Άσπρη
γάτα στην θάλασσα
Τα
τελευταία βράδια του Αυγούστου οι
παραλίες γίνονται παράξενες. Όλοι οι
παραθεριστές έχουν φύγει, έχει επανέλθει
η ησυχία των παλιών ημερών, κι όμως η
άμμος ακόμα και η θάλασσα κρατούν κάτι
παράξενους απόηχους του καλοκαιριού.
Έτσι ξαφνικά βλέπεις την άμμο να
βουλιάζει κι ένα ίχνος ποδιού να
σχηματίζεται σαν να υπάρχει ακόμα στον
αέρα το βάρος του σώματος των καλοκαιρινών
επισκεπτών κι εκεί που όλα είναι ήσυχα
ακούς την θάλασσα να χτυπιέται στον
ρυθμό των τελευταίων κολυμβητών.
-Τ’
ακούς κι εσύ; Βλέπεις τα ίχνη αυτών που
ακόμα περπατούν στην άμμο; την ρώτησα
σχεδόν με θράσος έτσι καθώς περνούσε
και σήμερα δίπλα μου μ’ εκείνο το μακρύ
μαύρο φουστάνι και την άσπρη γάτα που
την ακολουθούσε σαν σκυλί.
-Είναι
η επιθυμία της άμμου για τα πόδια των
ανθρώπων, είναι η επιθυμία της θάλασσας
για τα κορμιά των κολυμβητών.
Μου
άρεσε η απάντηση αλλά αυτή η γυναίκα
συνέχιζε να μου είναι αντιπαθής. Πάντα
όταν την έβλεπα, ίσως το πάντα να είναι
υπερβολή η αλήθεια είναι πως τούτον τον
Αύγουστο την πρωτοείδα και για να
ακριβολογώ τις τελευταίες μέρες του
Αυγούστου. Καθόταν σ’ένα παγκάκι λίγο
πιο πέρα από κει που ήμουν εγώ. Μου
φαινόταν θλιμμένη, πολύ θλιμμένη όπως
είναι οι άνθρωποι που έχουν ξεχαστεί
απ’ όλους. Από την πρώτη μέρα που την
είδα απέστρεψα το πρόσωπό μου δεν ήθελα
να βλέπω θλιμμένους ανθρώπους ακόμα
και τα ζώα που συντροφεύουν τέτοιους
ανθρώπους φαίνονται κι αυτά θλιμμένα.
Αρκετά με τους θλιμμένους έλεγα και
κυρίως με τους ακίνητα θλιμμένους
ανθρώπους. Εγώ χαιρόμουν την συνεχή
κίνηση του νερού της θάλασσας γι’ αυτό
εξ’ άλλου πήγαινα στην θάλασσα.
Εκείνη
την ημέρα με πλησίασε. Δεν θα πω πως
χάρηκα σαν ίσκιος βαρύς έπεσε πάνω μου.
Την προτιμούσα καθισμένη στο παγκάκι.
-Μην
στεναχωριέσαι δεν θα μείνω, θα φύγω
αλλά να κάποιες φορές με κυριεύει κι
εμένα η επιθυμία της συνομιλίας.
Την
κοίταξα και χαμογέλασα .
-Βγάλε
τα παπούτσια σου, ας περπατήσουμε μαζί
στην άμμο και βλέπουμε, της είπα
Έφυγε
ήσυχα χωρίς να πει τίποτα, μόνο η γάτα
της έτσι απρόσμενα μου πέταξε με τα πίσω
πόδια της άμμο στο πρόσωπο.
Όχι
δεν είμαι θρασύς αλλά ετούτο το καλοκαίρι
ήθελα όλα να είναι απλά καθημερινά κι
ετούτη η γυναίκα έβαζε πάλι το παράξενο
στη ζωή μου.
-Θα
το αλλάξω αυτό, θα την φέρω στα μέτρα
μου μουρμούρισα. Έτσι και ξανάρθει θα
το αλλάξω κι αυτή η γάτα….
Την
άλλη μέρα , είχε βραδιάσει, το φως ήταν
γκρίζο.
Ήρθε.
Στάθηκε δίπλα μου.
-Άκου
της είπα, δεν θέλω να μου πεις ούτε το
όνομά σου, ούτε την ιστορία σου. Ούτε
εγώ θα σου τα πω. Το μόνο που θέλω είναι
να βγάλεις τα παπούτσια σου να σηκώσεις
λίγο το μακρύ σου φόρεμα και να περπατήσουμε
ξυπόλητες στην άμμο.
Δεν
της είπα τίποτα άλλο. Περίμενα. Περίμενα
αρκετή ώρα.
Έβγαλε
τα παπούτσια της, ανασήκωσε το φόρεμά
της και περπατήσαμε στην άμμο. Μέσα στο
σκοτάδι, ναι είμαι σίγουρη μέσα στο
σκοτάδι ,διέκρινα ένα αχνό χαμόγελο
ακόμα και στην φωνή της υπήρχε ένας
τόνος γλυκός. Όχι δεν μιλούσε σε εμένα
στην άσπρη γάτα μιλούσε που ακολουθούσε
κι έβλεπα τις γατίσιες πατούσες της
μέσα στις μεγάλες γούβες των ποδιών της
κυράς της.
Σιγά-σιγά
μέρα με την μέρα παρέσυρα την γυναίκα
στην θάλασσα , είχε χρόνια να κολυμπήσει.
-Θα
σου πω μιαν αλήθεια, μου είπε ένα βράδυ.
Χρόνια τώρα αναζητούσα ακροατή,
οποιονδήποτε ακροατή. Κι εύρισκα. Καθόταν
δίπλα μου στο παγκάκι κι εγώ μιλούσα
μέχρι που και η γάτα μου αποκοιμιόταν.
Την θάλασσα την είχα ξεχάσει κι ας ήταν
στα πόδια μου.
Κολυμπούσε
με τα ρούχα της, μόνο τα παπούτσια της
άφηνε στην παραλία και πάνω τους καθόταν
η γάτα.
-Τι
παράξενη ντροπαλοσύνη είναι αυτή; την
ρώτησα.
-Όχι
δεν είναι ντροπαλοσύνη είναι αγάπη για
το γερασμένο μου σώμα.
Είχα
αντιρρήσεις πολλές αντιρρήσεις, αλλά
δεν είπα τίποτα.
Μια
μέρα είχε πάει πιο νωρίς. Τα παπούτσια
στην παραλία αλλά η γάτα έλειπε. Την
είδα την γυναίκα στα βαθιά σαν μικρή
μαύρη βάρκα φαινόταν. Την άκουσα που
τραγουδούσε. «…Εμένα οι φίλοι μου είναι
μαύρα πουλιά εμένα οι φίλες είναι σύρματα
τεντωμένα.» Δίπλα της είδα και την γάτα.
Λυπητερό τραγούδι ,αλλά η φωνή της μου
φάνηκε χαρούμενη. Δεν με είδε. Πήρα τον
δρόμο του γυρισμού. Ξαφνικός αέρας
σηκώθηκε, η θάλασσα αγρίεψε. Έκανα να
γυρίσω πίσω. Την άκουσα που ακόμα
τραγουδούσε.
-Δεν
έχει ανάγκη σκέφτηκα, δεν έχει ανάγκη
από τίποτα. Τραγουδάει.