ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΑΠΟΡΙΕΣ
Τα τζιτζίκια αντιστεκόντουσαν
σθεναρά τέλη Σεπτέμβρη
να μη σβήσει ο ήλιος
να μη χαθούν τα όνειρα
να μη λησμονηθούν οι ιστορίες.
Όταν ένα ψυχρό ρεύμα χτύπησε τα φτερά τους
και κατάλαβαν πως κάθε αντίσταση είναι ανώφελη
κατέβασαν πευκοβελόνες με σταγόνες ήλιου
κομμάτια γαλάζιου που είχαν σφηνώσει στα κλαδιά
κι όπως χώθηκαν βαθιά στους κορμούς των δέντρων
έγραψαν για ό,τι τραγούδησαν αυτό το καλοκαίρι.
Έτσι αποκοιμήθηκαν ελπίζοντας πως τίποτα δε χάθηκε
πως όλα κυλούνε όμορφα όπως πριν
πως όλες οι ιστορίες συνεχίζονται.
Εσείς αλήθεια τι θα κάνετε από Οκτώβρη;
Δεν ακούτε πως ήδη άρχισαν να τις σιγοψιθυρίζουν
οι φυλλωσιές των δέντρων;
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΠΟΧΕΣ ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΑΣ
Μελαγχολικός έστεκε ο ποιητής μέσα στο φθινοπωρινό τοπίο.
Φανταζόταν πως τα κίτρινα φύλλα ήταν νεκρά κορμιά ηρώων
Οι πεσμένοι κορμοί των δέντρων χαλάσματα κτιρίων
Το φως του δειλινού αίμα που πότιζε τα ιερά χώματα της πατρίδας
Μα με τίποτα δε μπορούσε να ξεφύγει απ’ την τραγική του μοίρα
Όλα έπαιρναν αμέσως την πραγματική τους μορφή.
Θε μου, ψιθύρισε
τι αντιποιητική εποχή.
ΜΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
Την ίδια φωτογραφία κοιτούσε πάλι
με τον αμετακίνητο ορίζοντα
τα παγωμένα κύματα
κι αυτό το βλέμμα εκείνου
που έμοιαζε τόσο παράταιρα ζεστό
μα όπως έπεσε ένα δάκρυ του πάνω της
η θάλασσα ξανακύλησε
τα σύννεφα άρχισαν να ταξιδεύουν
κι εκείνος του είπε
είσαι για μία βουτιά μικρέ;
Αυτός ξαφνιάστηκε προς στιγμήν
μα είπε ναι
και άρχισαν να κολυμπάνε προς τα βαθιά
πέρα από εκεί που τρόμαζε πάντα από παιδί
ώσπου χαθήκαν απ’ τον ορίζοντα.