Η Αριστερή Μελαγχολία και η ποίησή της μετά τις Αμερικάνικες εκλογές




Του Βασίλη Λαμπρόπουλου





Η ολοκληρωτική ήττα όλων των προοδευτικών δυνάμεων στις Αμερικάνικες εκλογές μετέτρεψε σε μια νύχτα την Αριστερή μελαγχολία ως το κυρίαρχο συναίσθημα όσων είδαν τις ελπίδες τους να σβήνουν. Αυτό που κανένας δε μπορούσε να φανταστεί,συνέβη  και καμιά εξήγηση δε δείχνει αρκετά ικανοποιητική. Μια υπαρξιακή εποχή πολιτικού άγχους έχει ανατείλει. 


Παρότι ο αστερισμός των θεωριών των Badiou, Balibar, Berland, Bhabha, Brown παραμένει επίκαιρος, όσοι από εμάς ασχολούμαστε μεεναλλακτικές επαναστατικές ιδέες θεωρούμε πολύ πιο παραγωγικό τώρα να εργαστούμε με μια σειρά από ποικίλες έννοιες όπως ο νομαδισμός, η επιτάχυνση, η αγένεια, η άρνηση του Bartleby, η αποκήρυξη, η εναντίωση στην εξουσία, η κοινοτικοποίηση, και η αποδέσμευση. Το να μιλήσει κανείς για πάλη και αγώνα την επαύριο των εκλογών ισοδυναμεί με το να ξεκινήσει την πορεία προς την επόμενη ήττα.

Πριν από οτιδήποτε άλλο πρέπει να το παραδεχθούμε –

Αυτό είναι το τέλος, “το τέλος / των πολύπλοκων σχεδίων μας, το τέλος/

Του κάθε πράγματος που στέκεται”. Αυτός δεν είναι καιρός για να ξεκινήσουμε,

γιατί δεν έχουμε που να σταθούμε. Αυτός είναι καιρός για να θεμελιώσουμε.



Εδώ και αρκετά χρόνια γράφω για την αυτονομιστική αριστερή μελαγχολία και ποίηση, τα γραπτά αυτά καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος αυτού του ιστολογίου. Συνεπώς υποστηρίζω την επιθυμία των συντετριμμένων προοδευτικών Αμερικάνων να αρχίσει μια συζήτηση όχι μόνο με τους μεγάλους στοχαστές αλλά επίσης με τους ποιητές: Ξαφνικά βλέπουμε να υπάρχει μια συναρπαστική απαίτηση για ποίηση η οποία μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε  την ήττα και την προδοσία.



Αλλά γιατί να διαβάζουμε ποιητές που έγραψαν για μια άλλη χρονική περίοδο, μέρος, κατάσταση (όπως ο Auden ) και όχι αυτούς που ζουν και γράφουν μέσα σε συνθήκες έντονης πολιτικοκοινωνικής κρίσης για την αξιοπρέπεια μετά την απελπισία; Αυτή είναι μια πολύ κατάλληλη στιγμή να διαβάσει κανείς την Ελληνική ποιητική γενιά του 2000 και να εξερευνήσει την αφυπνισμένη, ανυπότακτη Αριστερή Μελαγχολία.

Δεν έχω παρά μόνο μια ζωή

Και σκόρπια όνειρα από τις προηγούμενες

Μα στο ύψος των ονείρων δίνεται η μάχη

Δεν είμαι με κανέναν κι αυτό σημαίνει πως είμαι με τους πολλούς

Είναι η νέα συμμετρία

Δεν ξέρουμε τίποτα μα δεν θα αποσυρθούμε ακόμα

Γιατί το τίποτα έχει ειπωθεί

Κι ήρθε η ώρα για το κάτι

Νίκος Ερηνάκης (Chiotis, ed.: Futures, p. 202)

Μεταφραση: Θ. Γώγος

1η δημοσίευση : https://poetrypiano.wordpress.com/

*

Βασιλεία Οικονόμου

Δεν ήξερα πόσο βαρύ

μπορεί να γίνει ενα δέντρο

όταν πέφτει

Ένα δέντρο

ή ένα σώμα ολάνθιστο

Εκεί

Δίπλα στο συντριβάνι που

πνίγονται οι ευχές

Ή το κεφάλι

που ακουμπάει στα πόδια σου

Απο αγάπη βαρύτερο

Εγώ εδώ κάθε πρωί

Συνόδευα εναν ήλιο τυφλό

Υπενθυμίζοντας τη μέρα στη νύχτα

Για να ξέρεις πώς να λειτουργείς το ρολόι σου

Γιατί ήθελες ασφάλεια

Κι εγώ δεν ήξερα τίποτε άλλο

Από το χρόνο

Και το μέτρημα

Και πως τίποτε απ’ αυτα δεν εχει νόημα

Όταν στέκεσαι στη μέση του

Κόσμου και με κοιτάς

Στις άχρονες πλατείες με τα συντριβάνια

Στο κρεβάτι που διατάζεις τον ύπνο

Όταν πλαγιάζεις

Και πέφτει μαζί σου

Η νύχτα

Και πέφτει το σώμα

Ολάνθιστο

Το κεφάλι

Στο στήθος σου

Κι αυτό

Από αγάπη

Βαρύτερο

 *

Τέτοιους καιρούς , δε θα μπορούσαμε

Παρα να γίνουμε όλοι συγγραφεις

Καταλαβαίνετε κύριε, πόσα πράγματα διακυβεύονται

«μα ποιός με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;»

Απο το μπαλκόνι μου βλέπω καθε λογής συντριβή

Πολύ λυπάμαι κύριε,

Στ’αλήθεια λυπάμαι

Να ! δείτε πόσα ποιήματα εχω γράψει

Γι’αυτους που πνίγονται

Στο νερό ή στην πείνα

Γράφω παντού!και στη δουλειά ακόμη

Κύριε, πολύ μ’απασχολεί αυτός ο πόνος

Τόσο που πια δεν έχω χρόνο να διαβάσω

Δεν έχω χρόνο να φωνάξω

Να βγώ στους δρόμους και τα λοιπά

Δεν μου το επιτρέπει η συγκυρία

Τετοιο φρικτό χάσιμο χρόνου

Ο κόσμος έχει ανάγκη

μια επανάσταση -ειναι φανερό

Δείτε πόσα βιβλία εκδόθηκαν πέρσι

Για την τέχνη , την κρίση ,τον ερωτα

Ομως καταλαβαίνετε, δεν έχω χρόνο

για κουβέντα, -κανεις δεν έχει

Έχουμε γράψιμο γράψιμο γράψιμο

Μα να ‘στε σιγουρος κύριε,

θα πω πολλά για τον αγώνα σας

Με συγκινεί βαθιά ο αγώνας σας

Όλους μας συγκινεί

Δείτε πόσα βιβλία γράφονται εξάλλου

γι’ αυτό!

Το σπίτι


τα κόκαλα έχτισε το φράχτη

«να μας φυλάει»

Η αυλή γέμισε χώμα και σκόνη προγονική

Κομμάτια τοίχου σ’ ελεύθερη πτώση

-έκανε το παιδί πως χιόνιζε στο παρτέρι

κι έπαιζε «χειμώνα» και «κρύο» και «θάνατο».

Τη νύχτα φώναζε το όνομα

τα κόκαλα έτριζαν ησυχία

Η Μάνα δεν ήθελε να μιλάμε γι’ αυτό

έσερνε παντού σιωπή και μας τάιζε

Χόρτασα μια μέρα κι ούρλιαξα

Έτριξε ο τόπος

Ότι έσπασε το κατάπια

Τσιμέντο και σίδερα ευπρέπισαν την ανάμνηση

Καλοχτενισμένη ανάμνηση

χωρίς χώμα στους ώμους

χωρίς κρύο

χωρίς νεκρούς προστάτες

Αμίλητη ανάμνηση



Κάθετες Πτήσεις

Έπρεπε να το ξέρω αυτό Σοφία

Τα μπαλκόνια είναι εξέδρες

προς τον ουρανό

Κρατούν κάγκελα ναι αναμφίβολα

γνωρίζουν τη φύση μας

Υποδέχονται

τις ώρες προτού

συρθεί το φως στο δωμάτιο

Ντύνονται συχνά με λουλούδια

Η μεταμφίεση μιας αυλής

Πάνω απ’ τον κόσμο

Ανάμεσα στον κόσμο μπορούσες

απλώς να σταθείς εκεί

αδιαφορώντας

για την υπεροψία

της θέας

Τώρα γέμισαν μπαλκόνια οι εφιάλτες μου

Και μικρά ιπτάμενα κορίτσια



Vassilia
Economou

Four
poems translated from the Greek

by

Yannis
Goumas


*

I
didn’t know how heavy

a
tree could be

when
it falls



A
tree

or a
blooming body

right

next
to the fountain where

wishes
are drowned.

Or if
the head

resting
on your legs

is
heavier with love



Here
every morning

I’d
accomply a blind sun

reminding
the night of the day

so
you’d know how to activate your watch

since
you wanted safety

and I
knew nothing more

than
time

and
counting

and
that none of these makes any sense

when
you stand in the middle

of
the world looking at me

in
the timeless squares with the fountains

in
bed when you order sleep

as
you lie down

and
with you falls

the
night

and
the body falls

blooming

the
head

on
your chest

and
this

heavier

with
love





*


Such
times we couldn’t

Βut
all become authors

Υou
must know, sir, how many things are at stake

But
who will bear talking about all this?”



From
my balcony I see all sorts of destruction

I’m
very sorry, sir,

I’m
truly sorry

Look,
see how many poems I’ve written

About
those who drown

In
the water or in hunger

I
write everywhere, even when I’m working

Sir,
this pain is really worrying me

To
the extent that I no longer have the time to read

I
haven’t time to shout

To go
out in the streets and all that

Circumstances
don’t permit me

Such
a horrible waste of time



The
world is in need

Of a
revolution; it’s obvious

Look
how many books were published last year

On
art, the crisis, love



But
you must realize, I don’t have the time

To
chat; no one has

We
are busy writing writing writing

But
rest assured, sir,

I’ve
a lot to say about your fight

I am
deeply moved by your fight

We
are all moved

Besides,
see how many books are being

So
written!


The
house




With
bones he built the fence

to
guard us”

The
courtyard was covered with soil and ancestral dust

Wall
pieces in free fall

–the
child was making that it snowed in the flowerbed

and
played “winter” and “cold” and “death”.

At
night it shouted the name

bones
creaked quietness

The
Mother didn’t want to talk about it

she
dragged silence everywhere and fed us

One
day I was full and I screamed

The
place creaked

Whatever
broke I swallowed it

Cement
and irons tidied up the recollection

A
neatly combed recollection

without
earth on the shoulders

without
cold

without
dead patrons

Silent
recollection





Vertical
flights



I
should have known this, Sophia

Balconies
are stands

Towards
the sky



They
hold rails yes undoubtedly

they
are familiar with our nature

they
welcome

the
hours before

the
light moves into the room

oftentimes
they dress with flowers



A
courtyard’s disguise

Above
the world

between
the world you could

simply
stand there

indifferent
to

the
haughty

view



Now
my nightmares are full of balconies

and
flying young girls