Μαρία Θ. Αρχιμανδρίτη
Άνουβις
Άνυδρη, πάνω από τα πέτρινα χείλη,
λύνει τους κόμπους και αντίστροφα
μετρά.
Με σκαραβαίο φυλακτό στο στήθος
Ξερνούν τα βαμμένα βλέφαρα αλμύρα.
Σκούριασε το μαγκάλι, ξέφτισε το σκοινί.
Το λάτρεψε αυτό το στόμα που χάσκει
σαν γκρεμός.
Πίσσα και μύρο αναδίδουν τα σωθικά του.
Αιθάλη στα ρουθούνια της.
Βογκώντας μετρούσε ανάποδα αντανακλάσεις
έσκυβε, δίπλωνε , τεντωνόταν
γλιστρούσε το φως επάνω της
έφεγγε σε αυτόν να σκάβει πιο βαθιά.
Νύχτωσε
Ίσα που διακρίνει στο βυθό το φωτοστέφανο της.