Στέργιος Ντέρτσας

Τα μάτια των άλλων,
όταν μιλούν για σένα.




Así
fue que cantaron los silencios.
(Juan
Gelman)




Ανοίγουν διάπλατα,
τα μάτια των άλλων όταν μιλούν για σένα.


Γίνονται θάλασσες
παλιών παραμυθιών


που κάποτε γήτεψαν
τις πιο βλοσυρές μου νύχτες,


σπάσαν την πέτρινη
όψη τους και τις μετατρέψαν σε νεράιδες.




Φεγγάρια γίνονται
παράξενα,


τα μάτια των άλλων
όταν μιλούν για σένα,


βαθιά και άλικα σαν
πληγές κρυφές


στο σώμα μιας
ανομολόγητης προσδοκίας


και αναβλύζουν μύρο
Αυγουστιάτικο.




Γίνονται ασίγαστες,
τροπικές βροχές


πάνω από τους άνυδρους
κάμπους.


Γεμίζει η λήθη της
μαύρης πέτρας μ’ ολόλευκα άνθη,


ο σπαραγμός των
καμένων δέντρων με φύλλα καταπράσινα,


ο καημός των παρατημένων
χωραφιών με καρπούς.




Ένα μικρό, ατίθασο
θαύμα σαν κεράκι


κεντάει το κρύο με
αιώνιες φλόγες.


Γεμίζουν τα έρημα
χωριά


με λαμπάδες και
καμπάνες αναστάσιμες.


Απρόσμενα χέρια από
λεπτεπίλεπτο ασήμι


βγάζουν από τη λάσπη
του θανάτου


αγάλματα από μάρμαρο
αστραφτερό.




Νερά κρυστάλλινα κι
αθώα,


γιορταστικές του
δρόμου μουσικές,


σαξόφωνα που ξάφνου
βρίσκουν την πνοή τους,


τα μάτια των άλλων,
όταν μιλούν για σένα.




Στα μάτια των άλλων
, όταν μιλούν για σένα,


φωσφορούχα τρένα
γλιστρούν και πάλι χαρούμενα


πάνω σε σκουριασμένες
ράγες,


πέφτει χιόνι πυκνό
και οι δρόμοι ανοίγουν,



(ανοίγουν! ανοίγουν!)


το ακίνητο κύμα
γυρεύει πάλι την ακτή του,


ηλεκτρισμένες χορδές
δίνουν φως στα σκοτεινά σπίτια


και το αιωρούμενο
τσιγάρο στα χείλη του Juan
Gelman


ανάβει ξανά, κοιτά
θαρραλέα την άβυσσο και της βάζει φωτιά.




Τα μάτια των άλλων,
όταν μιλούν για σένα,


σπάνε σαν ρόδια


στο κατώφλι μιας
μαγικής στιγμής


που παγώνει για πάντα
τον Χρόνο


και απαντά στο
προαιώνιο αίνιγμα της Ύπαρξης


με ένα άλλο, καινούργιο
εντελώς.