Οι
Εξάγγελοι

Η υπόσχεση του σαλιγκαριού
σ’ ένα φύλλο επί πίνακι;

Δεν είναι δική μου. Μην
τη δεχτείς.

Οξικό οξύ σφραγισμένο
σε κονσέρβα;

Μην το δεχτείς. Δεν
είναι αληθινό.

Βέρα χρυσή γεμισμένη
με ήλιο;

Ψέματα. Ψέματα και μια
θλίψη.

Παγωνιά στο φύλλο, το
καθάριο

Καζάνι μιλάει και
ραγίζει

Ολομόναχο στην κορυφή
καθεμιάς

Απ’ τις εννιά μαύρες
Άλπεις,

Τριγμός στους καθρέφτες,

Η θάλασσα θρυμματίζει
το γκρίζο της—

Έρωτας, έρωτας, η εποχή
μου

Φτελιά

Τον ξέρω τον πάτο, είπε.
Τον ξέρω με την πιο βαθιά μου ρίζα:

Αυτόν φοβάσαι.

Δεν τον φοβάμαι: Ήμουν
εκεί.

Ακούς τη θάλασσα μέσα
μου,

Τη δυσφορία της;

Ή τη φωνή του τίποτα,
που σε τρέλαινε;

Ο έρωτας είναι μια σκιά.

Λες ψέματα και κλαις
μετά

Άκου: οι οπλές του: έφυγε
τρέχοντας σαν άλογο.

Όλη νύχτα θα καλπάζω
έτσι ορμητικά

Μέχρι να γίνει πέτρα
το κεφάλι σου, το μαξιλάρι σου μικρός
ιππόδρομος

Ν’ αντιλαλεί, ν’
αντιλαλεί.

Ή να σου φέρω τον ήχο
απ’ τα φαρμάκια;

Αυτό είν’ η βροχή τώρα,
αυτό το εκκωφαντικό σσσς.

Κι αυτό είναι το φρούτο
της: λευκό σαν αρσενικό.

Υπέφερα την κτηνωδία
των δύσεων.

Τσουρουφλισμένη μέχρι
τη ρίζα

Τα κόκκινα νήματα καμένα
και στητά, ένα χέρι όλο σύρμα.

Τώρα σπάω σε κομμάτια
που πετάγονται σα ρόπαλα.

Ένας άνεμος μιας τέτοιας
βίας

Δεν ανέχεται μάρτυρες:
πρέπει να ουρλιάξω.

Κι είναι κι αυτή η σελήνη
η αμείλικτη: θα μ’ έσερνε

Ανελέητα, κενή.

Η ακτινοβολία της μ’
επικρίνει. Ή μπορεί εγώ να την παγίδευσα.

Την αφήνω ελεύθερη,
ελεύθερη

Αδύναμη και άδεια, σαν
βγαλμένη από ριζική επέμβαση.

Πώς με κυριεύουν και
μ’ ευλογούν οι εφιάλτες σου.

Ζει μέσα μου μια κραυγή.

Κάθε βράδυ μανιάζει

Παραμονεύει με το
αγκίστρι της, ν’ αγαπήσει κάτι.

Με τρομοκρατεί αυτό το
μαύρο πράγμα

Που κοιμάται μέσα μου

Όλη μέρα νιώθω τα ήρεμα,
μαλακά γλιστρήματά του, τη μοχθηρία
του.

Τα σύννεφα περνούν και
χάνονται.

Αυτά είναι τα πρόσωπα
του έρωτα, αυτά τα χλωμά τ’ ανεπανόρθωτα;

Γι’ αυτά ταράζω την
καρδιά μου;

Είμαι ανίκανη να μάθω
άλλα.

Τι είναι αυτό, αυτό το
πρόσωπο

Τόσο δολοφονικό καθώς
πνίγεται στα κλαδιά

Τα φιδίσια οξέα του
συρίζουν.

Πανικοβάλει τη θέληση.
Αυτά είναι τα ξεχωριστά, αργά ραγίσματα

Που σκοτώνουν, σκοτώνουν,
σκοτώνουν.

Η
νύχτα χορεύει

Ένα χαμόγελο έπεσε στο
χορτάρι

Ανεπανόρθωτο!

Και πού θα χαθούν

Οι νυχτερινοί χοροί
σου. Στα μαθηματικά;

Τέτοια γνήσια άλματα
και σβούρες-

Σίγουρα ταξιδεύουν

Στον κόσμο για πάντα,
δε θα είμαι

Εντελώς άδεια από
ομορφιές, το δώρο

Της μικρής σου ανάσας,
το μουσκεμένο χορτάρι

Στη μυρωδιά του ύπνου
σου, κρίνοι, κρίνοι.

Οι σάρκες τους δε
συγκρίνονται.

Ψυχρές πτυχές του εγώ,
η Κάλλα

Κι ο Τίγρης, στολίζεται

Με πιτσιλιές και
ολάνοιχτα πέταλα καυτά.

Οι κομήτες

Έχουν τόσο διάστημα να
διανύσουν

Τόση παγωνιά, λησμονιά.

Έτσι οι κινήσεις σου
πέφτουν θραύσματα

Ζεστά κι ανθρώπινα,
ύστερα το ρόδινο φως τους

Ματώνει και γδέρνεται

Μέσα απ’ τις μαύρες
αμνησίες της αιωνιότητας.

Γιατί μου δόθηκαν

Ετούτα τα λαμπιόνια,
αυτοί οι πλανήτες

Που πέφτουν σαν ευλογία,
σα νιφάδες

Εξάγωνες, λευκές

Στα μάτια μου, τα χείλη,
τα μαλλιά

Μ’ αγγίζουν και λιώνουν.

Πουθενά.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ