ΕΠΟΧΕΣ
ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

Α

Hιστορία της λογοτεχνίας θα μπορούσε να
ιδωθεί ως μια κλίμακα αντιθέσεων και
συνθέσεων, ρήξεων και αναδομήσεων που
ακολουθούν την φορά του εκάστοτε
ιστορικού παρόντος. Τα έργα που θα
ξεχωρίσουν και θα οριοθετήσουν την
κλίμακα αυτή ενσαρκώνουν αυτό που
μπορούμε να αποκαλέσουμε νεωτερικότητα
της κάθε εποχής. Κι αν εμφανίστηκε η
ρομαντική οπτική περί τέχνης ήταν,
επειδή υπήρχε ένα είδος «κενού
νεωτερικότητας». Πλέον οι αυστηροί
κανόνες που υπηρετούσαν τις έννοιες
του μέτρου και των αναλογιών, και
γενικότερα η καρτεσιανή κοσμοθέαση,
έστεκαν μάλλον ανεπαρκείς μπροστά στην
αναδυόμενη έννοια της πηγαίας
δημιουργικότητας, που τόσο έντονα
εξέπεμπε ο ρομαντισμός. Το ηττημένο,
από την παντοκρατορία του Ορθού Λόγου,
Υποκείμενο βρέθηκε στο κέντρο της
ρομαντικής θεωρίας και απαίτησε για
τον εαυτό του, ό,τι η γκιλοτίνα της
νοησιαρχίας της γαλλικής επανάστασης
του αρνήθηκε.

Η νεωτερικότητα
του ρομαντισμού φανερώνεται αμέσως-αμέσως
από την πρώτη αρχή που ο ίδιος υπερασπίστηκε:
ότι δηλαδή πέραν της νόησης, πηγή γνώσης
– σαφούς μα όχι διακριτής ή μετρήσιμης
όπως αυτή του νου- μπορεί να είναι και
η εμπειρία. Είτε ως φαντασία, είτε ως
ανορθολογικό, είτε τελοσπάντων ως αυτό
που οHutchesonονόμασεinternal
sense1,
ο Ρομαντισμός διακήρυξε πως υπάρχει
«κάτι» στον άνθρωπο που είναι ικανό να
τον καταστήσει δημιουργό-γνώστη, και
που ίσως προηγείται του Ορθού Λόγου ως
ουσία. Πως η Ομορφιά ως καθολική και
συνάμα προσωπική υπόθεση του ανθρώπου
αποτελεί ένα είδος γνώσης, το οποίο μόνο
μέσω ενός υπεραισθητού υποστρώματος
εμπειρίας (φαντασία;) μπορεί να καταληφθεί.
Για πρώτη φορά η τέχνη μέσω του Ρομαντισμού,
σπάει τα παραδοσιακά και τυποποιημένα
σχήματα που η θετικότητα του κλασικισμού
της είχε φορτώσει, και κερδίζει την
μεταφυσικότητά της, δηλαδή εκείνο το
στοιχείο που της χάρισε και την αυτονομία
της. Φρουρός αυτής της αυτονομίας θα
οριστεί η Αισθητική που πλέον θα έχει
ως αντικείμενό της«ένα
σκοπό δίχως σκοπιμότητα»
2.Γιατί ως τέτοιος σκοπός ορίστηκε από
τον Κάντ η τέχνη.

Σε αυτήν ακριβώς
την αυτονομία της τέχνης εδράζεται και
μια έννοια που ο ρομαντισμός ανέπτυξε
ως κατεξοχήν δείγμα νεωτερικότητας:
την έννοια της αυτοαναφορικότητας. Το
οξύμωρο είναι πως τα προβλήματα που
αυτή η έννοια έθεσε απέναντι μας ήταν
τέτοια, ώστε κατέστησαν τον ίδιο τον
ρομαντισμό αδύναμο να ανταπεξέλθει
πειστικά, δηλαδή με τρόπο νεωτερικό.
Τον έκαναν να μοιάζει με μια πραγματικότητα
που χρήζει υπέρβασης. Συγκεκριμένα:

Σύμφωνα με την
κατηγορική προσταγή του Κάντ, το άτομο
πρέπει να επιλέγει να θεωρεί τον εαυτό
του ελεύθερο όταν δρα. Τότε μονάχα η
ελεύθερη βούληση προέρχεται από το
άτομο και σε αυτό ξαναγυρίζει. Αυτό το
είδος αυτοκαθορισμού και αυτενέργειας
διέπει κι ένα έργο τέχνης. Η «σκοπιμότητα
δίχως σκοπό» λέγεται έτσι γιατί ακριβώς
εσωκλείει μια τελολογία, της οποίας το
τέλος δεν μπορούμε να νοήσουμε, παρά
μονάχα να βιώσουμε, όπως και η σιλλερική
αισθητική στοΠερί
της Αισθητικής Παιδείας του Ανθρώπου
περιγράφει:
ως αποδέκτες τέχνης βυθιζόμαστε στο
έργο που αποκαλύπτεται σε μας αυτάρκες
και πλήρες. Η δικιά του Ομορφιά αναδεικνύει
την πραγματική μας φύση, μέσω αυτής της
απορροφητικής και αποκαλυπτικής
διαδικασίας. Και αυτή δεν είναι άλλη
από την ενοποιημένη εικόνα νόησης και
αίσθησης, δηλαδή το Ωραίο. Το Ωραίο είναι
και η Αλήθεια, η Ουσία. Βιώνοντες το
Ωραίο γινόμαστε κατά τονSchillerΕλεύθεροι, καρπωνόμαστε δηλαδή αυτό
που πραγματικά είμαστε. Σε αυτό το σημείο
φαίνεται και ο λόγος που η ρομαντική
θεωρία μιλώντας για την αυτονομία και
την ενότητα του έργου τέχνης, εξύψωσε
την τέχνη σε ρόλο ρυθμιστή και ερμηνευτή
του κόσμου και του ανθρώπου. Γιατί πολύ
απλά μόνο εντός της τέχνης λύνεται το
άλυτο πρόβλημα της διττής φύσης του
ανθρώπου. Για παράδειγμα, το ρομαντικό
σύμβολο -στο οποίο τοείναιμε τοσημαίνεινενυπάρχουν ταυτόχρονα και αδιάρρηκτα-
αντικατοπτρίζει τον διακαή πόθο του
ανθρώπου να σημαίνει και να υπάρχει την
ίδια στιγμή με την ίδια ένταση και με
τον ίδιο τρόπο.

Όμως η προβληματική
του ανθρώπου είναι πολύ βαθιά. Ως
τελολογικό όν σε ένα αιτιοκρατούμενο
σύμπαν, καταδικασμένο για πάντα στην
μοναξιά της επιλογής, όπως θα έλεγε και
οSartre,
δεν μπορεί να πετύχει για τον εαυτό του
αυτήν την εσωτερική ενότητα. Για
παράδειγμα η φράση «εγώ είμαι εγώ»
καταλύεται μόλις λέγεται, καθότι δεν
υπάρχει κανένα προκατηγορικό θεμέλιο
του δικού μου είναι. Ο άνθρωπος είναι
εκ φύσεως διασπασμένος και εξαρχής
ανίκανος να αντιληφθεί στην πλήρη του
ολότητα το αντικείμενο που εξετάζει,
εν προκειμένω ένα έργο τέχνης. Αφού η
τέχνη βιώνεται μέσω του «πέραν της
λογικής», η όποια προσπάθεια εκλογίκευσής
της θα πέφτει στο κενό και άρα η ολική
και πλήρης γνώση ενός αντικειμένου –π.χ
ενός ποιήματος- θα μοιάζει παντοτινά
ουτοπία. Το ποίημα βιώνεται ως θαύμα,
δεν νοείται. Και αφού δεν νοείται, τότε
πάντα κάτι θα ξεγλιστρά. Επομένως πλήρη
και καθολική γνώση του αντικειμένου
«ποίηση», με παγιωμένα και απαρασάλευτα
χαρακτηριστικά δε θα έχει ποτέ. Και αν
επισημάναμε πριν την αναλογία ανάμεσα
στην καντιανή ηθική και αισθητική, ήταν
για να τονίσουμε εντέλει πώς η
αυτοαναφορικότητα της τέχνης είναι
το καθρέφτισμα μιαςa
prioriχαμένης για τον άνθρωπο ενότητας. Ο
ίδιος ο Καντ έμμεσα τα παραδέχεται μιας
και υποστηρίζει πως πρέπει να θεωρούμε
τους δρώντες εαυτούς μας ελεύθερους,
να δρούμε δηλαδήσαννα είμαστε ελεύθεροι.

Θα μπορούσαμε να
πούμε πως, αν για τη Φυσική η διάσπαση
του ατόμου έγινε τον 20οαιώνα, για την Τέχνη η συνειδητοποίηση
του διασπασμένου ατόμου, δηλαδή του
Εγώ, συνετελέστηκε μέσω της ρομαντικής
θεωρίας ήδη από τον 19ο
αιώνα.
Οι εκλύσεις της πνευματικής ενέργειας
από αυτή τη διάσπαση ακόμα αντηχούν στα
αυτιά μας. Ο ρομαντισμός έθεσε και
εντόπισε αυτό το καίριο πρόβλημα, το
οποίο στάθηκε ο θεμέλιος λίθος για την
μοντέρνα εποχή στην ποίηση. Πότε όμως
αυτή ξεκινά; Η συνέχεια στο επόμενο
κείμενό μας.

1
Μ Beardsley, Ιστορία των
Αισθητικών Θεωριών, μτφ Δ. Κούρτοβικ,
Αθήνα 1989, σ 175-179

2
Emmanuel Kant, Η
Κριτική της κριτικής δύναμης,
Αθήνα
2002, σ 152