Άγρια κι Αθώα Άλογα
Σε μεγάλο νοσοκομείο της περιοχής μου η Μαιευτική κλινική συνορεύει με την Ογκολογική. Ο διάδρομος της μιας συνεχίζεται στον διάδρομο της άλλης. Εκεί όπου συναντιούνται δημιουργείται ένας ενιαίος τετράγωνος χώρος που λειτουργεί σαν κοινή αίθουσα αναμονής. Κοπέλες και γυναίκες που κουβαλούν το θαύμα στις φουσκωμένες κοιλιές τους κάθονται πλάι πλάι σε ανθρώπους που παλεύουν πεισματικά να συνεχίσουν την κανονικότητα του βίου τους, κρατώντας τις βαρυσήμαντες εξετάσεις στα ασήκωτα χέρια τους.
Εκεί λοιπόν σήμερα, ένας νεαρός άνδρας, κρατώντας το μικρό αγοράκι του στην αγκαλιά, συνόδευε την έγκυο γυναίκα του στο ραντεβού της με τον γυναικολόγο. Ο μπόμπιρας, σωστός χείμαρρος, είχε ξεσηκώσει το σύμπαν. Δεν μιλούσε, μα η ενέργειά του μέσα από τις κινήσεις και τις φωνές του ξεχείλιζε. Η αναμονή μεγάλη και η δυσκολία για τους γονείς να συγκρατήσουν τον μικρό μεγαλύτερη. Δεκαοχτώ μηνών και όμως θεριό, πίδακας γάργαρου νερού που δεν χαμπαριάζει από νοσοκομεία, έτσι αθώα, δηλαδή έτσι πανίσχυρη, που είναι η παλλόμενη Ζωή εντός του.
Φεύγω για τσιγάρο. Επιστρέφω. Μετά από λίγο συνειδητοποιώ πως το αεικίνητο αγοράκι δεν ακούγεται, δεν περιφέρεται. Κοιτάζω. Ένας ώριμος άνδρας, ασθενής, καθισμένος έξω από μια πόρτα του Ογκολογικού έχει μαγέψει το παιδάκι με μια σαΐτα. Το παιδάκι παρακολουθεί εκστατικό την διαδικασία κατασκευής, το πώς ο άνδρας την πιάνει και την πετά. Ακανόνιστα σκίζει για λίγο τον αέρα και πέφτει. Το αγοράκι γελά και τρέχει αμέσως να την σηκώσει. Την δίνει στον άνδρα για να συνεχιστεί το ίδιο μοτίβο. Το πέταγμα, η πτώση, το χαμόγελο και η προσπάθεια. Ξανά και ξανά. Έχουν και οι δυο τους απορροφηθεί. Μοιάζουν να μην ανήκουν στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Δεν ξέρω γιατί μου ήρθε στο νου ο Καβάφης και το πρώτο ποίημα του που αγάπησα πολύ. Ήταν τα Άλογα του Αχιλλέως. Σε αυτό το πρώιμο ποίημα του ο Αλεξανδρινός έγραφε:
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Aχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Πάντα με μάγευε το εξής παράδοξο και μεγαλοφυές εύρημα του Καβάφη: ενώ περιγράφει την θνητότητα μέσα από τα μάτια της αθανασίας, η τελευταία είναι ιδιότητα….αλόγων, δηλαδή ζώων, όντων που οι άνθρωποι θεωρούν κατώτερα τους. Μάλιστα ο Δίας τους λέει στο τέλος του ποιήματος:
Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»— Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.
Ευγενή και θεία και αθάνατα τα άλογα του Αχιλλέα λοιπόν, αδυνατούν να συλλάβουν το παίγνιο της μοίρας, το εφήμερο του ανθρώπινου βίου, που ένας αναίτιος παιγνιώδης συνειρμός με έκανε να το δω μπροστά μου εκείνη την στιγμή. Σε αυτό το παιχνίδι, σε αυτό το πέταγμα της σαΐτας του αρρώστου του Ογκολογικού, σε αυτό το γέλιο του μικρού που σε λίγο καιρό θα έχει αδελφάκι, εκεί στο θάλαμο που συναντιούνται οι δυο διάδρομοι, άκουσα χλιμίντρισμα. Μα δεν ήταν η θρηνητική φωνή των θεών.
Ήταν η φωνή των θνητών που μίλησε την γλώσσα της αθανασίας. Και δεν ήταν θρήνος, ούτε κλάμα, ούτε οιμωγή. Ήταν το από καρδιάς γέλιο του μπόμπιρα στο πέταγμα και στην πτώση της σαΐτας. Μια πτώση για την οποία ο κατασκευαστής φαινόταν εκείνη την στιγμή να μην νιώθει κανένα φόβο, καθώς έβλεπε μπροστά του την ορμή της αθωότητας να γεννάει νέα ακανόνιστα κι εφήμερα πετάγματα. Τα δυο αυτά ανθρώπινα- και άρα εφήμερα- όντα είχαν συναντηθεί σε χρόνο και τόπο που έφτιαξε για αυτούς η αγία Αθωότητα. Λοιπόν, μην θρηνείτε Άλογα του Αχιλλέως. Άγρια και Αθώα Άλογα λογιάζονται οι θνητοί…..