Η επίμονη σκιά του ρατσιστικού λόγου στις Η.Π.Α.
Στις 17 Απριλίου 2020 ο Τραμπ τουίταρε: «LIBERATE MINNESOTA!» (Απελευθερώστε τη Μινεσότα). Εκδήλωσε έτσι τη στήριξη του στις διαδηλώσεις των λευκών ακροδεξιών κορονηλίθιων (covidiots) ενάντια στα μέτρα αποστασιοποίησης. Την 1η Μαΐου, ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. τουίταρε: «These are very good people, but they are angry. They want their lives back again, safely! See them, talk to them, make a deal.» (Είναι πολύ καλοί άνθρωποι αλλά είναι οργισμένοι. Θέλουν πίσω τη ζωή τους, με ασφάλεια! Δείτε τους, μιλήστε τους, διαπραγματευτείτε μαζί τους.» Εκδήλωσε έτσι τη συμπάθειά του στους λευκούς ακροδεξιούς κορονηλίθιους που εισέβαλλαν ένοπλοι στο κυβερνητικό κτίριο της πολιτείας του Μίσιγκαν.
Στις 28 Μαΐου ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής απείλησε δημόσια να σκοτώσει Αμερικάνους πολίτες αναπτύσσοντας τον Αμερικάνικο στρατό σε Αμερικάνικο έδαφος. Απείλησε κατ’ αυτόν τον τρόπο τους χιλιάδες αντιρατσιστές διαδηλωτές που εξεγέρθηκαν ενάντια στην επαναλαμβανόμενη και κυλιόμενη αστυνομική βία, μετά τη δολοφονία του George Floyd από αστυνομικούς. Η Μινεσότα, η ίδια πολιτεία της οποίας την «απελευθέρωση» ζητούσε ο Πρόεδρος ενάμιση μήνα νωρίτερα, έγινε, σαν από τραγική ειρωνεία, το επίκεντρο του ξεσηκωμού της αμερικανικής κοινωνίας απέναντι στον ιστορικά ριζωμένο θεσμικό ρατσισμό του αμερικανικού κράτους.
Τα τουίτ του Αμερικανού Προέδρου αποκαλύπτουν ακόμη μία φορά τα δύο μέτρα και δύο σταθμά της πολιτικής των Η.Π.Α. Δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με έναν ιδεολογικό διαχωρισμό ανάμεσα στους φασίστες που χαϊδεύει ο Τραμπ και στους αντιφασίστες που απειλεί. Αυτή η ιδεολογική αντίθεση ριζώνει σε ένα βαθύτερο, κοινωνικο-ιστορικό σύμπλεγμα αντιθέσεων στα θεμέλια του κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών. Υπάρχει η γενική αντίθεση μεταξύ φτωχών και πλουσίων, χαρακτηριστική όλων των ετερόνομων κοινωνιών της ανισότητας, από την οποία ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά θεωρεί πως πηγάζει η πολιτική διαμάχη μεταξύ δημοκρατών και ολιγαρχών. Στην περίπτωση των Η.Π.Α. αυτή η γενική αντίθεση συμπλέκεται και συναρμόζεται με μία ακόμη, ιδιαίτερη μορφή διαχωρισμού. Το χρώμα του δέρματος. Ο ρατσιστικός διαχωρισμός διαποτίζει την ιστορία των Η.Π.Α. ήδη από την ίδρυσή της.
Ο Χάουαρντ Ζιν στην «Ιστορία του Λαού των Ηνωμένων Πολιτειών» (εκδ. Αιώρα) παραθέτει τα λόγια του μαύρου συγγραφέα J. Saunders Redding, καθώς περιγράφει την άφιξη ενός πλοίου στις αμερικάνικες αποικίες το 1619. Το φορτίο του ήταν 20 μαύροι σκλάβοι. Ήδη οι πρώτοι σπόροι του αμερικανικού κράτους εμπεριείχαν το δηλητήριο του ρατσισμού που συνόδευε, ως συμπλήρωμα δικαίωσης, το θεσμό της δουλείας.
Μα δουλεία υπήρχε σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο κατά την αρχαιότητα. Υπήρχε άραγε και ο ανάλογος ρατσισμός; Σύμφωνα με την έρευνα του Frank M. Snowden, Jr., [Before Color Prejudice: The Ancient View of Blacks, Cambridge, Mass., 1983] δεν υπάρχει καμία ένδειξη ρατσιστικού λόγου στην κλασική αρχαιότητα. Οι Έλληνες διαχώριζαν τον εαυτό τους από τους Βαρβάρους, μα αυτή η διάκριση ήταν πολιτική και πολιτισμική και δεν αφορούσε κληρονομικές ιδιότητες. Υπήρξαν στον κλασικό κόσμο λόγιοι με «βαρβαρική» καταγωγή, όπως ο Ανάχαρσις ο Σκύθης.
Στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξαν αυτοκράτορες αφρικανικής καταγωγής που ανέβηκαν στην κορυφή της εξουσίας χωρίς το χρώμα του δέρματός τους να τους εμποδίζει. Παραδείγματα είναι ο Σεπτίμιος Σεβήρος [193- 211], βερβερικής καταγωγής, και ο γιος του, Λούκιος Σεπτίμιος Βασσιανός, ο γνωστός Καρακάλλας [211-217], με διάταγμα του οποίου η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη αποδόθηκε σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Ήταν μαύροι ή λευκοί; Δεν έχει καμία σημασία, αφού δεν υπήρχε στην αρχαιότητα πολιτική κατηγοριοποίηση των ατόμων ανάλογα με το χρώμα. Το ίδιο το ερώτημα είναι νεωτερική επινόηση, όπως και ο ρατσισμός.
Ιστορικά, ο Αντισημιτισμός προηγείται του φυλετικού ρατσισμού. Ήδη από την καθιέρωση του Χριστιανισμού, η αγωνία των Χριστιανών Επισκόπων να στεγανοποιήσουν την νέα τους εξουσία επί των πληθυσμών τους έφερε ενάντια στις Εβραϊκές κοινότητες. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο Άγιος Κύριλλος στην Αλεξάνδρεια εξαπέλυσε τον χριστιανικό όχλο ενάντια στην Εβραϊκή συναγωγή, ενώ ο Άγιος Αμβρόσιος κατακεραύνωσε τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο όταν ο τελευταίος αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την επισκευή της συναγωγής στην Κων/πολη που είχε πυρποληθεί από χριστιανούς. Αυτή η σπορά του αντισημιτικού μίσους διατηρήθηκε και επεκτάθηκε στο νεώτερο Ευρωπαϊκό φαντασιακό, υποκινούμενη συχνά από την επίσημη Εκκλησία και όλοι γνωρίζουμε την φρίκη στην οποία οδήγησε. Στην πορεία της ενισχύθηκε με αντιλήψεις και θεωρήσεις του βιολογικού ρατσισμού, ο οποίος είχε γεννηθεί στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.
Αντίθετα από τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό, ο βιολογικός ρατσισμός υπήρξε υποπροϊόν της «ανακάλυψης» και κατάκτησης της Αμερικανικής Ηπείρου. Ασφαλώς οι επινοητές, οι υπερασπιστές και οι απόστολοι του ρατσιστικού λόγου ήταν οι Ευρωπαίοι κατακτητές. Μα η εκ νέου επινόηση της ξενοφοβίας, αυτή τη φορά με βιολογικά σημεία, το χρώμα του δέρματος, προέκυψε επί Αμερικανικού εδάφους, όταν οι κατακτητές βρέθηκαν μπροστά στο πρόβλημα της αξιολόγησης των κατακτημένων, το πρόβλημα της «αναλογίας» (ratio) του πληθυσμού σχετικά προς τα δικαιώματά τους. Ο Χριστιανισμός ως οικουμενική θρησκεία αναγνώριζε όλους τους ανθρώπους ως ισότιμα τέκνα του Θεού και περιόριζε δραστικά το εύρος της εκμετάλλευσής τους. Το δραματικό βήμα που γεννά τον βιολογικό ρατσισμό ήταν η απανθρωποίηση των κατακτημένων λαών, η άρνηση δηλαδή της ανθρώπινης ιδιότητάς τους.
Ήταν συνάμα μια ριζοσπαστικοποίηση της αρχής του κοινωνικού διαχωρισμού και μια εμβάθυνσή του, καθώς οι ρατσιστικές κατηγορίες είναι βιολογικές, συνεπώς κληρονομικές, συνεπώς αναπόδραστες. Είναι ιδιαιτερότητα του ξενοφοβικού διαχωρισμού να γίνεται πιο επικίνδυνος και οξύς όσο γίνεται πιο επιφανειακός. Ιεραρχώντας τους ανθρώπους ανάλογα με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους, ο ρατσισμός αυτοπαρουσιάζεται ως «φυσικός» και «αυτονόητος», ενώ συνάμα δεν αφήνει καμία διέξοδος διαφυγής, μέσω προσηλυτισμού ή αναγνώρισης, στα θύματά του. Είναι όμως φυσικός; Όπως αναφέραμε παραπάνω, στην αρχαιότητα δεν διαπιστώνεται βιολογικός ρατσισμός.
Αν ήταν φυσικός ο ρατσισμός θα ήταν και διαχρονικός. Όπως όμως κάθε μορφή συλλογικής ταυτότητας, αποτελεί μια αυθαίρετη κοινωνικο-ιστορική κατασκευή που υπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα. Στην περίπτωση των Η.Π.Α. ως λόγος δικαίωσης υπηρέτησε τα οικονομικά συμφέροντα των γαιοκτημόνων και των αγροτικών Νοτίων Πολιτειών, τα πολιτικά συμφέροντα της άρχουσας ελίτ και τα επεκτατικά συμφέροντα του κράτους.
Αν ήταν αυτονόητος ο ρατσισμός δεν θα χρειαζόταν την βοήθεια των νομοθετικών σωμάτων για να θεσπιστεί και να επιβληθεί επί των πληθυσμών. Και όμως, όπως παρατηρεί ξανά ο Ζιν, παρά την προπαγάνδα αιώνων, υπάρχουν αποδείξεις ότι, κάθε φορά που οι φτωχοί λευκοί και οι μαύροι βρέθηκαν στην ίδια κατάσταση, με κοινά προβλήματα, απέναντι στον κοινό εχθρό, τον λευκό γαιοκτήμονα, τότε αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλο ως ίσους. Ο μελετητής της δουλείας Kenneth Stampp παρατηρεί ότι κατά τον 17ο αιώνα οι μαύροι δούλοι και οι λευκοί υπηρέτες έμοιαζαν να μην ενδιαφέρονται για τις ορατές φυσικές διαφορές τους. Έτσι οι άρχουσες ελίτ των αποικιών αναγκάστηκαν να θεσμοθετήσουν νόμους που καθιστούσαν τον διαχωρισμό θεσμικό. Για παράδειγμα, η αποικία της Βιρτζίνια εξέδωσε το 1661 νόμο που απαγόρευε στους λευκούς να βοηθούν και να δραπετεύουν μαζί με μαύρους, ενώ το 1691 πέρασε νόμο που απαγόρευε στους λευκούς να συνευρίσκονται με μαύρους. Αυτές οι πρώτες ρατσιστικές νομοθεσίες είναι απόδειξη πως οι φτωχοί λευκοί και οι μαύροι σκλάβοι συνεργάζονταν για να αποδράσουν από την κοινή δουλεία τους, όπως και ότι οι λευκοί και οι μαύροι συνευρίσκονταν, ερωτεύονταν, έφτιαχναν οικογένειες. Ο Ζιν αναφέρει αρκετές ιστορίες για φτωχούς λευκούς και μαύρους που εξεγέρθηκαν από κοινού, απέδρασαν από τις φυτείες και βρήκαν καταφύγιο σε γειτονικές φυλές αυτοχθόνων. Αυτός ο εφιάλτης, μιας συμμαχίας των φτωχών λευκών, των μαύρων σκλάβων και των αυτοχθόνων Αμερικάνων ενάντια στη γαιοκτητική λευκή ελίτ, στοίχειωσε τα όνειρα του Αμερικανικού κατεστημένου για αιώνες. Ήταν, καθώς φαίνεται, μια πολύ πιθανή εξέλιξη, την οποία αναγκάστηκαν να ξορκίσουν με νομοθεσία και προπαγάνδα, θεσμοθετώντας και προωθώντας τον ρατσιστικό λόγο από τα πάνω προς τα κάτω.
Η πιθανότητα μιας επανάστασης των μαύρων απέκτησε σάρκα και οστά όταν ξέσπασε η νικηφόρα επανάσταση των σκλάβων της Αϊτής κατά της Γαλλικής Αυτοκρατορίας υπό την ηγεσία του Toussaint Lovertoure, που επέτυχε να κατακτήσει την ανεξαρτησία της νήσου το 1804 και να δημιουργήσει την πρώτη μαύρη δημοκρατία στον κόσμο. Ας μην ξεχνάμε πως η Αϊτή ήταν η πρώτη χώρα που στήριξε επισήμως την Ελληνική επανάσταση του 1821 απέναντι στον Σουλτάνο. “Μία τόσον ωραία και τόσον νόμιμος υπόθεσις, και προ πάντων αι συνοδεύσασαι ταύτην πρώται επιτυχίαι, ουκ εισίν αδιάφοροι τοις Χαϊτίοις, οίτινες, ως οι Ελληνες επί πολύν καιρόν έκλινον τον αυχένα υπό ζυγόν επονείδιστον και διά των αλύσεων αυτών συνέτριψαν την κεφαλήν της τυραννίας.” – έγραφε το 1822 σε επιστολή του ο Jean-Pierre Boyer, ο μαύρος πρόεδρος της Αϊτής.
Μα στις Η.Π.Α. η Αϊτινή επανάσταση φάνηκε να δίνει σάρκα και οστά στον εφιάλτη της λευκής ελίτ. Εξάλλου οι εξεγέρσεις σκλάβων δεν σταμάτησαν ποτέ να ξεσπούν, κατά τη διάρκεια των αιώνων της δουλείας. Όταν το 1861 ο απελεύθερος μαύρος Denmark Vesey προκάλεσε μια αποτυχημένη εξέγερση στο Charleston, οι λευκοί αφέντες έκαναν λόγο για «υποκινητές» και «ξενόφερτους αγκιτάτορες», ακόμη και για «λανθασμένη επιείκια» απέναντι στους σκλάβους. «Φαίνεται πως κανένας από αυτούς δεν μπορεί να διανοηθεί», παρατήρησε εκείνη τη χρονιά ο λευκός υπέρμαχος της ισότητας Thomas Wentworth Higginson, «ότι αυτοί οι άνθρωποι επαναστάτησαν απλώς και μόνο επειδή ήταν σκλάβοι και ήθελαν να είναι ελεύθεροι.»[i]
Ο Αμερικάνικος Εμφύλιος, υποκινούμενος από τα ρατσιστικά στερεότυπα είχε ήδη ξεσπάσει τον Απρίλιο του 1861 και μετά από 4 έτη, το 1865, ο θεσμός της δουλείας θα καταργούταν οριστικά. Αυτό όμως δεν σήμανε και το τέλος του ρατσιστικού λόγου. Αντιθέτως, έγινε πιο πολύμορφος, διαχύθηκε σε υπονοούμενα και λανθάνουσες διακρίσεις, θεμελίωσε μία νέα δέσμη ρατσιστικών πολιτικών και μέτρων, την εποχή του Jim Crow στο Νότο, τέκνο της οποίας υπήρξε η Κου-Κλουξ-Κλαν.
Σύμφωνα με τον ιστορικό George M. Fredrickson, (The Black Image in the White Mind, Welseyan University Press, 1987), ήδη από την εποχή της Αμερικάνικης Επανάστασης ο λευκός ρατσισμός στο Νότο αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην εικόνα του μαύρου ως κατοικίδιου, δηλαδή νόμιμης ιδιοκτησίας, που τοποθετούσε το σκλάβο στη χαμηλότερη βαθμίδα αλλά εντός της κοινωνικής ιεραρχίας, και την εικόνα του μαύρου ως κτήνους, δηλαδή ως μη-ανθρώπου, που τοποθετούσε τον απελεύθερο ή τον δραπέτη εκτός κοινωνίας. Με την κατάργηση της δουλείας τα δύο στερεότυπα συνέχισαν να υπάρχουν, αλλά η ισορροπία μεταξύ τους άλλαξε, με την εικόνα του κτήνους να γίνεται κυρίαρχη, καθώς η παλιά αριστοκρατικού τύπου ιεραρχία της κοινωνίας του Νότου κλονίστηκε ανεπανόρθωτα. Δίπλα στους νέους ρατσιστικούς νόμους φυλετικού διαχωρισμού που θέσπισε κάθε Νότια πολιτεία σε πείσμα της ομοσπονδιακά θεσμισμένης πολιτικής ισότητας, εμφανίστηκε η νέα, «λαϊκή» πρακτική του λιντσαρίσματος.
«Όμως, ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσουν τους επικριτές της ανείπωτα αποκρουστικής πρακτικής του λιντσαρίσματος ήταν να υποστηρίξουν ότι οι μαύροι ήταν κυριολεκτικά άγρια κτήνη, με ανεξέλεγκτα σεξουαλικά πάθη και εγκληματική φύση σφραγισμένη από την κληρονομικότητα. Η απίστευτη σκληρότητα και η βαρβαρότητα του λιντσαρίσματος οδήγησε έτσι στην πιο ακραία δυσφήμιση του χαρακτήρα του Μαύρου και παρείχε τον τόνο και την ουσία για τη φιλολογία του φυλετικού μίσους της εποχής.»
Έτσι περιγράφει ο Fredrickson την αντίδραση των Νότιων λευκών πολιτικών και εφημερίδων στην εξάπλωση της πρακτικής του λιντσαρίσματος στα τέλη του 19ου αιώνα. Τα λιντσαρίσματα συνοδευόταν από την ρατσιστική δυσφήμιση των θυμάτων, από την απόπειρα δαιμονοποίησης του θύματος προκειμένου να εξιλεωθεί ο θύτης. Σε μία διεστραμμένη αντιστροφή, οι ρατσιστές, που κυριάρχησαν στην πολιτική του Νότου κατά τη δεκαετία του 1890, κατήγγειλαν το θύμα για να αθωώσουν τον θύτη χωρίς να αναγκαστούν να υποστηρίξουν την πράξη.
Διότι το λιντσάρισμα από τη μία υπήρξε μέσο κοινωνικού ελέγχου και διαιώνισης της κοινωνικής ανισότητας μέσω του φόνου και του τρόμου, όμως από την άλλη φανέρωνε την αδυναμία των επίσημων αρχών να επιβάλλουν τον νόμο και κλόνιζε την κατασταλτική αποκλειστικότητα των δυνάμεων ασφαλείας. Η αμφιθυμία των ρατσιστών συντηρητικών βρήκε διέξοδο στην κατασκευή της εικόνας του ελεύθερου μαύρου ως «κτήνους», που αντικατέστησε την παραδοσιακή πατερναλιστική αναπαράσταση του σκλαβωμένου μαύρου ως «κατοικίδιου».
Η εξάπλωση του λιντσαρίσματος οδήγησε σε δημόσια κατακραυγή που οι Νότιοι ρατσιστές προσπάθησαν να διαστρέψουν εντείνοντας την προπαγάνδα του κτηνώδους. Προκαλεί αγανάκτηση σήμερα το γεγονός ότι η απάντηση του αρθρογράφου Charles Henry Smith στο ζήτημα του λιντσαρίσματος ήταν ένα άρθρο με τον τίτλο: «Έχουν οι Αμερικάνοι νέγροι υπερβολική ελευθερία;»[ii] Στο ίδιο περιοδικό, ένα άρθρο του «μετριοπαθούς» πολιτικού Atticus Haywood, καταδίκαζε το λιντσάρισμα ως «βάρβαρη πράξη ενάντια στην κοινωνία», αλλά αμέσως μετά ρωτούσε «σκεφτείτε όμως και ποιος προκάλεσε», προχωρώντας στην εξιλέωση του θύτη και την καταδίκη του θύματος.
Ο ρατσιστικός λόγος αποδείχθηκε πιο σθεναρός, ύπουλος και διαρκής από τις επίσημες νομοθεσίες και πολιτικές. Η ιστορία του 20ου αιώνα είναι μια συνέχεια της πάλης των μαύρων Αμερικάνων για ίσα δικαιώματα και ισότιμη μεταχείριση απέναντι στο νόμο. Παρά τις επιτυχίες του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων τη δεκαετία του 1960, οι μαύροι ηγέτες συνέχισαν να φυλακίζονται και να δολοφονούνται. Παρά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην Προεδρία των Η.Π.Α. το 2008, οι μαύροι πολίτες συνέχισαν να διώκονται και να δολοφονούνται από τις επίσημες δυνάμεις ασφαλείας. Ο ρατσισμός συνεχίζει να τρέφεται από τον φόβο, τον αποκλεισμό και την ανέχεια και να αποτελεί πολιτικό εργαλείο προκειμένου οι ελίτ να αποπροσανατολίσουν τη λαϊκή αγανάκτηση. Από όλες τις θεωρίες συνομωσίας, οι ρατσιστικές αποδεικνύονται οι πιο σθεναρές, υπόγειες και διαρκείς. Ενώ τα πλήθη που εξεγείρονται ενάντια στον ρατσισμό είναι πολύχρωμα και παναθρώπινα, τα θύματα του συστημικού ρατσισμού είναι σχεδόν αποκλειστικά οι μαύροι.
Όπως παρατηρεί η Annika Neklason: «Μέσα από αυτό το φόβο, η ρατσιστική βία, όπως αυτή που ασκείται από την Κου Κλουξ Κλαν, και οι [αντίστοιχοι] νόμοι, όπως οι περιορισμοί της ψήφου ή η «απαγόρευση των μουσουλμάνων» του Ντόναλντ Τραμπ, έχουν διαμορφωθεί ως προστατευτικά μέτρα. Η συνωμοτική επαγρύπνηση και ο αυταρχισμός γίνονται ασπίδες ενάντια σε μια φανταστική επανάσταση.»[iii]
Τα παλαιά επιχειρήματα βγήκαν ξανά στην επιφάνεια ενάντια στους Αμερικάνους που εξεγέρθηκαν μετά τη ρατσιστική δολοφονία του George Floyd στη Μινεσότα από αστυνομικούς στις 25 Μαΐου 2020. Ενώ ξεσπούν εξεγέρσεις σε κάθε Αμερικάνικη πόλη και επιβάλλεται περιορισμός κυκλοφορίας, βλέπω δημάρχους από τη Ν. Υόρκη έως τη Μινεάπολη να δηλώνουν ότι οι διαδηλωτές δεν είναι δημότες τους αλλά ξενόφερτοι. Ξενόφερτοι σε όλες τις πόλεις την ίδια στιγμή. Δηλαδή πανταχού παρόντες.
Παρακολουθώντας, στις 30 Μαΐου, την εορταστική εκτόξευση του επανδρωμένου σκάφους της SpaceX προς τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, καθώς οι φλόγες της εξέγερσης απλωνόταν, σκέφτηκα πως είχε δίκιο ο μαύρος ποιητής Gil Scott-Heron όταν έγραψε, στις αρχές του 1970: “I can’t pay no doctor bills, but Whitey’s on the moon.” (“Δεν μπορώ να πληρώσω το γιατρό, αλλά ο Λευκός είναι στη σελήνη.”)
[i] https://www.theatlantic.com/magazine/archive/1861/06/denmark-vesey/396239/
[ii] Περιοδικό Forum, Οκτώβριος 1893
[iii] https://www.theatlantic.com/politics/archive/2020/05/conspiracy-theories-civil-war/612283/