πάσα από Αναγνωστάκη για αδέξιους παίκτες

όταν καρφώνω τα καρφιά στον τοίχο για τα κάδρα

πρόβα για λέξεις – βαράω προσεχτικά

σφυριά σφυριά: ψιλό καρφάκι μη λυγίσει

μην τρίξει ο τοίχος ο αντίχειρας μη χτυπηθεί

δε βγαίνει τίποτα έτσι

μια μέρα θα πάρω τσιμεντόπροκα

θα δώσω μια γερή

θα λιώσω τον αντίχειρά μου

θα γκρεμίσει ο σοβάς

θ’ απομείνουν σφυρί

και καρφί και κρέατα

σφηνωμένα στον τοίχο

να ουρλιάζω από πόνο

εκεί να δεις ποίημα



φωτογράφος ζητείται για
το κενό

δεν έχω ούτε μια φωτογραφία σου

που να λέει πώς ήσουν πριν να γεννηθείς

υπήρχες;

δεν υπήρχες;

σ’ ονειρεύτηκε η μάνα σου ή σ’ έκλεψε

από έναν κόσμο που όλα

ήταν καλύτερα: τα κορίτσια πράσινα

τα χωράφια μέλι

κι οι άντρες νοσταλγοί

μιας θηλυκής μαγείας

εξανθρωπίζονταν

βρήκες κόσμο αντίστροφα με τις ρόδες

τρακάρισες γιατρό κι έπαψες να πηγαίνεις

έκτοτε στάση: ζεις – γερνάς – πεθαίνεις

ακίνητος ανάμεσα σ’ ακίνητους ανάμεσα σε πόνο

κι ούτε μια φωτογραφία σου δεν έχω

που να λέει πώς ήσουν πριν να γεννηθείς

και πως υπήρχες

έτσι ώστε να βεβαίωνα

πως καταλήξαμε εδώ

από μιας μάνας κλέψιμο

κατά λάθος

και μόνο