξαίσιο μεταίχμιο.”
Γ.Κ. “Η αγάπη”, σελ. 30
β) με την αναπαράσταση της
μετάβασης αυτής:
“Και
όλοι μαζί θα πάμε μια κλαμένη εκδρομή
ως τα
Γιάννενα.
Και αφού αφήσετε πρώτα εμένα
στην είσοδο του ωριού
-μπορεί και στην έξοδο, όπως
το δει ο καθένας-
θα σύρετε για το καφέ-μπαρ-ταβέρνα.
Θα
κεράσετε ελληνικό μηχανής – μια σκέτη
αηδία.”
Β.Ν. Άτιτλο σελ. 18-19
Στη Φανταρσία του Τ.Κ. δε,
παρατηρούμε μια σημαντικότατη επιρροή
από τα “Τέσσερα Κουαρτέτα” του Τ.Σ.
Έλιοτ.
Στη συνέχεια, ο Β. Ν. χρησιμοποιεί
στοιχεία ατομικής συγκίνησης:
“Πουτάνα
καμπάνα
τι βαράς πένθιμα;
Άντε
σταμάτα
Σχόλα.
Παράτα
με, είμαι λεχώνα χήρα.”
άτιτλο, σελ. 16
και ο Τ. Κ. με τρόπο πιο απλοϊκό
κινείται στο ίδιο ύφος:
“Το
ξέρω ότι με σκέφτεσαι.
Αλλά
ποιον φιλάς;”
“Οι
γονείς των παιδιών σου” σελ. 39
ή
“Σου
έδειξα τον δρόμο,
με προσπέρασες,
με ρώτησες με πάθος
και
με διαίρεσες.”
“Το
νεφρό” σελ. 63-64
Όσο εμβαθύνουμε στα βιβλία των
ποιητών μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με
αδυναμίες λίγο πολύ αναμενόμενες και
μη κατακριτέες σε πρωτόλεια.
Πιο
συγκεκριμένα, στην ποίηση του Τ.Κ. ενώ
οι εικόνες δίνονται
στον αναγνώστη κρυπτικά, όπως συμβαίνει
στη σύγχρονη ποίηση, συχνά προδίδουν
μια ασαφή, άστοχη εικονοποιία.
“σνιφάρει
την αλλαγή”
“ρουφάω
λάμψεις ελευθερίας”
“φρενοκομείο της απληστίας”
“ήταν
το κενό
μπροστά του,
τόσο
βαθύ, τόσο στεγνό,
τόσο άψυχο”
Ενώ ο Β. Ν. πέφτει στην παγίδα
ενός αδέξιου σχολιασμού:
“καθώς
πέφτει και ξανανεβαίνει η τάση.
ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΔΕΗ”
“Πορτατίφ
με σκανδάλη” σελ. 12
και
“Αηδιαστικό;
ΟΧΙ… Υπέροχο.
Νιώθω
ευτυχισμένος”
“Ρυθμική
κολύμβηση στο κρεβάτι” σελ. 11
Από το σημείο αυτό και έπειτα
διακρίνουμε έναν σαφή διαχωρισμό ανάμεσα
στους δύο ποιητές.
Ενώ στον Τ.Κ. οι αδυναμίες
συνεχίζουν να πληθαίνουν, με:
α) μια παραινετική
ποιήση που απόκλίνει από την ποιητικότητα:
“Ηρέμησε!
Μη σε ανησυχεί…
Όλα καλά θα πάνε!
Χαλάρωσε!
Μη σε νοιάζει.
Δεν έγινε και τίποτα…
Προσπάθησε να το ξεχάσεις.
[…]
Μη σκέφτεσαι!
Δεν αξίζει.
Κοιμήσου…”
“Κοιμήσου!” σελ. 24
και
“Κατάστρεψε
τα όλα με τον πιο βίαιο τρόπο
και δημιούργησέ τα από την
αρχή,
με τη σιγουριά της περιέργειας
και τον αυθορμητισμό
ενός παιδιού.
Ξύπνα! Σκέψου!
Σκότωσε κάποιον,
αγάπα κάποιον άλλον.
Δημιούργησε!
Ξύπνα!!
Ξύπνα!!”
“Και τώρα ξύπνα”, σελ. 27
β) με προσωπικές δηλώσεις που
ταιριάζουν περισσότερο σε ημερολιαγές
καταγραφές:
“Σιχαίνομαι τη θρησκεία, τα
πιστεύω και τις ελπίδες.
Την οικογένεια, τους φίλους και
το σπίτι,
Τον φόβο […]”
“Υπόταση” σελ. 37
γ) με φλύαρη αισθηματολογία:
“μια πλασματική διάβαση αγνών
συναισθημάτων”
δ) με εξυπνακισμούς:
“Θυμάμαι πως κάποια εποχή
θυμόμουν πως είχα θυμηθεί για μια στιγμή,
πώς είναι
να θυμάσαι, αφού έχεις θυμηθεί
πως κάποτε θυμόσουν.
[…]”
“Ο διάδρομος” σελ. 68
στο βιβλίο του Β.Ν. αναδεικνύονται
ποιότητες που συνοψίζονται σε:
α) μια αξιοπρόσεκτη, για
πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή, αφαιρετικότητα
β) μια ενότητα ύλης με ποιήματα
κοινής νοηματικής αφετηρίας
β) ένα υπέροχο ποίημα για τη μάνα,
το άτιτλο της σελίδας 15.
γ) μια ωμή, απέριττη γλώσσα που
διαπνέει όλο το έργο.
~*~*~
Ασφαλώς
και δεν θα υποστηρίξω ο τίτλος του
συγκεκριμένου σημειώματος βρίσκει
απαραιτήτως εφαρμογή σε κάποιο από τα
δύο βιβλία –αν και για να είμαι ειλικρινής
στο βιβλίο του Β.Ν. εντοπίζω μια συνέπεια
ως προς τη διακύρηξη του μότο
του, μιας και όντως ο ποιητής αποφεύγει
τις δύσκολες λέξεις στην ποίησή του–
ή αν υπάρχει αναθεωρητικό πνεύμα στα
γραπτά τους ή έχουμε να κάνουμε με
προϊόντα πρώτης γραφής – με ό,τι αυτό
συνεπάγεται για τις φυσιολογικές
αδυναμίες των πρωτολείων. Προσπάθησα μόνο
να παρουσιάσω και να αναλύσω κάποια
γνωρίσματα της τέχνης των δύο ποιητών
που κατά την ταπεινή μου γνώμη μπορεί
να τα συναντήσει κάποιος σε αφθονία όχι
μόνο στην “καινούρια”
και βαρετή ποίηση (όπως
την χαρακτηρίζει ο Τ.Κ.) αλλά ακόμα και
στις απαρχές του νεωτερισμού.
Το κείμενο αυτό δεν είναι
προϊόν εμπάθειας. Είναι
μια προσπάθεια κατανόησης και της
ιδιοσυγκρασίας δύο πρωτοεμφανιζόμενων
ποιητών –αντίθετη με την πρακτική που
προτείνεται στους κριτικούς λογοτεχνίας,
δηλαδή να σχολιάζουν αυστηρά και μόνο
το έργο που εξετάζουν– ενώ παράλληλα
αξιοποιούνται και τα λεγόμενά τους
(στην περίπτωση του Τ.Κ.) που δεν ανήκουν
στην περιοχή εργασίας των βιβλίων. Αν
η πρακτική αυτή είναι εσφαλμένη, είναι
ερευνητέο.
Στάθης Ιντζές