Ακονισμένα μονοπάτια

(εφόσον τα
πόδια μου δε θα βαδίσουνε σε τίποτε άλλο πάνω)

Σε ψάχνω όπως
τη βελόνα στ’ άχυρα

Ως παγωμένο
αεροσκάφος

Σε νησί που λιώνει

Στο οποίο θα
μπορούσα

Να τοποθετήσω
μια αρκούδα πολική

Ώστε να νιώσει
λιγάκι

Ασφαλέστερη.

Σ’ αναζητώ
καθώς θα έκανα σ’ ενός καθρέφτη

Την
αντανάκλαση

Κρύβοντας την
ηλικία μου

όπως ποδήλατο
κρυμμένο στη σοφίτα

για ν’ αγνοήσω
τη νεότητα μου,

σ’ αναζητώ
καθώς θα έκανα με το μαχαίρι

του γείτονα
όπου έσφαζε

τις μπάλες
ποδοσφαίρου μας

ή σαν το
δίχτυ, τη ψαροπαγίδα, το σακί

με τα οποία
για ψάρεμα πηγαίναμε

κατά μήκος του
μισοξεραμένου ποταμού

σ’ αναζητώ
καθώς κάνναβη της Μανίλας

κλωστική

που σκίστηκε  απ’ το χαρταετό

που θα πετάξει
μακριά στ’ ατέλειωτο γαλάζιο

θα μπορούσαμε
με υπομονή να πάμε και να τη μαζέψουμε

ώστε να
προσπαθήσουμε

ξανά

σ’ αναζητώ
καθώς θα έπρατα για την κρυφή καψούρα μου

απ’ τα χρόνια
της παιδιάστικης παλαβομάρας μου

ή καθώς
γυαλόχαρτο

να γυαλίσω τα
πώματα δοχείων μπύρας

ώστε την
άσφαλτο κάτω να τσουλίσουν

όταν παίζαμε

το παιχνίδι
των Μονοπατιών.

Και γνωρίζω
πως χάθηκες σε μονοπάτι

Γυρεύοντας
κάτι

Και θα
μπορούσες να γυρίσεις

Να μιλήσεις τ’
όνομα μου

Όπως θα έκανες
τον όρκο σου, ή των προγόνων

Τη λησμονημένη
σκιά

Ως απόδειξη
ότι ταLudenμου υπάρχουν

Ώστε να
καταδείξουν ότι δεν υπάρχει

Πισίνα να μην
έχουμε ορμήσει  μέσα

Που να μη
προσπάθησε να μας βλάψει

Και κανένα δεν
υπάρχει άτομο να’ χει τρομάξει

Την παρουσία
μας

Δεν υπάρχει
αγέννητο παιδί περιμένοντας να σπάσει

Την ακαλούπωτη
μας φαμελιά

Καθρέφτης

-φυσικά εφτά
χρόνια γκρίνιας

Θα μας
πλήξουνε,

Αν όχι μια
ζωή…

Είμαστε
άνθρωποι,

Εξού κι έχουμε
πέσει

Εδώ.

Ένα τρίμηνο ανακυκλώσιμο, σημάδι ανακούφισης

(μέρες, στις
οποίες συγκρουόμαστε, αλλά μέσα σ’ αυτές, όπως σκηνές

Από λάθος
ταινία, αποξενωνόμαστε, προσπερνούμε ο εις τον άλλο)

Ξεφορτωνόμαστε
το χρόνο σαν να μην φέρει

Νόημα

Αφήνουμε να
ξεπλύνει η βροχή

Σήματα Προσεγγίζουμε
Κάθε μέρα όπως προχωρούμε

Με το παιχνίδι
μας –εσύ το άρχισες!

Τούτες οι  νύχτες παίρνουν θέρμη απ΄ την τελευταία

Των φλογών

Εαρινός
παγανισμός και νεοπλαστικοί νευρώνες

-παλιά
περιοδικά, η αίσθηση πρωτάκουστων ιστοριών

Κάτω απ’ των
δρόμων τα πεύκα ν’ ακούσεις μπορείς το θρόισμα

Του ανέμου,

Θα θέλεις να
στραγγίξεις το μεδούλι π’ τα πλευρά του ανέμου

Είν’
αποκλειστικό το ενδιαφέρον μας,

Η προσοχή μας-
σοκαριστικός

Ο πόθος κάτι ν’
αλλάξουμε κάτι –βιάσου!

Ρίχνουμε την
ελπίδα στις απελπισίας τον λαβύρινθο

Έπειτα σκούζουμε
καθώς λευκά ποντίκια σφινωμένα

Στην πικρία

Όπως κάνουνε
τα πιο ωραία ζώα, ικετεύουμε

Τη να γίνει τη
γούνα να μας γδύσουν

Αυτό καθώς θα
νιώθουμε το γδάρσιμο μιας ίντσας τη στιγμή

Σηκωνόμαστε
την επομένη

Με τον καφέ να
μας παρηγορεί

Πως στης
κούπας τον πάτο

Κάποιος έβαλε
φαρμάκι

Τη μέρα μας να
συντομέψει

Κι οπουδήποτε
κι αν πάμε, θα μας

Υποδέχονται με
κέικ.

Επενδύουμε στα
εσφαλμένα σήματα,

Όλοι μας
αποτελούμε ένα «αλλά» στο λάθος θέατρο.

Χάνουμε το ότι
λίγο έχουμε

Απ’ το λίγο
που είμαστε ανεπαρκείς

Να ψωνίζουμε
συχνότερα:

Χρόνος,
υπομονή, βλέμματα, θαλπωρή και χαμόγελα

Διαρκής (επαν)
εμφάνιση

Ουράνια, του
άλλου κόσμου απολαύσεις

Παγίδα είναι
κάθε απόπειρα την πόρτα να κλείσεις

Την οποία ουδέποτε
προτού είχες ανοίξει

Είμαστε
μικροσκοπικές ψυχές, κόκκοι άμμου χαμένοι

Στο σύμπαν των
σπουδαίων κήπων νειρόμενοι τους μαγικούς

Κήπους

Μολαταύτα
ουδέποτε μονάχοι δε φαίνεται να οργώνουμε

Δεν είμαστε
κοντά καθόλου να παράξουμε τροφή

Παρόλα ταύτα
εμείς σκεφτόμαστε λουλούδια

Χάνουμε τα
λεωφορεία

Και τα μαλλιά
της κεφαλής δίνουμε για ταξί

Στις θέσεις
παρατάμε τα τηλέφωνα μας

Κι αφήνουμε να
φαγωθούν τα όνειρα μας

Και τελικά
πιάνουμε πυρετό

Κι εσώτερα της
ψυχής κρυολογήματα

Και την ιδιόρρυθμη
μυρμηγκοφωλιά μέσα στην αδυναμία μας

Η οποία

Τη δική μας
ρυπαίνει χαρά.

Λοβοτομή στο θρήνο

Αφήστε τις
γάτες όλες κάτω απ’ τα περβάζια

Να μιλήσουν
στη μωρουδιακή μιλιά τους

Κουτές
κουταμάρες

Στα μάτια των
πρεσβύτερων,

Αφήστε να
σχηματιστεί ο μινιμαλισμός

Απ’ τον ίσκιο
της μέρας

-οι κλεμμένες
μας μπάλες ποδοσφαίρου είναι παντοτινά

Ξεκοιλιασμένες

Τα ζώα
πράγματι έχουν συναισθήματα

Ωστόσο δεν
κατέχουν λέξεις για να μας τα πουν

Η σιωπηλή ηχώ
έχει ξεσπάσει

Πνιγήκαμε στης
φαντασίας τον νεροχύτη

Νειρόμαστε

Δεν είναι αυτό
που είναι μια μπανιέρα μέχρι

Ο ηλεκτρικός
σου ψίθυρος

Να πέσει μέσα

Ο αιώνας
ωστόσο;

Ο αιώνας
διασχίζει το δρόμο σ’ ερυθρό φωτισμό

βαρέως
αιχμαλωτισμένο.

Συνημμένος

Έντρομος καθώς
στο πρόσωπο μιας ελαφίνας

Με τον αργό
της σταθερό βηματισμό

Χωρίς χαρά
καθόλου

Ή χάδι

Χωρίς λεπίδες
χόρτου

Ν’ αγγίζουν,
ξεχασμένη μια σταγόνα στα δικά της μάτια

Με μια χώρα
στρεβλωμένη κι ένα χορό

Σταματημένο

Με μια ψυχή
ανώτερη

Που ωστόσο
ερημοφέρνει

Στις αλύσους,

Βαριές
αλυσίδες

Που πάντα τόσο
αγάλι

Καταρρέουν

Τη φλυαρία
τους.