Ελένη Ε.Νανοπούλου
Σκροφα
Tην
έστησε ακριβώς απέναντί της.
Την κοίταξε στα
μάτια ψυχρά κι επίμονα.
Τα σύμφωνα
έφταναν στα δόντια της, τα τσάκιζε με
δύναμη, τα έκανε κομμάτια. Μετά άρχισε
να τα φτύνει…σ κ ρ…σ κ ρ…σ κ ρ…ίσα που
ακούγονταν στην αρχή. Και μετά φώναξε
βραχνά, απόκοσμα : σκρόφα. Την είδε που
ταράχτηκε, συσπάστηκε η μορφή της, η
κεντρική φλέβα του ψηλού μετώπου της
κατρακύλησε ως τη μύτη φουσκωμένη,
κόκκινη.
Σκρόφα… μου
ρήμαξες τη ζωή…δε μ΄άφησες να κάνω αυτό
που ήθελα…να κοιμάμαι τη μέρα…να
δουλεύω νύχτα…να ζω μ΄αυτά τα λίγα που
έβγαζα με τα χέρια μου…να περνάω
στερημένα…να είμαι καλά με το μέσα
μου…να νιώθω εγώ χρήσιμη…Σκρόφα…μπλα…μπλα
στο μυαλό μου… τό ΄κανες ζουμί…το
νερούλιασες…να νοικοκυρευτώ…να μπω
σε δουλειά μόνιμη…μισθός σίγουρος…ζωή
ήσυχη…είχα τα προσόντα…γιατί να
χάνομαι…και σ΄ άκουσα…λύγισα…τώρα
χρήσιμη είμαι σε όλους τους
άλλους…χαίρεσαι; Δε μιλάς, τι να μου
πεις; Για να μη ξεχάσεις πώς σε λένε, θα
στο γράψω με μεγάλα γράμματα, ΣΚΡΟΦΑ,
και μετά θα φύγω να μη σε ξαναδώ.
Βρέθηκε την άλλη
μέρα σε κώμα. Μπροστά στον καθρέφτη του
δωματίου της. Πλάι της μπουκάλια, χαπάκια
σκόρπια. Το πρόσωπό της ματωμένο. Στο
μέτωπο χαραγμένες γραμμές- κάτι σαν
γράμματα κεφαλαία. Στο ένα χέρι μια
λεπίδα.