Αυταπάτες

Και όταν νιώθω στη φούχτα μου την μεγαλοπρέπεια να ορθώνεται ψευδά πείθω τον εαυτό μου πως τον κόσμο σου υπέταξα. Και όταν το βλέμμα μου στρέφω έξω μέσα σε κάδρο ιδιόχειρο ειδώλια εμείς φαντάζομαι μικρά. Πρόσφορο έτοιμο στο βωμό της μεγαλοπρέπειας εφήμερα αναλώσιμα πλίθινα ομοιώματα μικρών θεών εύκολα γίνονται στάχτη ή και χώμα. Αδύναμες χειροτεχνίες αδυναμίας. Πόσες ακόμα αυταπάτες μπορεί να χωρέσει ο νους μου;





Στην κουζίνα

Σε κίτρινη αμφίεση κοριτσάκι επίμονα κρύβει χεράκια. Αγελάδα μάνα μοσχαράκι προστατεύει σε λιβάδια πρασινοπράσινα με μαστούς όπου κρέμονται κουτάλες. Μια πεταλούδα φυλάει χνώτα. Πορσελάνινα δοχεία φιλοξενούν εσώψυχα μπαχαρικά λεμόνι σκόρδο φράουλες σε αρμάθα φιγουράρουν γέροντες ασπρόμαυροι απεικονισμένοι σε ημερολογιακή καταγραφή και ένα κοάλα αυστραλιανής ανάμνησης αγκιστρωμένο. Η Κωνσταντινούπολη δίπλα σε Χαλκίδα Μεζεδοπωλείο και σε Panorama Bar ατενίζει από ψηλά. Τα σάπια ρόδια σε ένα τελάρο στο μπαούλο ωριμάζουν. Ο λαμπτήρας ανάβει ετεροχρονισμένα. Μυρίζει ρίγανη και κλεισούρα. Ο πατέρας καρφώνει μέσα από κορνίζα μάτια στην πλάτη. Ποτηράκι λυρικό κρασί υγραίνει λάρυγγα από χρόνια στραγγισμένο. Μειδίασε μου φάνηκε στην γυαλάδα; Εκείνος πεθαμένος εσύ μετοικισμένος εγώ στην κουζίνα.