Η απλή μέθοδος των τριών

«Η απλή μέθοδος των τριών είναι πολύ σημαντική, Αλέξανδρε, θα σου χρειαστεί σε όλη σου τη ζωή. Δεν μπορείς παιδί μου ούτε τα βασικά να υπολογίσεις χωρίς αυτήν. Είναι ο τρόπος να κάνεις το μικρό μεγάλο και το μεγάλο μικρό».

«Η απλή μέθοδος των τριών είναι κάπως σαν κι εμένα δηλαδή;»

«Πάντως, σίγουρα είναι ο τρόπος που υπολογίζουμε την ηλικία των οστών σου. Θυμάσαι, Αλέξανδρε. Ορίστε, βρήκες το καλύτερο παράδειγμα. Το καλύτερο. Αν για κάθε χρόνο που περνάει για τα κόκκαλα του Αλέξανδρου είναι σαν να πέρασαν επτά χρόνια, τότε πόσων χρονών είναι τα κόκκαλα του Αλέξανδρου;»

«Τα κόκκαλά μου είναι ογδόντα τεσσάρων ετών. Αυτό το ξέρουμε ήδη. Και το δέρμα μου, και οι μύες και η καρδιά μου. Μόνο το μυαλό μου είναι δώδεκα. Θα πεθάνω φέτος ή του χρόνου, τότε που θα είμαι ενενήντα ενός. Γιατί με πιλατεύεις, μη με πιλατεύεις άλλο με τα μαθηματικά. Σε παρακαλώ. Άσε με να κοιμηθώ. Θέλω να κοιμηθώ».

«Δικό μου παιδί, Αλέξανδρε, και να μην ξέρει την απλή μέθοδο των τριών; Ντροπή».

«Δεν είμαι παιδί».

«Είσαι παιδί, Αλέξανδρε. Είσαι παιδί».

Του χάιδεψε τα άτριχο κεφάλι. Οι φλέβες εξείχαν από το στενό κρανίο. «Άφησε με, μπαμπά», ψιθύρισε ο μικρός. Έγειρε τα στόρια για να τον βοηθήσει να κοιμηθεί. Ο Αλέξανδρος είχε δίκιο, θα πέθαινε φέτος ή το πολύ του χρόνου. Ήταν δώδεκα, αλλά το κορμί του πολλαπλασίαζε κάθε χρόνο επί  επτά. Προγηρία. Το προσωπάκι του έμοιαζε με σεβάσμιου γέρου, κάποιες φορές και με αρπακτικού. Κι αυτός μετά βίας ήξερε την προπαίδεια. Έπρεπε να του μάθει καλά την προπαίδεια. Ήξερε μόνο την προπαίδεια του επτά.

«Αλέξανδρε, συγκεντρώσου παιδί μου, πάμε ξανά, 6 επί 8 πόσο κάνει;»

«Δεν με νοιάζουν ούτε το 6 ούτε το 8. Είναι εκατέρωθεν του  7.  Το επτά είναι μαγικός αριθμός. Στο είπα, με νοιάζει μόνο το επτά».

«Βρε Αλέξανδρε, δεν μπορεί να μην ξέρεις τους αριθμούς. Οι αριθμοί είναι πολύ σημαντικοί. Δεν το καταλαβαίνεις;»

«Για τους σκύλους λένε πως κάθε χρόνος τους ισοδυναμεί με έξι ανθρώπινα χρόνια. Εμένα ούτε αυτό. Καθένας επί 7. Το επτά είναι καταδίκη, στο λέω»

Τα μάτια του ήταν τεράστια για το στενό κρανίο, το δέρμα του ήταν στεγνό και ζαρωμένο, γεμάτο ρυτίδες. Αυτά τα μάτια που λάμπαν από νεανικότητα ήταν το πρόβλημα. Τα μάτια του δεν συμβάδιζαν.

Όταν ήταν μωρό, τότε που πρωτοέμαθαν για την προγηρία, ένα παιδί κάθε 7 εκατομμύρια γεννήσεις, να την πάλι την απλή μέθοδο των τριών να τρυπώνει συνέχεια στη ζωή τους, προσπαθούσε να καταλάβει. Όταν άκουσαν την καταδίκη. «Τα παιδιά αυτά δεν ζουν πέρα από τα δώδεκα ή τα δεκατρία  τους  χρόνια», τα δώδεκα ήταν τόσο μακρινά που δεν του χτύπησαν άσχημα. «Έχουμε δώδεκα χρόνια» σκέφτηκε.

«Μπαμπά, σε αγαπάω. Να το ξέρεις. Αν βάλουμε πως σε αγαπάω σαν να είσαι και η μαμά μου και ο μπαμπάς μου, τότε για πόσες αγάπες μιλάμε, ξέρεις;»

Εδώ και δεκατέσσερις μήνες ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να περπατήσει χωρίς υποστήριξη μπαστουνιού. Σε λίγο ίσως να χρειάζονταν και αναπηρικό καροτσάκι. Είχε οστεοπόρωση και τα κόκκαλα του έσπαγαν πολύ εύκολα. Αλλά θα έφευγε από ανακοπή. Σχεδόν όλα τα παιδιά με προγηρία, έφευγαν  από ανακοπή. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας το περνούσε πια στο κρεβάτι με τα βιβλία του. Δεν έβλεπε πολύ καλά, αλλά τα παιδικά βιβλία είχαν αυτό το καλό, τα γράμματα ήταν πάντα μεγάλα, ήταν τεράστια.

«Θέλεις να σου πω μια ιστορία για μεγάλους;»

«Θέλω να μου διαβάσεις τον Μικρό Πρίγκηπα».

«Μα, Αλέξανδρε».

«Θέλω τον Μικρό Πρίγκηπα» επέμεινε το παιδί. Δεν μπορούσε να του χαλάσει χατήρι.

«Εντάξει, αλλά μετά θα κοιμηθείς».

Αν έρχεσαι για παράδειγμα στις τέσσερις το απόγευμα, από τις τρεις, θα αρχίσω να είμαι ευτυχισμένη.

«Θα κοιμηθώ. Στο υπόσχομαι».