Πρόκες στη
φωλιά του «Κούκου»
Ένα κριτικό
σημειωμα στην ποιητική συλλογή της
Πελαγίας Φυτοπούλου «Κούκος»
γράφει ο Κώστας
Κουτρουμπάκης, φιλόλογος
«Τα όρια
του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας
μου.» «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται
οι λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος.»
Αυτές τα λόγια του Wittgenstein
και του Αναγνωστάκη ήρθαν στο νου μου
διαβάζοντας την ποιητική συλλογή
«Κούκος» (Εκδόσεις Θράκα, 2016), με την
οποία η Πελαγία Φυτοπούλου εμφανίζεται
για πρώτη φορά στα ποιητικά πράγματα.
Η Φυτοπούλου έχει ήδη στις αποσκευές
της ένα πολιτικό παραμύθι και μια διόλου
ευκαταφρόνητη πορεία στο θέατρο, την
τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Με τον
«Κούκο» δοκιμάζεται στην ποίηση φτάνοντας
τη γλώσσα και την έκφραση σε αληθινά
αχαρτογράφητες περιοχές.
Αν κάτι
χαρακτηρίζει την ποίηση της Πελαγίας
Φυτοπούλου αυτό είναι μια φυσική απέχθεια
-ή μάλλον χλεύη- για κάθε τι συμβατικό,
όπως για παράδειγμα, η «εργολαβία της
ενηλικίωσης», οι «γιάπηδες που ξοδεύουν
χιλιόμετρα στο διάδρομο του γυμναστηρίου»
ή ο πατέρας που σπάει το χέρι του γιου
(το άλλο ήδη σπασμένο) για «να μάθει να
μην ταπεινώνεται μπροστά σε γυναίκα».
Η δυσανεξία αυτή, ωστόσο, δεν αφορά μόνο
στο «κατεστημένο» αλλά και στους αρνητές
του, όπως ο Λένιν, ο Κροπότκιν και ο
Μπονιουέλ.
Η ποιητική
αυτή περσόνα πραγματικά φαίνεται να
μην «χωρά πουθενά» κατά τη ρήση του
Γιάννη Αγγελάκα. Η μοναξιά της
περιχαρακώνεται αυστηρά σε τόπους
ζοφερούς˙ σε κελιά, σε φυλακές ανηλίκων,
σε τάφους ομαδικούς και ατομικούς. Η
συχνά απαντώμενη αίσθηση εγκλεισμού
(«τα παράθυρα / είναι κλειστά / και οι
μεντεσέδες / πάνοπλοι») και η συνακόλουθη
έκφραση αγωνίας θυμίζουν τον τρόπο της
Κατερίνας Γώγου. Ο ουρανός και τις τρεις
φορές που εμφανίζεται φέρει τον εφιαλτικό
απόηχο του ουρανού της «Αποκριάς» του
Σαχτούρη. Στον «Κούκο» το «γυάλινο
χαρτοπόλεμο» αντικαθιστά το σχήμα «Πυρ
και θάνατος» («Ο Βιολιστής», «Σύμπτωση»,
«Το πορτοφόλι του πεθαμένου»). Τα γήινα
πάλι δεν προσφέρουν απαντοχή («όταν δε
σε βοηθούν / οι ζωντανοί σε βοηθούν / οι
νεκροί») ενώ η έξοδος από την ανθρώπινη
κατάσταση ταυτίζεται αποκλειστικά με
το θάνατο, ο οποίος κρατά δύο υποστάσεις,
του αμετάκλητου τέλους αλλά και της
λύτρωσης («Κάνει ψύχρα / Σκέπασέ με /
Χώμα θα βρεις στο ψυγείο»). Πρόκειται
-υπό μία έννοια- για μια ποίηση Καβαφική˙
η αισιόδοξη νότα απουσιάζει.
Η ποίηση
της Φυτοπούλου είναι μια ποίηση
αξιοπρόσεχτη.
Από άποψη
τεχνικής υπάρχουν όντως ενδιαφέροντα
στοιχεία, όπως η ταυτότητα του αφηγητή,
που δεν γίνεται εξ αρχής γνωστή (π.χ. «Το
μάθημα») ή η ύπαρξη περισσότερων του
ενός αφηγητών και άρα εστιάσεων˙ στο
αριστουργηματικό “Puerto
Libre” η αφηγηματική πράξη
μοιράζεται ανάμεσα στο τότε («όταν ήμουν
παιδί») και το τώρα («σήμερα είμαι»), με
τον αφηγητή – παιδί και τον αφηγητή – μη
παιδί (απροσδιόριστη η ακριβής ηλικία)
να συμφύρονται σε ένα εσωτερικό διάλογο,
τα πρότυπα του οποίου ανιχνεύονται στο
«Αμάρτημα της Μητρός μου» του Βιζυηνού
(η διάκριση εκεί ανάμεσα στην αφήγηση
του μικρού και του ενήλικα Γιωργή).
Χαρακτηριστική είναι και η παρουσία
παραδοσιακών τεχνικών, δουλεμένων όμως
με εντελώς ξεχωριστό τρόπο, όπως π.χ. οι
επαναλήψεις («Και ονειρεύομαι», «Ο
Βιολιστής», «Κανονικότητα» «Απολογία»).
Σε ό,τι αφορά το ύφος, η Φυτοπούλου κάνει
χρήση μιας εντελώς ιδιότυπης πεζολογίας,
που ωστόσο παράγει στιγμιότυπα με αμιγώς
ποιητικό αποτέλεσμα (ξεχωρίζουν το «στα
κελιά / χωρίς ρήμα ο πόνος / τρέχει» και
το άφταστο «απόψε τοποθετούν στον ουρανό
/ παιδικά καθίσματα»). Μια τελευταία
παρατήρηση στα ζητήματα τεχνικής: η
πορεία της Πελαγίας Φυτοπούλου στα
θεατρικά πράγματα έχει σαφώς επηρεάσει
και την ποιητική της˙ όλα τα ποιήματα
του «Κούκου» μπορούν με κάποιον τρόπο
να παρασταθούν.
Δεν είναι
όμως μόνο ούτε κυρίως η τεχνική που
κάνει τον «Κούκο» μια αξιοανάγνωστη
ποιητική συλλογή˙ είναι η θεματολογία
και ο χειρισμός της. Η Φυτοπούλου με την
τόσο συχνή αναφορά στα πιστόλια, τους
σκοτωμούς και τα συμπαρομαρτούντα
(σχήμα «Πυρ και Θάνατος») δεν εκτελεί
μόνο τους ήρωες των ποιημάτων της˙
κυρίως εκτελεί τις άχρηστες παθογένειες
και συμβάσεις. Ο μικροαστισμός με τα
σύμβολά του (τηλεόραση, πολυθρόνα, ροζ
βρακάκια, σώβρακα πολυτελείας,
στριπτιτζάδικα στην εθνική…), η δυναστική
παρουσία του πατέρα («Νύφη», «Ήταν
ντροπαλός») και της μάνας («Το Πορτοφόλι
του Πεθαμένου», «Μιμόζα», «Αναρχία»),
τα κλισέ του αριστερού χώρου που αδυνατεί
να αντιμετωπίσει την «ταξική φλεγμονή»
(«Libera Μαντόνα», «Αναρχία»,
«Ποιητικός Αντιρρησίας»), η βία στην
εκπαίδευση («Το Μάθημα»), η ατομική
ιδιοκτησία που προβάλλεται ως αίτημα
ακόμη και μετά θάνατον και μάλιστα σε
έναν τάφο ομαδικό («Οι δώδεκα»), η
εκπόρνευση κάθε είδους («Τα Λυπημένα
Κορίτσια»), όλα μπαίνουν στο αδυσώπητο
ποιητικό στόχαστρο˙ ακόμη και η ίδια η
ποίηση εκτελείται και εμπαίζεται και
ο ποιητής αυτοαναιρείται, όταν η ποιητική
πράξη γίνεται μανιέρα και χυλός («γράφω
ποιήματα / για ένα βυζί / να το, να το /
τρέχει, τρέχει / πάνω σ’ ένα / κυπαρίσσι»).
Η ειλικρίνεια,
η παντελής έλλειψη εξωραϊσμού, η ευθεία
βολή. Αυτή ίσως είναι τελικά η μεγαλύτερη
αρετή του «Κούκου». Ξέρει η Πελαγία
Φυτοπούλου -όταν πρέπει- να πιάνει τους
άλλους από το λαιμό και να μη χαρίζει
ηλίθιες συχωρέσεις, κατά πώς έγραφε
κάποτε ο Τάσος Λειβαδίτης.