Άγνωστη
γη
Έσταζε
το παγωμένο νερό από τα ρούχα της, στο
στόμα της φύκια. Θα μπορούσε να έχει
κοιμηθεί στην υγρή άμμο για πάντα, να
την πάρει πίσω η θάλασσα. Την ξύπνησε η
μνήμη -οι κραυγές, το αίμα, η φρίκη.
Πηχτό
σκοτάδι. Έσφιξε δυο βότσαλα στις χούφτες,
πήρε μια βαθιά ανάσα, σύρθηκε μέχρι τον
δρόμο. Κοίταξε τον ουρανό, τη μεγάλη
άρκτο, κρύωνε σαν να βρισκόταν ψηλά στα
αστέρια, μόνη μέσα στο σύμπαν.
Στο
βάθος φαίνονταν φώτα. Άρχισε να περπατά
αργά. Στα μισά, ζεστάθηκαν τα πόδια της,
υγρά κυλούσαν στους μηρούς της. Ο πρώτος
πόνος ήρθε ήσυχα, στον δεύτερο γονάτισε.
Τα χείλη της ακούμπησαν στην άγνωστη
γη, μια προσευχή ρίζωσε βαθιά.
Σηκώθηκε.
Συνέχισε να περπατά, έφτασε στο πρώτο
σπίτι. Τα παράθυρα σκοτεινά, στην πόρτα
αναβόσβηνε ένα γιορτινό αστέρι. Προχώρησε
στον κήπο, αγκάλιασε τον κορμό ενός
δέντρου, οι ωδίνες μαστίγωναν τα σπλάχνα
της.
Ξάπλωσε
ανάσκελα. Ούρλιαξε, αλύχτησαν μαζί της
τα σκυλιά, κοίταξε τη μεγάλη άρκτο,
άπλωσε το χέρι να κρατηθεί απ’ την ουρά
της, μια κραυγή ακόμη και η κόρη της
γλίστρησε στο χώμα.
Τύλιξε το νεογέννητο με τη
βρεγμένη της μαντίλα. Το κλάμα του
αντηχούσε το θαύμα, ενώ τα παράθυρα
φωτίζονταν ένα-ένα.
Βίκυ
Κλεφτογιάννη