εκδόσεις Αντίποδες
Ξύριζε ο πούστης. Ξύριζε ίδιος λεπίδι.Κατέβαινε απ’το ρέμα του Ντελή.
Έπαιρνε τα σύννεφα, τα γυρνούσε σ’ άντερα. Τα καβάκια στο φράχτη
κόντρα, πόσο να κόψουν. Σκόρπισαν όλοι. Ξαμολημένος, σου λέω, καντή-
λι δεν άφηνε όρθιο. Μάγκωναν τα δάχτυλα και αυτός εκεί, σβερκάδα ‘ πα
στο λάκκο. Το πετραχήλι του Παπαλέκου σβούριζε το θυμίαμα. Χαμπάρι
αυτός, απ’ αλλού. Οι τρεις μας μείναμε. Ήταν κι ο Σούλης ο λαλός. Τον
σταύρωσε με το κρασί, είπε δυο λόγια κει και τέρμα. Τον κατεβάσαμε
με τον Σούλη. Χέρια σκοινιά κι ο μπαρμπα-Θύμιος βαρύς. Λίγο έφυγε
απ’ τα δεξιά, τον φέραμε στα ίσα. Έκατσε κέντρο πλάκα. Στην τρίτη
φτυαριά φεύγει κι ο παππάς. Έμεινα με τον λαλό. Κροτάλιζαν τα γόνατα
ακόμα σφύριζε ο διάολος. Να σκάσουμε τσιγάρο, του κάνω και μετά η
μπούκα. Που να πιάσεις όμως φλόγα με τον αγύριστο. Φιτίλι ήθελες,
δρεπάνι έσκαγε. Έμπα μέσα, του λέω, εκει δε πιάνει. Σάλτα στο λάκκο,
την πέφτουμε στην κάσα κι αρχίζουμε τα φούμαρα. Από πάνω ρίπωνε
ο αέρας, δεν καταλάβαινε Χριστό. Ίσιωξε το κοκαλάκι μας, λουκούμι
η καύτρα. Καλά κόβει εδώ, μου κάνει ο Σούλης, ποιος ανεβαίνει πάλι πά-
νω, και σβήνει τσιγάρο στο σκουλήκι δίπλα
…
Σκουλήκι: δεν έχει κεφάλι ούτε εσωτερικό σκελετό. Αναπνέει από το
δέρμα του. Ορισμένα είδη, όπως της διπλανής σελίδας, συχνάζουν στα
νεκροταφεία και ζουν απ’ τους νεκρούς.