Γράφει η φιλόλογος Φεβρωνία Σαρηγιαννίδου

Εισαγωγή:


Κύριος σκοπός του συγκεκριμένου δοκιμίου είναι η μελέτη του μυθιστορήματος του Στρατή Μυριβήλη και συγκεκριμένα του δεύτερου κατά σειρά μυθιστορήματος της Τριλογίας του, «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», μέσα από την θεωρία του Lucien Goldmann για τον γενετικό δομισμό, καθότι αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως η πιο κατάλληλη για τους νοηματικούς άξονες του έργου και για τον εντοπισμό της κεντρικής του ιδέας. 

Είναι χαρακτηριστικό πως ο Μυριβήλης, ήρθε σε επαφή με τους πνευματικούς κύκλους της Λέσβου και εργαζόταν σε εφημερίδες, περιοδικά και ως δάσκαλος. Κατατάχθηκε και ως εθελοντής στον στρατό. Στο μυθιστόρημά του «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», αναφέρεται στα χρόνια 1917-1922, δίνοντας έμφαση στην φρίκη του πολέμου, στις συνέπειες που έχει αυτός για τους ήρωές του, στην αναγκαιότητα που μετατραπεί τον πόλεμο σε αυτοσκοπό ως φυσική αντίδραση, ενώ παράλληλα, εξέχουσα θέση στο έργο του κατέχει το ήθος και ο έρωτας (Βικιπαίδεια, ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια). Όλα τα παραπάνω δείχνουν την συνάφεια του μυθιστορήματος με τα κοινωνικά δρώμενα και τις εξελίξεις της εποχής του και μας καλούν μέσα από την ανάλυση του έργου του να τα αναδείξουμε, έχοντας ως γνώμονα πάντα την θεωρία του γενετικού δομισμού του Goldmann.

Επομένως, η δομή της εργασίας επικεντρώνεται στα ακόλουθα: Σε πρώτο επίπεδο διασαφηνίζεται ο όρος «γενετικός δομισμός του Goldmann». Ύστερα, αναλύεται η συνοχή της συνεκτικής δομής του κειμένου και το νόημά του. Ακολουθεί η καταγραφή της κοσμοθεωρίας του Μυριβήλη αναφορικά με το μυθιστόρημα, ενώ παράλληλα γίνεται αναφορά στο πώς η προσωπική του κοσμοθεωρία συνδέεται με την κοινωνική-συλλογική. Τέλος εξάγονται ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα και η εργασία ολοκληρώνεται με την καταγραφή της βιβλιογραφίας και το παράρτημα.

Ανάλυση:


1.1. Διασαφήνιση του όρου Γενετικός Δομισμός (Goldmann)


Ο Lucien Goldmann αναφερόμενος στον γενετικό δομισμό θεώρησε, πως κάθε συγγραφέας όταν δημιουργεί ένα λογοτεχνικό έργο, λειτουργεί τόσο ως άτομο αλλά και ως συλλογικό υποκείμενο, που έχει ως σκοπό να μεταφέρει στο φαντασιακό κόσμο του έργου, την συνείδηση της τάξης την οποία βιώνει. Μάλιστα, με την αυξημένη εποπτεία και την ευαισθησία, συνθέτει τις δομές των ιδεών-αξιών-προθέσεων, χαρακτηριστικά της κοινωνικής του τάξης, σε ένα συνεκτικό σύστημα που έχει εννοιολογική σαφήνεια. Πρόκειται για σύστημα που αντιπροσωπεύει μια θεώρηση του κόσμου, μεταφερόμενη στην λογοτεχνία, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ως δομικός-ρυθμιστικός παράγοντας, που καθιστά το έργο ενωμένο, καθορίζει το σημασιακό του σύστημα, τους κώδικές και τα αξιακά του πρότυπα. Όλα αυτά ανάγουν την λογοτεχνία σ’ ένα αξιόπιστο μέσο για τη μελέτη της κουλτούρας και του πολιτισμικού προτύπου, που δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη του, να αναγνωρίζει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τον εαυτό του μέσα στο συγκεκριμένο πρότυπο, με αποτέλεσμα να κατακτά την αυτοσυνειδησία (Goldmann, 1956). Αφορά ακόμα μια παρουσίαση της πραγματικής ζωής, αλλά με έναν τρόπο ιδιαίτερο, με τη μεσολάβηση της φαντασίας (Goldmann,1979).

Αναφορικά με την κοσμοθεωρία που προαναφέρθηκε σημειώνεται πως στην έννοια συγκαταλέγονται  αντιλήψεις, προθέσεις, ιδεώδη και η ιστορία, που συνδέουν συνολικά τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας. Αυτή δομείται μέσα από την συλλογική συνείδηση και ο κύριος εκφραστής της είναι ο συγγραφέας του λογοτεχνικού έργου (Σαμαρά, 2000).

Επίσης, σημαντική είναι και η κοσμοθεωρία των κοινωνικών τάξεων ως μεταβαλλόμενη στο χρόνο, εξετάζεται μέσα στο έργο, στην εποχή που γεννήθηκε και συνδέεται με τις υπόλοιπες συνθήκες της (Σαμαρά, 1987).  Ο συγγραφέας είναι αιχμάλωτος της εποχής του. Ο χρόνος που έρχεται και το λογοτεχνικό του έργο τον απελευθερώνει,  αν και συνήθως σηματοδοτείται από τον πολιτισμό της εποχής κατά την οποία γεννήθηκε (Πουρκός, 2007).

Είναι ακόμα γεγονός άξιο λόγου, η παθητικότητα του αναγνώστη, καθώς ο λογοτέχνης συλλαμβάνει και δημιουργεί το λογοτεχνικό έργο προσδίδοντας το νόημά, ενώ ο ρόλος του αναγνώστη έγκειται μόνο στην επεξεργασία, την αναζήτηση και την αποκάλυψή του (Τζιόβας, 2003). 

Επιπρόσθετα, ο γενετικός δομισμός του Goldmann δίνει μια ικανοποιητική απάντηση σχετικά με την φύση της σχέσης κειμενικής-εξωκειμενικής πραγματικότητας. Δηλαδή, αναγνωρίζεται η ομολογία των δομών ανάμεσα στο λογοτεχνικό κείμενο και στο κοινωνικό ή ιστορικό γίγνεσθαι και η ατομική συνείδηση του συγγραφέα αποτελεί το υποκείμενο της λογοτεχνικής δημιουργίας που μέσα απ’ αυτή διαθλάται η αντικειμενική πραγματικότητα (Mukarovsky, 1979; Τζούμα: 1991).

Η αναγκαιότητα επέκτασης και κατανόησης του όρου μας οδηγεί αναπόφευκτα σε αναφορά στη μεσολαβητική λειτουργία της γλώσσας, που πετυχαίνει την επικοινωνία του λογοτεχνικού έργου με την κοινωνικο-ιστορική και οικονομική πραγματικότητα. Η γλώσσα, ως σημείο, λειτουργεί υποδηλωτικά. Δηλαδή, χωρίς να δηλώνει μια δεδομένη πραγματικότητα, έχει την δυνατότητα να αναφερθεί σ’ αυτή ή να την προϋποθέτει (Volochinov, 1975).

 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Goldmann (1963), ο κοινωνιολόγος της λογοτεχνίας είναι από τη φύση του προορισμένος να μάθει αν το λογοτεχνικό του έργο αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, αν μπορεί να ενταχθεί σε μια συγκεκριμένη δομή παράλληλα με άλλα έργα και αν συνδέεται με δομές της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας (Goldmann, 1963). 

Και επειδή τα παραπάνω μπορούν να μας θέσουν υπό σκέψεις για την μείωση της λογοτεχνική αξίας καθεαυτής, σημειώνεται ότι η λογοτεχνική μορφή και το περιεχόμενο συμβαδίζουν και ενώνονται στο αποτέλεσμα του λογοτεχνικού κειμένου (Hall,1990).

Δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί ακόμα, πως κυριαρχεί η ικανότητα του συγγραφέα στο να αποκαλύπτει ή να διδάσκει για την ανθρώπινη φύση περισσότερα από τους ψυχολόγους, καθώς όλο το έργο και οι χαρακτήρες του αντλούνται μέσα από μια προσωπική ενδοσκόπηση (Wellek & Warren, 1973). Συνεπώς, ξεπερνιούνται κάποιες ιδεολογικές προκαταλήψεις των πολλών και ο συγγραφέας βλέπει διαμέσου αυτών (Hawthorn, 1995). Ο συγγραφέας δεν θεωρεί το γεγονός ως μέτοχος, αλλά ως παρατηρητής που αντιλαμβάνεται την αξιολογική σημασία αυτού του έργου που πραγματοποιείται (Bakhtin, 1980).

Τέλος, επισημαίνεται πως η αποτελεσματικότητα κάθε λογοτεχνικού έργου δεν μπορεί να καθορίζεται ως απλή μίμηση, αλλά διαλεκτικά ως ένα μέσο που μεταβάλλει ή διαμορφώνει την αντίληψή μας και συντελεί στη διάπλαση των αισθήσεων (Jauss, 1995).

Συμπερασματικά προκύπτει ότι, κατά την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου, θα πρέπει να αναλύεται και να ερμηνεύεται η σημαίνουσα δομή του, να αναζητείται η κοσμοθεωρία του συγγραφέα και να συνδέεται με τις δομές της ευρύτερης πραγματικότητας, ώστε να επιτευχθεί η αναγωγή του έργου σε συλλογικό, με κύριο εκφραστή τον συγγραφέα. 

1.2. Αναζητώντας την σημαίνουσα δομή του μυθιστορήματος του Μυριβήλη


Η ιστορία της «Δασκάλας με τα χρυσά μάτια», εκτυλίσσεται γύρω στο 1922, όταν ένας νέος ονομαζόμενος Λεωνής Δρίβας, επιστρέφει στο νησί της Λέσβου ύστερα από την φρίκη του πολέμου που έζησε και αδημονεί να δει την μητέρα του και την αδερφή του. Συναντώντας την αδερφή του καταλαβαίνει πως η μητέρα του πέθανε και ο Λεωνής πέφτει σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ενθυμούμενος και τα γεγονότα που έζησε στην Μικρά Ασία. Θυμάται την παραμονή του νοσοκομείο όταν είχε τραυματιστεί, αλλά ο θάνατος του αγαπημένου του φίλου Στρατή Βρανά είναι χαραγμένος στη μνήμη του καθώς και το χρέος που έχει απέναντί του, να παραδώσει δηλαδή στην γυναίκα του κάποια αγαπημένα του πράγματα. Στην πορεία της πλοκής γνωρίζει την Σαπφώ Βρανά και την ερωτεύεται αλλά δεν τολμά να το εκφράσει σεβόμενος την μνήμη του φίλου του και λαμβάνοντας υπόψη τα κουτσομπολιά του χωριού. Στο τέλος και οι δυο εξομολογούνται και εκφράζουν τον έρωτά τους. 

Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται έχοντας ως σημείο αναφοράς τα εξής σημαντικά γεγονότα: 

Αρχικά, η ιστορία λαμβάνει χώρα σ’ ένα μαγευτικό-παραδεισένιο τοπίο που λειτουργεί εξισορροπητικά, προκειμένου ο κεντρικός ήρωας ν’ απωθήσει τις φρικιαστικές εικόνες του πολέμου που στοιχειώνουν τη σκέψη του, ενώ αποτελούν και έντονη αντίθεση με τα νιάτα του που διεκδικούν μερίδιο στη ζωή και στον έρωτα. Παράλληλα, με τη ρεαλιστική περιγραφή των γεγονότων του πολέμου στέλνει ένα έντονο αντιπολεμικό μήνυμα ενώ το στίγμα της αρνητικής εικόνας του πολεμιστή δασκάλου της μικρασιατικής εκστρατείας στο ιδεολογικό επίπεδο δίνεται με ακρίβεια και σαφήνεια. Ο ήρωας χρειάστηκε να ζήσει τον πόλεμο σε όλο το αποκρουστικό του μεγαλείο για να μπορέσει να τον αποκηρύξει. Ο θάνατος του δασκάλου Βρανά σηματοδοτεί τον θάνατο της Μεγάλης Ιδέας. 

Ύστερα, η γυναίκα είναι το κεντρικό πρόσωπο. Στην αρχή αυτό διαφαίνεται στο πρόσωπο της μάνας και ύστερα στο πρόσωπο της δασκάλας, που αποτελεί ερωτικό αντικείμενο. Παρουσιάζεται μια εξιδανικευμένη μορφή γυναίκας, αλλά η σχέση μαζί της εκφράζει μια κρισιμότητα για την ζωή του υποκειμένου κυρίως εξαιτίας της μνήμης του αγαπημένου του φίλου. Το γεγονός αυτό δημιουργεί στον ήρωα μια βασανιστική ένταση στην ψυχή και τα συναισθήματά του, ενώ παράλληλα εκφράζει την δυσκολία του να προσαρμοστεί στη ζωή της ειρήνης, η οποία τελικά επιτυγχάνεται μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία και τον έρωτα. 

Έντονη είναι και η περιγραφή του κατεστημένου της εποχής σχετικά με την εικόνα της εκπαιδευτικού και της χήρας, ενώ ακόμα επικρατούν απαρχαιωμένες αντιλήψεις και κουτσομπολιά της μικρής κοινωνίας, όπου εκτυλίσσονται τα γεγονότα. Τα κοινωνικά στερεότυπα είναι κυρίαρχα και οι άνθρωποι μένουν εγκλωβισμένοι σ’ αυτά. Μοιάζουν αιχμάλωτοι στο φαίνεσθαι, γι’ αυτό και κακοχαρακτηρίζουν την χήρα Σαπφώ. Χαρακτηριστικό ακόμα είναι πως η κοσμοθεωρία της δασκάλας συνοψίζεται στα στοιχεία της τραγικότητας και της παραίτησης.

Τέλος, το δίπολο έρωτας και θάνατος σ’ όλο το μυθιστόρημα βρίσκει την αποθέωσή του και μέσα από την δράση της ιστορίας δίνεται έμφαση σε αξίες, συναισθήματα, αγωνίες, φαντασιώσεις και φόβους.

Τα ως άνω αναφερόμενα τεκμηριώνονται, καταγράφοντας κάποια αποσπάσματα από το μυθιστόρημα, που δικαιολογούν τα σημεία με την σειρά που αναφέρονται. (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α)


1.3. Η κοσμοθεωρία του Μυριβήλη


Ο Στρατής Μυριβήλης γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου το 1890. Φοίτησε στην Αστική Σχολή Συκαμιάς και έπειτα στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, εργαζόμενος παράλληλα ως συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες και ως δάσκαλος.

Κατατάχτηκε εθελοντικά το 1912 στο στρατό και κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο άρχισε να γράφει τη Ζωή εν τάφω. Το 1920 παντρεύτηκε την Ελένη Δημητρίου, με την οποία απέκτησε δυο γιους και μια κόρη.

Από το 1925-1933 στήριξε το Εργατικό Κόμμα του Α.Παπαναστασίου. Στη Λέσβο συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Σάλπιγξ, Ελεύθερος Λόγος, κλπ. δημοσιεύοντας πεζογραφήματα, ποιήματα και άρθρα. Στην Αθήνα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες όπως Καθημερινή,  Εθνική, Ακρόπολις, κλπ και περιοδικά όπως ο Θεατής, η Νέα Εστία, τα Στρατιωτικά Νέα κ.α. Εργάστηκε επίσης στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών και στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.

Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου δήλωσε ανοιχτά την αντίθεσή του προς την κομμουνιστική ιδεολογία. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας και πέθανε άρρωστος από βρογχοπνευμονία στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού στην Αθήνα το 1869. 

Η πρώτη εμφάνιση του στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1915 με τη συλλογή διηγημάτων «Κόκκινες ιστορίες». Στα πρώτα του βήματα συνδέθηκε με τη λογοτεχνική γενιά του 1920, σύντομα αποδεσμεύθηκε από την απαισιόδοξη κοσμοθεωρία των συγχρόνων του και αναδείχθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους αντιμιλιταριστές συγγραφείς της Ευρώπης και πρόδρομος της γενιάς του ‘30. 

Το έργο «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως μεταβατικό στάδιο (1933-1949), όπου κυριαρχεί η τάση για άρνηση του παρόντος και στροφή προς την παιδική ηλικία. Τέλος στην τρίτη περίοδο του έργου του (1949-1969) ο Μυριβήλης στράφηκε προς μια ποικιλία θεμάτων, στόχων και εκφραστικών μέσων. 

Είναι χαρακτηριστικό πως το λογοτεχνικό έργο του Στρατή Μυριβήλη βασίζεται στη ζωή του, καθώς ο πόλεμος, οι στρατιώτες, ο θάνατος, ο ίδιος του ο εαυτός αποτέλεσαν τα θέματα των διηγημάτων του, στα οποία κυριαρχεί ο ανθρωπισµός και η φυσιολατρία. Κύρια χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού του έργου αποτελούν η ρεαλιστική εξιστόρηση, η περιγραφική µαεστρία και ο έντονος λυρισµός (Εθνικό κέντρο βιβλίο, www.ekebi.gr). 

Η κοσμοθεωρία του Μυριβήλη που εκτέθηκε αναλυτικά πιο πάνω, διαφαίνεται και μέσα στο μυθιστόρημα. Αναλυτικότερα:

Ο συγγραφέας με την λυρική, περιγραφική και αντιμιλιταριστική του γραφή εξισορροπεί την ειρηνική ζωή με τις φρικιαστικές εικόνες του πολέμου, που προσπαθεί να αποβάλλει, ενώ παράλληλα προτρέπει σε μια αλλαγή του τρόπου σκέψης των επαρχιωτών.

Σ’ όλο το κείμενο στρέφεται σ’ έναν ενδοσκοπικό εθνικισμό με τον οποίο αναζητά οπουδήποτε τα διακριτικά στοιχεία της ελληνικής συνείδησης στην γη και στην παράδοση. 

Επιπλέον, το γλωσσικό και υφολογικό στοιχείο του έργου, που είναι τόσο καθαρά προσωπικό του αλλά και ανεπανάληπτο, επηρεάζεται από την στροφή προς το παρελθόν, ενώ έντονα είναι και τα εκφραστικά μέσα που δίνουν μια περιγραφική ζωγραφιά του νησιού. 

Η αγάπη και ο έρωτας είναι κυρίαρχα στοιχεία και εξελίσσονται κάτω από τα αδιάκριτα βλέμματα του χωριού και τα κουτσομπολιά. Κυρίαρχο είναι και το φάντασμα του αδικοχαμένου φίλου που δημιουργεί μια πάλη ανάμεσα σε ζωή και θάνατο. Σ’ όλο αυτό το σκηνικό είναι παρούσα η ατμόσφαιρα του πολέμου εξαιτίας της μνήμης του συγγραφέα. 

Ολοκληρώνοντας, καταγράφονται στο έργο τα ιστορικά στοιχεία της εποχής, ο κουμμουνισμός, που φαίνεται μέσα από την ομάδα των φοιτητών, την οποία ο Μυριβήλης παρουσιάζει με ειρωνική διάθεση και η κατάρριψη της Μεγάλης ιδέας που δηλώνεται με τον θάνατο του φίλου του στον πόλεμο. 

Ο Μυριβήλης, στο έργο του «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» είναι ένας από τους πιο λυρικούς μυθιστοριογράφους, με ερωτική διάθεση και με άνεση σε ότι αφορά την αξιοποίηση των εκφραστικών μέσων, ιδιαίτερα φυσιολάτρης με σοβαρό ύφος και ωραία γλώσσα, αλλά και αντιπολεμικό χαρακτήρα, περιλαμβάνοντας το αίσθημα, το πάθος και την συγκίνηση, με σταθερό τόνο που συνάδει με τον ρεαλισμό και έχοντας στην γραφή του την δυνατότητα να περιγράφει την συλλογική συνείδηση-την κοινωνία της εποχής που βιώνει, με τις όποιες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που την χαρακτηρίζουν.

Συνεπώς, αρχικά αντιπροσωπεύονται οι δυσκολίες του στρατιώτη να προσαρμοστεί στη ζωή της ειρήνης. Μέσα από το έργο διαφαίνεται ένα πλήθος, που είναι αποδιοργανωμένο και τραυματισμένο από την  Μικρασιατική καταστροφή. Σ’ αυτό συνυπάρχουν η φρίκη του πολέμου και τα καθέκαστα της μεταπολεμικής ζωής. Ο συγγραφέας εκτός από την ατομική του πείρα εκμεταλλεύεται και την πείρα των άλλων. 

Σημαντική είναι και η στάση απέναντι στους δασκάλους, οι οποίοι όταν δεν είναι φορείς κάποιας ύποπτης και συντηρητικής ιδεολογίας μετατρέπονται σε τραγικές καρικατούρες που προκαλούν τον οίκτο. 

Παράλληλα, η σημαντική κοσμοθεωρία της εποχής που αφορούσε την Μεγάλη Ιδέα περιλαμβάνεται στο έργο. Συγκεκριμένα δηλώνεται η κατάρριψή και η εγκατάλειψή της. 

Τέλος, αναδεικνύεται η εικόνα του κομμουνιστή με τα χαρακτηριστικά που την συνοδεύουν. Η αστική τάξη μετά την συντριβή των μεγαλοαστικών ιδεών και με την υφιστάμενη πολιτική αστάθεια μεταθέτει τα προβλήματα στον εσωτερικό εχθρό που είναι ο κομμουνισμός. Τα ιδεολογήματα που επικρατούν είναι εθνικισμός-γλωσσικός συντηρητισμός-εκπαιδευτικός σκοταδισμός. 

Επίλογος:

Ο Goldmann δανειζόμενος βασικά στοιχεία από την κοινωνιολογία παρατήρησε πως η σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και κοινωνίας δεν εκφράζεται με το περιεχόμενο (άποψη της μαρξιστικής κριτικής) αλλά μέσα από τις δομές του έργου. Ο Μυριβήλης με τρόπο αριστοτεχνικό εκφράζει την κοινωνία της εποχής σε όλα τα επίπεδα στο μυθιστόρημά του. 

Τα χαρακτηριστικά του που συγκεντρώνονται στα εξής: Λυρισμό, ρεαλισμό, ρομαντισμό, αίσθημα, πάθος, αντιμιλιταρισμό, ηθογραφία της κοινωνίας, ψυχογραφία των ηρώων και σαρκασμό, συμβάλλουν στην καθήλωση του κοινού και στην έκφραση της λαϊκής ψυχής, της κοινωνίας μέσα από το έργο του. Εν κατακλείδι, αντιπροσωπεύει την μετάβαση από τον πόλεμο σε μια ειρηνική ζωή, ενώ διατυπώνει και σύγχρονες απόψεις σε πολλούς τομείς όπως π.χ. στο εκπαιδευτικό σύστημα. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Στα ελληνικά

Bakhtin, M. (1980). Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής (μτφ.), Σπανός, Γ. Αθήνα: Πλέθρον.

Βικιπαίδεια, ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια (2015). Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια. & Στρατής Μυριβήλης. Διατίθεται στο: https://el.wikipedia.org/wiki/Η_δασκάλα_με_τα_χρυσά_μάτια & https://el.wikipedia.org/wiki/Στρατής_Μυριβήλης

Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Διατίθεται στο: www.ekebo.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NOD&cnode=461&t=288

Hall, J. (1990). Η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας (μτφ.), Τσαούση, Μ. Αθήνα: Gutenberg.

Hawthorn, J. (1995). Ξεκλειδώνοντας το κείμενο (μτφ.), Αθανασοπούλου, Μ. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.

Jauss, H., R. (1995). Η θεωρία της πρόσληψης. Τρία μελετήματα (μτφ.), Πεχλίβανος, Μ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Goldmann, L. (1979). Για μια κοινωνιολογία του μυθιστορήματος (μτφ.), Βέλτσου, Ελ. Αθήνα: Πλέθρον.

Mukarovsky, J. (1979). Η τέχνη σαν σημειολογικό γεγονός: Δοκίμια για την αισθητική (μτφ.), Μανωλοπούλου, Μ. Αθήνα: Οδυσσέας.

Πουρκός, Α., Μ. (2007). Λογοτεχνία, Διαλογικότητα, ψυχολογία. Συλλογικός τόμος. Αθήνα: Ατραπός.

Σαμαρά, Ζ. (1987 & 2000). Προοπτικές του κειμένου. Θεσσαλονίκη: Κώδικας.

Τζιόβας, Δ. (2003). Μετά την αισθητική: Θεωρητικές δοκιμές και ερμηνευτικές αναγνώσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οδυσσέας.

Τζούμα, Α. (1991). Η διπλή ανάγνωση του κειμένου: Για μια κοινωνιοσημειωτική της αφήγησης. Αθήνα: Επικαιρότητα.

Volochinov, H. (1975). Η μελέτη των ιδεολογικών και η φιλοσοφία της γλώσσας (μτφ.), Καμπουρίδου, Χ. Αθήνα: Κώδικας.

Στα ξένα

Goldmann, L. (1956). Le Dieu cache. Paris: Gallimard.

Goldmann, L. (1963). Introduction a une etude structural des romans de Malraux, Στο Συλλογικό Problemes d’ une sociologie du roman. Βρυξέλλες: Ελεύθερο Πανεπιστήμιο.

Wellek, R., & Warren, A. (1973). Theory of literature. Middlesex-England: Penguin Books.

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ»

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

1.«Καταλάβαινε καθαρά πως τα χρόνια του πολέμου γράφανε με φοβερά ψηφία ένα μεγάλο μέρος της ζωής του και ήθελε φλογερά και πεισματικά να βουλώσει με εφτά σφραγίδες αυτό το βιβλίο. Ήθελε να’ ταν ο πόλεμος ένα κόκκινο παρασάρκωμα απάνω του, να το πετάζει σ’ ένα αποκόμματο σάπιο κρέας. Ν’ αρχίσει μια νέα ζωή».

2.«Άκου της λέει. Άσε το Λίλο κει που βρίσκεται. Αυτός πια πέθανε, είναι χρόνια τώρα. Είμαστε τώρα μεγάλοι. Κοίτα εδώ εγώ ένας κρεμανταλάς ως το ταβάνι και συ, κοπέλα της παντρειάς. Λέγε με Λεωνή, όπως στο Σύνταγμα».

3.«Ο Βρανάς ήταν ένα κοντόσωμο παληκάρι, πολύ μελαχρινό, με φρύδια κατάμαυρα, σμιχτά πάνω από μια έντονη μύτη, λαφριά καμπυλωτή. Είτανε διδασκαλιστής που μπήκε στον ουλαμό των αξιωματικών μ’ έναν ειδικό νόμο της Επαναστατικής Κυβέρνησης. Είτανε ένας φανατισμένος μεγαλοϊδεάτης».

4.«Σύμπτωση οι περισσότεροι από τα διδασκαλεία να ναι κοντούληδες. Καταντούσε ολάκερη σχεδόν η Τρίτη διμοιρία νάναι κάτι σκεβρωμένοι, κακαοταϊσμένοι δασκαλάκοι».

5.«Ύστερα από λίγες μέρες, ακόμα δεν πρόφτασε να πάρει την άδειά του ο Δρίβας και τα περιστατικά ήρθανε το να πάνω στ’ άλλο. Η καταστροφή. Η σφαγή των αθώων. Τα μαρτύρια. Η ντροπή του άταχτου φευγιού. Μέρες και νύχτες γεμάτες αγριεμό. Όμως τούτη η περίοδος του Νοσοκομείου απόμεινε μέσα του το πιο βαθύ καρφί. Βρήκε την πικρή γοητεία της να κυριαρχεί μέσα στο θυμητικό του, τις τυραγνιστικές λεπτομέρειες πεντακάθαρες, αψύ το φαρμάκι του».

6.«Τους απόμεινε η εντύπωση μιας λυγερής καλοδεμένης σιλουέτας και κάποια δυνατή ακαθόριστη αίσθηση από τα δύο μάτια μεγάλα, ισκιωμένα, βαθιά. Ακόμα, ένα στόμα σχεδόν μεγάλο, με χείλη έντονα σχεδιασμένα, βαμμένα με πολύ κόκκινο. Είταν αντιπαθητικό αυτό για μια δασκάλα, μέσα στο σκολείο. Για μια χήρα θα πρεπε να της κάμουν τη σχετική παρατήρηση. Όμως κείνο το μπόι το λαμπαδιαστό! Το βέβαιο είναι πως μόνο έτσι δεν την περίμενε τη γυναίκα του Βρανά. Μέσα στις αδιάκοπες ψευδεσθήσεις τούτη ήτανε η πιο αχτύπητη. Στη θέση της χωριατοπούλας βρήκε μια κυρία, μια κοκέτα, ένα κορίτσι σβέλτο και επιβλητικό που έκανε τ’ αυτιά του να κοκκινήσουνε σαν παπαρούνες».

7.«Ολοένα πιστεύω πως η κοινωνική κριτική μας γίνεται μ’ έναν τρόπο ολότελα υποκειμενικό. Τις πιο πολλές φορές δεν κάνουμε άλλο παρά να προβάλλουμε τον εαυτό μας πάνω σε ξένες καταστάσεις, Έτσι την παθαίνουμε κατά τον αστειότερο τρόπο… Ίσως κιόλας αυτό νάναι αποτέλεσμα της ρωμαντικής ανατροφής μας».

8.«Όλη μου η ζωή είτανε μια αράδα μοιραία περιστατικά. Όλα έγιναν έξω από την θέλησή μου και έξω από τις επιθυμίες μου… Είμαι έτοιμη πια να δεχτώ το καθετί χωρίς απορία… Και χωρίς αντίρρηση».