O Oρφέας στον Άδη
Στης Ευρυδίκης την αγαπημένη αγκαλιά ποθείς αναπαμό
Θεόμορφη η ματιά σου δόθηκε εκείνη πάλι ν’ αντικρύσει
Η λύρα η γλυκόλαλη τον τρομερό ημερώνει τώρα πηγαιμό
Πλανεύοντας γαλήνια τη λήθη που εσέ πασχίζει να τυλίξει
Πίνεις αργά, θρηνώντας, το αίμα της δικής σου της καρδιάς
Που σ’ επιστρέφει αγωνία φρικτή στης Περσεφόνης το βασίλειο
Ευρυδίκη, ω! Ευρυδίκη εσύ! στης μαγεμένης τ΄ όνειρο ματιάς
Με τί ψυχή ν’ αντιπαλέψεις το φοβερό του Άδη το μυστήριο;
Θλιμμένα ηχεί στο σκότος του αηδονιού η γλυκύτατη επωδός
Τα δένδρα, πεθαμένα στέκουνε κορμιά, μαύρο ποθώντας αίμα
Ορφέα! Ορφέα! δύστυχε εσύ, στη φρίκη, πώς βαδίζεις μοναχός!
Ανατριχιούν τα ζοφερά να πουν και τ΄ αφανέρωτα τα χείλη
Χλωμά τα μάτια και άδεια τώρα στέκονται βουβά να κλαίνε
Και η λύρα σου, Ορφέα δύσμοιρε! μάταια γοά στο μαύρο δείλι
***
Η Άνοιξη
Ξημερώνει γαλάζια η καινούρια ημέρα πίσω από του θάμνου τη μελανή σκια
Δροσοσταλίδες φωτεινές ψηλαφούνε ήσυχα της κερασιάς τα ωραία φύλλα
Οι λεμονανθοί και τ’ αγριολούλουδα φιλούνε τρυφερά το αηδόνι στη φωλιά
Και της μέλισσας ο βόμβος ηχεί χαρούμενα στης αυγής την ηδονική ανατριχίλα
Σέρνεται της νύχτας το σκούρο σάβανο πάνω στα τσακισμένα κουκουνάρια
Με του χειμώνα τα ξέπνοα χνώτα υφασμένο, νεκροφιλεί τα μαραμένα βρύα
Απορημένο στέκεται το ελάφι ν’ αφουγκράζεται του αποχωρισμού την άρια
Και το σκουλήκι ξεπροβάλλει μουδιασμένο από της γης την αγκαλιά την κρύα
Αστραποβόλα η ματιά της νύμφης που ανάερα δραπετεύει από τον μαύρο τάφο
Και η σκουριά, κλωστή που αποσώνεται αδύναμη στης νιότης τη γλυκειά θωριά
Λεχώνας αίματα ολοτρόγυρα ξεχύνονται και στου βωμού το πορφυρό το βάθρο
Με σπέρμα αρχαίο ο έρωτας της αντίστασης καταπνίγει την όποια αποθυμιά.
Πανώρια ξεπροβάλλει η Άνοιξη, της Περσεφόνης και του Άδη η λατρεμένη κόρη!
Ολόχρυσα έχει τα μακριά μαλλιά να σέρνονται στη γη, πανάκριβή της προίκα
Στο βλέμμα της ανοίγονται λαμπρές οι σκοτεινές σπηλιές κι αστράφτουνε τα όρη
Κι η νια ζωή λιγοθυμάει γλυκά, βυζαίνοντας εκστατικά τα λατρευτά της στήθια